Οι γιοι της Γαλανής Κυράς, ο Ρήγας και ο Δαμιανός, εμφανίζονται ξαφνικά σε μια ταβέρνα της Σύρου ένα χειμωνιάτικο δειλινό του 1841. Κανείς δεν τους έχει ξαναδεί, κανείς δεν ξέρει κάτι γι’ αυτούς. Βρίσκουν δουλειά στη νεόδμητη κατοικία του άρχοντα Δομένικου Βονασέρα ως χτίστες και αυτή είναι η αρχή μιας ιστορίας και μιας αδιόρατης κατάρας που βαστά τρεις γενιές ώσπου να βρει τη λύση της και οι πρωταγωνιστές την ηρεμία τους.
Η ανωτέρω περίληψη δεν είναι τίποτα μπροστά στο ίδιο το μυθιστόρημα. Η κυρία Δήμητρα Ιωάννου αφήνει πίσω της ό,τι έχει δοκιμάσει ως τώρα και στρέφεται σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται γερά δομημένη, άρτια αποδεδομένη, στιβαρά γραμμένη. Τρεις γενιές ανθρώπων, άντρες και γυναίκες, συγγενείς και φίλοι, ξετυλίγουν κλωστή την κλωστή την ιστορία της οικογένεια Βονασέρα με καθόλου ρομαντικό τρόπο. Μαγγανείες, απύθμενο μίσος, παράνομες αγάπες, βιασμοί, μέχρι και μια σειρά φόνων που εκτυλίσσονται κατά την τρίτη γενιά, είναι συστατικά που με ανατρίχιασαν και μου έδειξαν από τη μια ότι το Κακό έχει μια διηνεκή συνέχεια ώσπου να βρεθεί η κατάλληλη τιμωρία του και από την άλλη ότι το Καλό μπορεί να παλέψει μαζί του κυρίως με τη μορφή της Αγάπης αλλά και διαφορετικά. Το να αφηγείσαι την ιστορία τριών γενεών δε σημαίνει αυτομάτως ότι θα κερδίσεις και την προσοχή του αναγνώστη. Οι επαναλήψεις, η ανία, η μονοτονία και οι παρεμφερείς θεματικοί άξονες σύντομα θα επιφέρουν την αδιαφορία του αναγνώστη. Όχι όμως όταν αυτό τον άθλο τον επιτυγχάνει μια συγγραφέας όπως η κυρία Ιωάννου.
Για άλλη μια φορά δεν μπορώ να επισημάνω και να αναπτύξω τις σκέψεις μου γύρω από συγκεκριμένες πτυχές της πλοκής ακριβώς για να μην αποκαλύψω εξελίξεις σημαντικές για τον νέο αναγνώστη. Σε πολύ γενικές γραμμές θα επισημάνω: την ανατριχίλα που ένωσα με τις κακές απογόνους που μας σύστηνε σταδιακά η συγγραφέας και τον βαθμό τρέλας και μανίας στις οποίες τις έφτανε για χάρη της αγάπης και του έρωτα, τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία που αποδόθηκε παραστατικότατα και αληθοφανώς, χωρίς ακρότητες ή παραλογισμούς, την αγάπη που περιγράφηκε σε τόσες πολλές μορφές και με τόσους διαφορετικούς τρόπους από την αρχή ως το τέλος, τη γνησιότητα της ντοπιολαλιάς που με ταξίδεψε στην εποχή και τον τόπο και την αγάπησα πάρα πολύ (αυτό δείχνει πως η κυρία Ιωάννου όχι μόνο δεν άφησε τίποτα στην τύχη αλλά αντιθέτως το μελέτησε επισταμένως, το ανασύστησε λέξη τη λέξη και το παρέδωσε με την ικανή της πένα στο κοινό της), τη σειρά των φόνων που άρχισαν να ξετυλίγονται στο τρίτο μέρος και τα βήματα που ακολούθησαν οι επίγονοι της ιστορίας για να ανακαλύψουν το μυστικό της οικογένειας Βονασέρα, ένα μυστικό που κυριολεκτικά με μάγεψε.
Θα σταθώ και πάλι στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται, γιατί είναι κάτι που αγαπώ να διαβάζω σε ένα μυθιστόρημα, αν και τους περισσότερους αναγνώστες ίσως τους κουράσει ή να μην το επιθυμούν σε τέτοιο βαθμό. Οι λέξεις, οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές βρίθουν σε όλο το βιβλίο και είναι όλες τοποθετημένες εκεί που πρέπει, αποδίδοντας στον μέγιστο βαθμό τον ρόλο που κλήθηκαν να υπηρετήσουν εκείνη τη στιγμή. Από την άλλη, οι ίδιες οι εκφράσεις και οι λέξεις είναι τόσο μαγικές: «λαζαρέτο μου το κάνατε δω μέσα» (Ανάστα ο Κύριος, δηλαδή), «το σπίτι είναι οι τρεις ολολυγμοί» (ακατάστατο), «καλώς τα μάτια μου», «να μη σας αποστρέψω» (να μη σας προσβάλω) και πολλά άλλα. Και στην «Αννέτα», προηγούμενο βιβλίο της συγγραφέως, είχαμε πλούσιο και μελετημένο λεξιλόγιο, εδώ όμως με εντυπωσίασε ακόμη περισσότερο.
Κλείνοντας, δε γίνεται να μην αναφερθώ ξεχωριστά στο στυλ και στη γραφή της κυρίας Ιωάννου, η οποία εδώ έχει ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Εκτός του ότι διάλεξε να γράψει για ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό θέμα, μια ιστορία που θυμίζει αμυδρά κατά τόπους «Νησί των θησαυρών» και «Το όνομα του ρόδου», έδωσε τον καλύτερό της εαυτό στο γράψιμο: μεταφορές και παρομοιώσεις λυρικότατες, εκατομμύρια εικόνες που ξεπηδούν σχεδόν σε κάθε παράγραφο, αληθοφάνεια στο κάθε τι, από τις λέξεις ως τις κινήσεις των ηρώων, μελετημένες περιγραφές του νησιού της Σύρου στα μέσα του 19ου αιώνα, ένα εκρηκτικό μείγμα που θα αφήσει ικανοποιημένο κάθε αναγνώστη ακριβώς γιατί έχει τα πάντα: έρωτα, περιπέτεια, μυστήριο, ανθρώπινα πάθη που επιφέρουν ανεξέλεγκτες συνέπειες και πολλά άλλα. Δε θα ξεχάσω εύκολα τις περιγραφές της θάλασσας που προσομοιάζει με ατίθαση γυναίκα, με μαλλιά ξέπλεκα που τα περιπαίζει ο άνεμος (πόσες διαφορετικές περιγραφές για αυτήν την πλανεύτρα!) ούτε τις περιγραφές των εποχών και των μετεωρολογικών φαινομένων. Απολαύστε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ο πρώτος γιος του καλοκαιριού, ο προκομμένος Ιούνης, μόλις είχε αριβάρει στο νησί και χύθηκε πανέτοιμος να τελειώσει τις δουλειές στα κτήματα. Χαιρέτησε τους φίλους του, τους γεωργούς, που τον υποδέχτηκαν ενθουσιασμένοι. Είχαν κοπιάσει ολοχρονίς και τώρα περίμεναν με λαχτάρα τον ερχομό του. Πρώτο του μέλημα ήταν να ξεχυθεί στα στάχυα κι εκείνοι τα θέρισαν και τα θημώνιασαν χωρίς καθυστέρηση. Όμως δε σταμάτησε εκεί! Εργατικός κι αεικίνητος, γλύκανε τα κεράσια, όρνιασε τα σύκα, άνθισε τα λουλούδια, φούσκωσε τους καρπούς και με το μαγικό ραβδί του μετέτρεψε τον ανθό της ελιάς στο ευλογημένο χρυσοπράσινο θαύμα της ελληνικής γης. Κατόπιν, αποκαμωμένος, πήγε να ξεπλυθεί στη θάλασσα. Εκεί γλυκοχαιρετήθηκε με τον αστραφτερό άρχοντα του ουρανού και μαζί χάρισαν τα δώρα τους στη Γαλανή Κυρά. Έχυσαν στα νερά της διάφανα κρύσταλλα και πολύτιμα πετράδια κι εκείνη τα στολίστηκε κοκέτικα κι έπιασε χαρούμενη το δροσερό σιγομουρμούρισμά της» (σελ. 172).
«Παρ’ ό,τι είχε μπει για τα καλά ο Οκτώβρης, το άταχτο καλοκαιράκι έκλεβε μέρες από το φθινόπωρο κι εκείνο θυμωμένο έτρεξε να κάνει τα παράπονά του στον Άι-Δημήτρη. Σοφός και μεγαλόθυμος εκείνος, τους έλυσε τη διαφορά. Μέχρι τη χάρη του το καλοκαίρι θα σκόρπιζε τα χαμόγελα και τη θερμή χλιάδα του στους ανθρώπους του νησιού και μετά θα έφευγε να ζεστοκοπήσει άλλα μέρη κι άλλες ψυχές» (σελ. 191).
Η κυρία Δήμητρα Ιωάννου είναι σαν την έφηβη δεσποσύνη που την καλούν στην πρώτη της βεγγέρα: στην αρχή, με δισταγμό και σκυμμένο κεφάλι, γνωρίζει τους συνδαιτυμόνες και εξοικειώνεται με τον χώρο, ώστε μετά, με περίσσιο θάρρος (και θράσος) να χορέψει την πρώτη της «πολωνέζα» με τέτοια δεξιοτεχνία και μαεστρία που αφήνει άλαλους τους παρευρισκόμενους. Έτσι κι εκείνη, ξεκίνησε να γράφει καλογραμμένα μυθιστορήματα, ατμοσφαιρικά και μελετημένα εις βάθος, όμως εδώ ξεπέρασε κάθε (μου) προσδοκία! Οι «Γιοι της Γαλανής Κυράς» είναι από τα καλύτερα βιβλία της συγγραφέως και με ταξίδεψε σωστά σε τόπους και εποχές περασμένα αλλά όχι λησμονημένα όσο υπάρχουν τέτοιοι θεματοφύλακες!
Πάνος Τουρλής
Η ανωτέρω περίληψη δεν είναι τίποτα μπροστά στο ίδιο το μυθιστόρημα. Η κυρία Δήμητρα Ιωάννου αφήνει πίσω της ό,τι έχει δοκιμάσει ως τώρα και στρέφεται σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται γερά δομημένη, άρτια αποδεδομένη, στιβαρά γραμμένη. Τρεις γενιές ανθρώπων, άντρες και γυναίκες, συγγενείς και φίλοι, ξετυλίγουν κλωστή την κλωστή την ιστορία της οικογένεια Βονασέρα με καθόλου ρομαντικό τρόπο. Μαγγανείες, απύθμενο μίσος, παράνομες αγάπες, βιασμοί, μέχρι και μια σειρά φόνων που εκτυλίσσονται κατά την τρίτη γενιά, είναι συστατικά που με ανατρίχιασαν και μου έδειξαν από τη μια ότι το Κακό έχει μια διηνεκή συνέχεια ώσπου να βρεθεί η κατάλληλη τιμωρία του και από την άλλη ότι το Καλό μπορεί να παλέψει μαζί του κυρίως με τη μορφή της Αγάπης αλλά και διαφορετικά. Το να αφηγείσαι την ιστορία τριών γενεών δε σημαίνει αυτομάτως ότι θα κερδίσεις και την προσοχή του αναγνώστη. Οι επαναλήψεις, η ανία, η μονοτονία και οι παρεμφερείς θεματικοί άξονες σύντομα θα επιφέρουν την αδιαφορία του αναγνώστη. Όχι όμως όταν αυτό τον άθλο τον επιτυγχάνει μια συγγραφέας όπως η κυρία Ιωάννου.
Για άλλη μια φορά δεν μπορώ να επισημάνω και να αναπτύξω τις σκέψεις μου γύρω από συγκεκριμένες πτυχές της πλοκής ακριβώς για να μην αποκαλύψω εξελίξεις σημαντικές για τον νέο αναγνώστη. Σε πολύ γενικές γραμμές θα επισημάνω: την ανατριχίλα που ένωσα με τις κακές απογόνους που μας σύστηνε σταδιακά η συγγραφέας και τον βαθμό τρέλας και μανίας στις οποίες τις έφτανε για χάρη της αγάπης και του έρωτα, τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία που αποδόθηκε παραστατικότατα και αληθοφανώς, χωρίς ακρότητες ή παραλογισμούς, την αγάπη που περιγράφηκε σε τόσες πολλές μορφές και με τόσους διαφορετικούς τρόπους από την αρχή ως το τέλος, τη γνησιότητα της ντοπιολαλιάς που με ταξίδεψε στην εποχή και τον τόπο και την αγάπησα πάρα πολύ (αυτό δείχνει πως η κυρία Ιωάννου όχι μόνο δεν άφησε τίποτα στην τύχη αλλά αντιθέτως το μελέτησε επισταμένως, το ανασύστησε λέξη τη λέξη και το παρέδωσε με την ικανή της πένα στο κοινό της), τη σειρά των φόνων που άρχισαν να ξετυλίγονται στο τρίτο μέρος και τα βήματα που ακολούθησαν οι επίγονοι της ιστορίας για να ανακαλύψουν το μυστικό της οικογένειας Βονασέρα, ένα μυστικό που κυριολεκτικά με μάγεψε.
Θα σταθώ και πάλι στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται, γιατί είναι κάτι που αγαπώ να διαβάζω σε ένα μυθιστόρημα, αν και τους περισσότερους αναγνώστες ίσως τους κουράσει ή να μην το επιθυμούν σε τέτοιο βαθμό. Οι λέξεις, οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές βρίθουν σε όλο το βιβλίο και είναι όλες τοποθετημένες εκεί που πρέπει, αποδίδοντας στον μέγιστο βαθμό τον ρόλο που κλήθηκαν να υπηρετήσουν εκείνη τη στιγμή. Από την άλλη, οι ίδιες οι εκφράσεις και οι λέξεις είναι τόσο μαγικές: «λαζαρέτο μου το κάνατε δω μέσα» (Ανάστα ο Κύριος, δηλαδή), «το σπίτι είναι οι τρεις ολολυγμοί» (ακατάστατο), «καλώς τα μάτια μου», «να μη σας αποστρέψω» (να μη σας προσβάλω) και πολλά άλλα. Και στην «Αννέτα», προηγούμενο βιβλίο της συγγραφέως, είχαμε πλούσιο και μελετημένο λεξιλόγιο, εδώ όμως με εντυπωσίασε ακόμη περισσότερο.
Κλείνοντας, δε γίνεται να μην αναφερθώ ξεχωριστά στο στυλ και στη γραφή της κυρίας Ιωάννου, η οποία εδώ έχει ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Εκτός του ότι διάλεξε να γράψει για ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό θέμα, μια ιστορία που θυμίζει αμυδρά κατά τόπους «Νησί των θησαυρών» και «Το όνομα του ρόδου», έδωσε τον καλύτερό της εαυτό στο γράψιμο: μεταφορές και παρομοιώσεις λυρικότατες, εκατομμύρια εικόνες που ξεπηδούν σχεδόν σε κάθε παράγραφο, αληθοφάνεια στο κάθε τι, από τις λέξεις ως τις κινήσεις των ηρώων, μελετημένες περιγραφές του νησιού της Σύρου στα μέσα του 19ου αιώνα, ένα εκρηκτικό μείγμα που θα αφήσει ικανοποιημένο κάθε αναγνώστη ακριβώς γιατί έχει τα πάντα: έρωτα, περιπέτεια, μυστήριο, ανθρώπινα πάθη που επιφέρουν ανεξέλεγκτες συνέπειες και πολλά άλλα. Δε θα ξεχάσω εύκολα τις περιγραφές της θάλασσας που προσομοιάζει με ατίθαση γυναίκα, με μαλλιά ξέπλεκα που τα περιπαίζει ο άνεμος (πόσες διαφορετικές περιγραφές για αυτήν την πλανεύτρα!) ούτε τις περιγραφές των εποχών και των μετεωρολογικών φαινομένων. Απολαύστε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ο πρώτος γιος του καλοκαιριού, ο προκομμένος Ιούνης, μόλις είχε αριβάρει στο νησί και χύθηκε πανέτοιμος να τελειώσει τις δουλειές στα κτήματα. Χαιρέτησε τους φίλους του, τους γεωργούς, που τον υποδέχτηκαν ενθουσιασμένοι. Είχαν κοπιάσει ολοχρονίς και τώρα περίμεναν με λαχτάρα τον ερχομό του. Πρώτο του μέλημα ήταν να ξεχυθεί στα στάχυα κι εκείνοι τα θέρισαν και τα θημώνιασαν χωρίς καθυστέρηση. Όμως δε σταμάτησε εκεί! Εργατικός κι αεικίνητος, γλύκανε τα κεράσια, όρνιασε τα σύκα, άνθισε τα λουλούδια, φούσκωσε τους καρπούς και με το μαγικό ραβδί του μετέτρεψε τον ανθό της ελιάς στο ευλογημένο χρυσοπράσινο θαύμα της ελληνικής γης. Κατόπιν, αποκαμωμένος, πήγε να ξεπλυθεί στη θάλασσα. Εκεί γλυκοχαιρετήθηκε με τον αστραφτερό άρχοντα του ουρανού και μαζί χάρισαν τα δώρα τους στη Γαλανή Κυρά. Έχυσαν στα νερά της διάφανα κρύσταλλα και πολύτιμα πετράδια κι εκείνη τα στολίστηκε κοκέτικα κι έπιασε χαρούμενη το δροσερό σιγομουρμούρισμά της» (σελ. 172).
«Παρ’ ό,τι είχε μπει για τα καλά ο Οκτώβρης, το άταχτο καλοκαιράκι έκλεβε μέρες από το φθινόπωρο κι εκείνο θυμωμένο έτρεξε να κάνει τα παράπονά του στον Άι-Δημήτρη. Σοφός και μεγαλόθυμος εκείνος, τους έλυσε τη διαφορά. Μέχρι τη χάρη του το καλοκαίρι θα σκόρπιζε τα χαμόγελα και τη θερμή χλιάδα του στους ανθρώπους του νησιού και μετά θα έφευγε να ζεστοκοπήσει άλλα μέρη κι άλλες ψυχές» (σελ. 191).
Η κυρία Δήμητρα Ιωάννου είναι σαν την έφηβη δεσποσύνη που την καλούν στην πρώτη της βεγγέρα: στην αρχή, με δισταγμό και σκυμμένο κεφάλι, γνωρίζει τους συνδαιτυμόνες και εξοικειώνεται με τον χώρο, ώστε μετά, με περίσσιο θάρρος (και θράσος) να χορέψει την πρώτη της «πολωνέζα» με τέτοια δεξιοτεχνία και μαεστρία που αφήνει άλαλους τους παρευρισκόμενους. Έτσι κι εκείνη, ξεκίνησε να γράφει καλογραμμένα μυθιστορήματα, ατμοσφαιρικά και μελετημένα εις βάθος, όμως εδώ ξεπέρασε κάθε (μου) προσδοκία! Οι «Γιοι της Γαλανής Κυράς» είναι από τα καλύτερα βιβλία της συγγραφέως και με ταξίδεψε σωστά σε τόπους και εποχές περασμένα αλλά όχι λησμονημένα όσο υπάρχουν τέτοιοι θεματοφύλακες!
Πάνος Τουρλής