Η Κυρά της Ρω (1890-1982) που το πραγματικό της όνομα ήταν Δέσποινα Αχλαδιώτη, υπήρξε μέλος της Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής και επί σαράντα χρόνια (από το 1943 ως τον θάνατό της) ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρω κάθε πρωί και την κατέβαζε με τη δύση του ήλιου. Στη Ρω είχε εγκατασταθεί με τον άντρα της και την τυφλή μητέρα της από το 1924. Ο κύριος Γιάννης Σκαραγκάς εμπνέεται από αυτήν την ηρωική γυναίκα και γράφει έναν εξαιρετικό μονόλογο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Το βιβλίο αποτελείται από 80 σελίδες ώριμες, μεστές, καίριες, καλογραμμένες, με κάθε παράγραφο να δημιουργεί μια ολόκληρη, αληθινή και λεπτομερέστατη σκηνή ενώ κάθε σελίδα ζωντανεύει μοναδικά τη γυναίκα, το ήθος της εποχής, τις συνθήκες ζωής του ακριτικού Καστελόριζου στις αρχές του 20ού αιώνα, τον τόπο και τη ρουτίνα τους. Ο συγγραφέας, που τον γνώρισα από τον «Ουρανό που ονειρεύτηκες», έχει ένα αξεπέραστο λυρικό και δυνατό στυλ, πλούσιο λεξιλόγιο και μια ανεπανάληπτη ενάργεια στη γραφή του. Έτσι κι εδώ, αντί να περιγράψει μια ζωή θα έλεγα μονότονη, αν εξαιρέσεις το πάθος και την αγάπη της Δέσποινας Αχλαδιώτη για τον Άνθρωπο, την Ειρήνη, την Πατρίδα, επέλεξε να φωτογραφίσει με ατμοσφαιρικό τρόπο στιγμιότυπα από τη ζωή της γυναίκας Δέσποινας και του συζύγου της, τη δυσκολία του βιοπορισμού, τον ηρωισμό στις δύσκολες στιγμές της πατρίδας τη δεκαετία του 1940 και να χαρίσει στο αναγνωστικό κοινό μια καρδιά που πάλλεται ακόμη, τόσα χρόνια μετά τον θάνατό της, από ζωή, ιδεαλισμό και οικουμενισμό.
Παράγραφοι που μου έφεραν δάκρυα στα μάτια, που με πείσμωσαν, που δεν ήθελα να τελειώσουν γιατί ήξερα πως θα άρχιζα αυτό το βιβλίο ξανά αμέσως μόλις το τελειώσω. Και το έκανα, για να ξεκουκίσω το ταλέντο του συγγραφέα, να καταλάβω τι με πρωτοκέρδισε, η γραφή ή οι εικόνες που δημιούργησε. Ένα συμπυκνωμένο κείμενο που θέλει να πει πράγματα και το κάνει, που θέλει να γεμίσει τον αναγνώστη συναίσθημα και ένταση και το πραγματοποιεί αφειδώς. Λέξεις, αράδες, ένα σύνολο ξομπλιασμένο με ρομαντισμό, ένταση, ρεαλισμό και αλήθειες, όλα σωστά υπολογισμένα και στο σωστό μέτρο. Ο συγγραφέας μέσα από το κείμενο καταγράφει τις δικές του σκέψεις για τον φόβο απέναντι στον Θεό, για τη θέση της γυναίκας σε μια κλειστή και ανδροκρατούμενη κοινωνία, για τον ρόλο που έπαιξε αυτή η ηρωίδα μπροστά στον κατακτητή και πολλά άλλα.
Η ζωή του νησιού δόθηκε μέσα σε μία και μόνη παράγραφο: «Αυτό ήταν το νησί μας, Αυτοί ήμασταν κι εμείς. Ευγενικοί κι επίμονοι. Σαν τις φωτογραφίες που βγάζαμε όλοι μαζί. Μία βγάζαμε στον γάμο σου και μία στην κηδεία σου… Και στη χαρά και στον πόνο, αγέλαστοι ήμασταν. Για να μη βλέπει ο άγιος τα μούτρα, αλλά τα κορμιά. Να μην ξεχωρίζει. Αγέλαστοι και πολλοί. Ένας έφευγε, δέκα έρχονταν. Να βλέπει ο άγιος το μπούγιο και να χάνει το μέτρημα» (σελ. 12).
Η θέση της γυναίκας και η τυφλή υπακοή της στον αφέντη που παντρεύτηκε ή την έφερε στον κόσμο ξεχείλισε από ένταση και διαχρονικότητα μέσα σε ελάχιστες λέξεις: «Αυτό ήταν οι γυναίκες. Το θέλημα κάποιου άλλου. Είτε αδελφό τον έλεγες είτε πατέρα είτε τον Θεό τον ίδιο, καλύτερα να έχει δίκιο αυτός παρά εσύ. Καλύτερα να ήσουν το προικοσύμφωνο ενός άντρα, παρά το όνειρο μιας γυναίκας. Όνειρα υπήρχαν για όλες μας. Προικοσύμφωνα όχι» (σελ. 32). Αυτήν την άποψη ο κύριος Σκαραγκάς την αντιδιαστέλλει με την τύχη της Κυράς της Ρω να ερωτευτεί και ν’ αγαπηθεί ταυτόχρονα από τον μέλλοντα σύζυγό της: «Εκείνο το βράδυ κατάλαβα ότι είχα έναν άντρα που, όσο με είχε, εκεί στη άκρη του κόσμου, θα με γλένταγε. Όσο με είχε και τον είχα, θα ήμουν η προσωπική του χαρά. Κι αυτό ακριβώς ήθελα να είμαι. Το γλέντι ενός άντρα που, είτε πατάει στη γη είτε στη χαράδρα είτε στον αέρα, θα με κοιτά και θα γιορτάζει» (σελ. 42).
Και εδώ μία από τις ελάχιστες συναισθηματικές εξάρσεις που αφορούν την πατρίδα μας: «Αυτή είναι η Ελλάδα. Με το ένα μάτι περιμένει τον σύμμαχο και με το άλλο τον εχθρό. Και αυτήν την ερημιά ανάμεσα στους δύο την περνάει για ζωή» (σελ. 66).
Η «Κυρά της Ρω» είναι ένα τρυφερό και σκληρό ταυτόχρονα κείμενο, που με αφορμή την προσωπικότητα αυτού του χαρακτήρα-ορόσημο βυθίζεται στον ψυχισμό της γυναίκας και της κλειστής ακριτικής νησιωτικής κοινωνίας για να ξεχωρίσει τις χαρές του έρωτα, την κόψη της Αντίστασης και την υποτακτικότητα του «αδύναμου» φύλου, αποφεύγοντας να τονίσει τυχόν εθνικοπατριωτικές υπερβολές ή να αφηγηθεί στερεότυπα μια απλή σχετικά ζωή. Ο κύριος Σκαραγκάς για άλλη μια φορά έγραψε ένα εκπληκτικό κείμενο με συναίσθημα, ιδέες και ιδανικά.
Πάνος Τουρλής
Το βιβλίο αποτελείται από 80 σελίδες ώριμες, μεστές, καίριες, καλογραμμένες, με κάθε παράγραφο να δημιουργεί μια ολόκληρη, αληθινή και λεπτομερέστατη σκηνή ενώ κάθε σελίδα ζωντανεύει μοναδικά τη γυναίκα, το ήθος της εποχής, τις συνθήκες ζωής του ακριτικού Καστελόριζου στις αρχές του 20ού αιώνα, τον τόπο και τη ρουτίνα τους. Ο συγγραφέας, που τον γνώρισα από τον «Ουρανό που ονειρεύτηκες», έχει ένα αξεπέραστο λυρικό και δυνατό στυλ, πλούσιο λεξιλόγιο και μια ανεπανάληπτη ενάργεια στη γραφή του. Έτσι κι εδώ, αντί να περιγράψει μια ζωή θα έλεγα μονότονη, αν εξαιρέσεις το πάθος και την αγάπη της Δέσποινας Αχλαδιώτη για τον Άνθρωπο, την Ειρήνη, την Πατρίδα, επέλεξε να φωτογραφίσει με ατμοσφαιρικό τρόπο στιγμιότυπα από τη ζωή της γυναίκας Δέσποινας και του συζύγου της, τη δυσκολία του βιοπορισμού, τον ηρωισμό στις δύσκολες στιγμές της πατρίδας τη δεκαετία του 1940 και να χαρίσει στο αναγνωστικό κοινό μια καρδιά που πάλλεται ακόμη, τόσα χρόνια μετά τον θάνατό της, από ζωή, ιδεαλισμό και οικουμενισμό.
Παράγραφοι που μου έφεραν δάκρυα στα μάτια, που με πείσμωσαν, που δεν ήθελα να τελειώσουν γιατί ήξερα πως θα άρχιζα αυτό το βιβλίο ξανά αμέσως μόλις το τελειώσω. Και το έκανα, για να ξεκουκίσω το ταλέντο του συγγραφέα, να καταλάβω τι με πρωτοκέρδισε, η γραφή ή οι εικόνες που δημιούργησε. Ένα συμπυκνωμένο κείμενο που θέλει να πει πράγματα και το κάνει, που θέλει να γεμίσει τον αναγνώστη συναίσθημα και ένταση και το πραγματοποιεί αφειδώς. Λέξεις, αράδες, ένα σύνολο ξομπλιασμένο με ρομαντισμό, ένταση, ρεαλισμό και αλήθειες, όλα σωστά υπολογισμένα και στο σωστό μέτρο. Ο συγγραφέας μέσα από το κείμενο καταγράφει τις δικές του σκέψεις για τον φόβο απέναντι στον Θεό, για τη θέση της γυναίκας σε μια κλειστή και ανδροκρατούμενη κοινωνία, για τον ρόλο που έπαιξε αυτή η ηρωίδα μπροστά στον κατακτητή και πολλά άλλα.
Η ζωή του νησιού δόθηκε μέσα σε μία και μόνη παράγραφο: «Αυτό ήταν το νησί μας, Αυτοί ήμασταν κι εμείς. Ευγενικοί κι επίμονοι. Σαν τις φωτογραφίες που βγάζαμε όλοι μαζί. Μία βγάζαμε στον γάμο σου και μία στην κηδεία σου… Και στη χαρά και στον πόνο, αγέλαστοι ήμασταν. Για να μη βλέπει ο άγιος τα μούτρα, αλλά τα κορμιά. Να μην ξεχωρίζει. Αγέλαστοι και πολλοί. Ένας έφευγε, δέκα έρχονταν. Να βλέπει ο άγιος το μπούγιο και να χάνει το μέτρημα» (σελ. 12).
Η θέση της γυναίκας και η τυφλή υπακοή της στον αφέντη που παντρεύτηκε ή την έφερε στον κόσμο ξεχείλισε από ένταση και διαχρονικότητα μέσα σε ελάχιστες λέξεις: «Αυτό ήταν οι γυναίκες. Το θέλημα κάποιου άλλου. Είτε αδελφό τον έλεγες είτε πατέρα είτε τον Θεό τον ίδιο, καλύτερα να έχει δίκιο αυτός παρά εσύ. Καλύτερα να ήσουν το προικοσύμφωνο ενός άντρα, παρά το όνειρο μιας γυναίκας. Όνειρα υπήρχαν για όλες μας. Προικοσύμφωνα όχι» (σελ. 32). Αυτήν την άποψη ο κύριος Σκαραγκάς την αντιδιαστέλλει με την τύχη της Κυράς της Ρω να ερωτευτεί και ν’ αγαπηθεί ταυτόχρονα από τον μέλλοντα σύζυγό της: «Εκείνο το βράδυ κατάλαβα ότι είχα έναν άντρα που, όσο με είχε, εκεί στη άκρη του κόσμου, θα με γλένταγε. Όσο με είχε και τον είχα, θα ήμουν η προσωπική του χαρά. Κι αυτό ακριβώς ήθελα να είμαι. Το γλέντι ενός άντρα που, είτε πατάει στη γη είτε στη χαράδρα είτε στον αέρα, θα με κοιτά και θα γιορτάζει» (σελ. 42).
Και εδώ μία από τις ελάχιστες συναισθηματικές εξάρσεις που αφορούν την πατρίδα μας: «Αυτή είναι η Ελλάδα. Με το ένα μάτι περιμένει τον σύμμαχο και με το άλλο τον εχθρό. Και αυτήν την ερημιά ανάμεσα στους δύο την περνάει για ζωή» (σελ. 66).
Η «Κυρά της Ρω» είναι ένα τρυφερό και σκληρό ταυτόχρονα κείμενο, που με αφορμή την προσωπικότητα αυτού του χαρακτήρα-ορόσημο βυθίζεται στον ψυχισμό της γυναίκας και της κλειστής ακριτικής νησιωτικής κοινωνίας για να ξεχωρίσει τις χαρές του έρωτα, την κόψη της Αντίστασης και την υποτακτικότητα του «αδύναμου» φύλου, αποφεύγοντας να τονίσει τυχόν εθνικοπατριωτικές υπερβολές ή να αφηγηθεί στερεότυπα μια απλή σχετικά ζωή. Ο κύριος Σκαραγκάς για άλλη μια φορά έγραψε ένα εκπληκτικό κείμενο με συναίσθημα, ιδέες και ιδανικά.
Πάνος Τουρλής