Αγαπητοί μου νόμπιλι, τσιβίλι και ποβολάνοι, αυτό το λίμπρο είναι τεζόρο για την ελληνική λογοτεχνία και μια λαμπερή βεργέτα στο αυτί των εκδόσεων Ψυχογιός, οπότε σας παρακαλώ να το διαβάσετε σούμπιτο! Ένα μυθιστόρημα που διάβαζεται αμέσως σα ζεστή φρυττούρα και μοσχομυρίζει το μέλι του παστελιού και το αμύγδαλο του μαντολάτου. Ένα κείμενο που δεν είναι σε κανένα σημείο αβδελλιασμένο, αντίθετα γλυκοπιπιρίζει με την ατμόσφαιρα του Ξενόπουλου και με το λεξιλόγιο του Σολωμού. Να φανταστείτε έπαιρνα μονάχος τις ρολάδες μου καθ? οδόν για τη δουλειά από αγωνία να το τελειώσω κι όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα έμεινα να κεφαλαργώ τι να γράψω για αυτό το υπέροχο κείμενο και πώς να προτρέψω τους αναγνώστες να το πάρουν στα χέρια τους.
Η συγγραφέας ξετυλίγει δύο ιστορίες: μία στη Ζάκυνθο τον 17ο αιώνα, την εποχή της Ενετοκρατίας, και μία στο σήμερα. Τον 17ο αιώνα έχουμε τον έρωτα της Αννέτας και του Μέλιου, τον 21ο αιώνα έχουμε τον έρωτα της Άννας και του Μενέλαου. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, υπάρχουν εμπόδια, ανατροπές, εξελίξεις, σκευωρίες, οτιδήποτε χρειάζεται ένα καλογραμμένο βιβλίο για να γυρίζει με αγωνία ο αναγνώστης τις σελίδες του.
Η Αννέτα παντρεύεται τον Κόντε Τεμπέστα, έναν κακό άνθρωπο και ισχυρό παράγοντα της Ζακύνθου, έναν άντρα που δεν αγαπάει αλλά την εκβίασε να του δοθεί ώστε να μην πετάξει την οικογένειά της στον δρόμο. Η γνωριμία με τον Μέλιο ανατρέπει την πορεία της ζωής της, το μυστικό της πραγματικής καταγωγής της κινδινεύει να αποκαλυφθεί και μέσα σε όλα αυτά κάποιος αρχίζει να δολοφονεί ανυποψίαστες γυναίκες. Ποια είναι πραγματικά η Αννέτα; Τι συνέβη στο παρελθόν της; Είναι γνήσιο παιδί του κόντε Οριφέρι; Ως πού μπορεί να φτάσει η δίψα για εκδίκηση της αδελφής της, Λουίζας, που νιώθει συγκριτικά υποδεέστερη της Αννίτας και παραμελημένη; Πώς θα σώσει ο Μέλιος την αγαπημένη του από τα νύχια του Τεμπέστα; Ποιος διαπράττει τις δολοφονίες και γιατί;
Η Άννα παντρεύεται τον πάμπλουτο Ανάργυρο Σοφιανό, βασικό μέτοχο ενός υπερσύγχρονου νοσοκομείου και μεγαλογιατρό, αναγκασμένη να υποκύψει στις ορέξεις του για να ξεπληρώσει την εγχείρηση που έκανε η μητέρα της. Η γνωριμία της με τον Μενέλαο της ξυπνά όλη την αυθεντικότητα και την αθωότητα της αληθινής αγάπης και ταυτόχρονα αρχίζει να μαθαίνει μυστικά που μπορούν να τινάξουν την καριέρα του άντρα της στον αέρα. Γιατί άνθρωποι υγιέστατοι μπήκαν στο χειρουργείο της κλινικής «Μαίανδρος»; Πόσο καλά είναι στημένο το κύκλωμα παραάνομης εμπορίας οργάνων που δρα παρασκηνιακά στο έμπλεο κύρους νοσοκομείο; Τι γνωρίζει ο Σοφιανός; Πώς θα αντιδράσει η Αννέτα όταν καταλάβει ότι ο επόμενος στόχος είναι η ίδια; Θα τη σώσει ο Μενέλαος από αυτήν την κόλαση που ζει;
Το μυθιστόρημα μου άρεσε πάρα πολύ, ιδιαίτερα η ιστορία του παρελθόντος. Ήταν τόσο ατμοσφαιρική και ζωντανή, γεμάτη ντοπιολαλιά, παροιμίες, εκφράσεις, ήθη και έθιμα της εποχής και του τόπου που καταδεικνύουν βαθιά μελέτη της κυρίας Ιωάννου γύρω από το αντικείμενό της. Κάθε λέξη και μια δαντέλα στο υφαντό της ιστορίας, πλεγμένη με το λεπτοκαμωμένο βελονάκι της λογοτεχνικής της δεινότητας. Δε χόρταινα να το διαβάζω ξανά και ξανά και να πιπιλάω στο μυαλό μου τις εκφράσεις και τις λέξεις. Ποίηση! Τυχαία παραδείγματα: «...φόρτωσε τις σπουδές του στις πλάτες των κοκόρων», «...δεν ήταν καμιά χτεσινή, ήταν γυναίκα της παραθύρας», «...είχε στα λόγια της γλυκό και στην καρδιά φαρμάκι», «Δε θα τον σκότωνε ο πόνος, απλώς θα του γινόταν αδερφός. Θα κολλούσε πάνω του πεισματικά...» κ. ά. Όλα λεπτοκαμωμένες πινελιές που απαρτίζουν έναν πίνακα ολόλαμπρης ομορφιάς και τεχνικής. Ταξίδευα μακριά από το σήμερα, με τις φωνές, τη φασαρία, τη ρηχότητα της χρήσης του ελληνικού λεξιλογίου στην καθημερινή μας ζωή και περπάταγα στα παρτέρια του αρχοντικού των Οριφεραίων και του Τεμπέστα, στα καντούνια του Τζάντε, μύριζα τα φαγητά στα μαγερειά, ένιωθα την αδικία κάποιων εξελίξεων!
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα είναι ένα θλιβερό τραγούδι, το τραγούδι της Αννέτας, που είχε συνθέσει ο Μέλιος, ερωτευμένος από την κορπορατούρα της αγαπημένης του. Αυτό το τραγούδι εμπνεύστηκε και ο Μενέλαος του σήμερα, όταν έψαχνε με αγωνία τη γυναίκα που αγάπησε όσο καμιία άλλη. Όπως καταλάβατε, τα πρόσωπα δεν έιναι άσχετα μεταξύ τους αλλά μετενσαρκώσεις και η ιστορία που κινείται σε δύο επίπεδα πάνω κάτω στα ίδια σημεία οι ήρωες ζουν τις ίδιες καταστάσεις. Πουθενά όμως δε βαριέθηκα, ούτε δυσανασχέτησα. Η εξέλιξη της πλοκής και η εξύφανση του εκάστοτε ιστού είναι μοναδικές και δεν επαναλμβάνονται άκομψα ή άχαρα, εντάσσονται αρμονικά στην εξέλιξη της πλοκής και δημιουργούν ένα γερά χτισμένο κείμενο. Ίσως φανεί υπερβολικό σε κάποιους αλλά η συγγραφέας το χειρίζεται άψογα: κάποια στιγμή η Άννα αρχίζει να βλέπει στα όνειρά της την Αννέτα και καταφέρνει να βρει μια λύση χάρη στις υποδείξεις της!
Τέλος πάντων, εγώ ένας απλός μεσατζιέρος είμαι, οπότε σας αφήνω να απολαύσετε το λίμπρο μόνοι σας! Καλά πρέτσια λοιπόν στο νέο βιβλίο της αγαπημένης μας αμυγδαλογέλαστης συγγραφέως (μια σκέτη λόντρα για όσους τη γνώρισαν), να τζογολάρει σε πολλά χέρια αναγνωστών κι αν δεν σας αρέσει εγώ θα φάω τα θέμελα!
Νόμπιλι = ευγενείς
Τσιβίλι και ποβολάνοι = αστοί
Λίμπρο = βιβλίο
Τεζόρο = θησαυρός
Βεργέτα = κρίκος σκουλαρίκι
Σούμπιτο = αμέσως
Αβδελλιασμένο = αδύναμο
Γλυκοπιπιρίζω = φλερτάρω
Πήρα μονάχος τις ρολάδες = παραπατούσα
Κεφαλαργώ = συλλογίζομαι
Κορπορατούρα = κορμοστασιά
Μεσατζιέρος = αγγελιαφόρος
Καλά πρέτσια = καλές πωλήσεις
Λόντρα = όμορφη γυναίκα
Τζογολάρω = κυκλοφορώ
Θέμελα = θεμέλια
Πάνος Τουρλής
Η συγγραφέας ξετυλίγει δύο ιστορίες: μία στη Ζάκυνθο τον 17ο αιώνα, την εποχή της Ενετοκρατίας, και μία στο σήμερα. Τον 17ο αιώνα έχουμε τον έρωτα της Αννέτας και του Μέλιου, τον 21ο αιώνα έχουμε τον έρωτα της Άννας και του Μενέλαου. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, υπάρχουν εμπόδια, ανατροπές, εξελίξεις, σκευωρίες, οτιδήποτε χρειάζεται ένα καλογραμμένο βιβλίο για να γυρίζει με αγωνία ο αναγνώστης τις σελίδες του.
Η Αννέτα παντρεύεται τον Κόντε Τεμπέστα, έναν κακό άνθρωπο και ισχυρό παράγοντα της Ζακύνθου, έναν άντρα που δεν αγαπάει αλλά την εκβίασε να του δοθεί ώστε να μην πετάξει την οικογένειά της στον δρόμο. Η γνωριμία με τον Μέλιο ανατρέπει την πορεία της ζωής της, το μυστικό της πραγματικής καταγωγής της κινδινεύει να αποκαλυφθεί και μέσα σε όλα αυτά κάποιος αρχίζει να δολοφονεί ανυποψίαστες γυναίκες. Ποια είναι πραγματικά η Αννέτα; Τι συνέβη στο παρελθόν της; Είναι γνήσιο παιδί του κόντε Οριφέρι; Ως πού μπορεί να φτάσει η δίψα για εκδίκηση της αδελφής της, Λουίζας, που νιώθει συγκριτικά υποδεέστερη της Αννίτας και παραμελημένη; Πώς θα σώσει ο Μέλιος την αγαπημένη του από τα νύχια του Τεμπέστα; Ποιος διαπράττει τις δολοφονίες και γιατί;
Η Άννα παντρεύεται τον πάμπλουτο Ανάργυρο Σοφιανό, βασικό μέτοχο ενός υπερσύγχρονου νοσοκομείου και μεγαλογιατρό, αναγκασμένη να υποκύψει στις ορέξεις του για να ξεπληρώσει την εγχείρηση που έκανε η μητέρα της. Η γνωριμία της με τον Μενέλαο της ξυπνά όλη την αυθεντικότητα και την αθωότητα της αληθινής αγάπης και ταυτόχρονα αρχίζει να μαθαίνει μυστικά που μπορούν να τινάξουν την καριέρα του άντρα της στον αέρα. Γιατί άνθρωποι υγιέστατοι μπήκαν στο χειρουργείο της κλινικής «Μαίανδρος»; Πόσο καλά είναι στημένο το κύκλωμα παραάνομης εμπορίας οργάνων που δρα παρασκηνιακά στο έμπλεο κύρους νοσοκομείο; Τι γνωρίζει ο Σοφιανός; Πώς θα αντιδράσει η Αννέτα όταν καταλάβει ότι ο επόμενος στόχος είναι η ίδια; Θα τη σώσει ο Μενέλαος από αυτήν την κόλαση που ζει;
Το μυθιστόρημα μου άρεσε πάρα πολύ, ιδιαίτερα η ιστορία του παρελθόντος. Ήταν τόσο ατμοσφαιρική και ζωντανή, γεμάτη ντοπιολαλιά, παροιμίες, εκφράσεις, ήθη και έθιμα της εποχής και του τόπου που καταδεικνύουν βαθιά μελέτη της κυρίας Ιωάννου γύρω από το αντικείμενό της. Κάθε λέξη και μια δαντέλα στο υφαντό της ιστορίας, πλεγμένη με το λεπτοκαμωμένο βελονάκι της λογοτεχνικής της δεινότητας. Δε χόρταινα να το διαβάζω ξανά και ξανά και να πιπιλάω στο μυαλό μου τις εκφράσεις και τις λέξεις. Ποίηση! Τυχαία παραδείγματα: «...φόρτωσε τις σπουδές του στις πλάτες των κοκόρων», «...δεν ήταν καμιά χτεσινή, ήταν γυναίκα της παραθύρας», «...είχε στα λόγια της γλυκό και στην καρδιά φαρμάκι», «Δε θα τον σκότωνε ο πόνος, απλώς θα του γινόταν αδερφός. Θα κολλούσε πάνω του πεισματικά...» κ. ά. Όλα λεπτοκαμωμένες πινελιές που απαρτίζουν έναν πίνακα ολόλαμπρης ομορφιάς και τεχνικής. Ταξίδευα μακριά από το σήμερα, με τις φωνές, τη φασαρία, τη ρηχότητα της χρήσης του ελληνικού λεξιλογίου στην καθημερινή μας ζωή και περπάταγα στα παρτέρια του αρχοντικού των Οριφεραίων και του Τεμπέστα, στα καντούνια του Τζάντε, μύριζα τα φαγητά στα μαγερειά, ένιωθα την αδικία κάποιων εξελίξεων!
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα είναι ένα θλιβερό τραγούδι, το τραγούδι της Αννέτας, που είχε συνθέσει ο Μέλιος, ερωτευμένος από την κορπορατούρα της αγαπημένης του. Αυτό το τραγούδι εμπνεύστηκε και ο Μενέλαος του σήμερα, όταν έψαχνε με αγωνία τη γυναίκα που αγάπησε όσο καμιία άλλη. Όπως καταλάβατε, τα πρόσωπα δεν έιναι άσχετα μεταξύ τους αλλά μετενσαρκώσεις και η ιστορία που κινείται σε δύο επίπεδα πάνω κάτω στα ίδια σημεία οι ήρωες ζουν τις ίδιες καταστάσεις. Πουθενά όμως δε βαριέθηκα, ούτε δυσανασχέτησα. Η εξέλιξη της πλοκής και η εξύφανση του εκάστοτε ιστού είναι μοναδικές και δεν επαναλμβάνονται άκομψα ή άχαρα, εντάσσονται αρμονικά στην εξέλιξη της πλοκής και δημιουργούν ένα γερά χτισμένο κείμενο. Ίσως φανεί υπερβολικό σε κάποιους αλλά η συγγραφέας το χειρίζεται άψογα: κάποια στιγμή η Άννα αρχίζει να βλέπει στα όνειρά της την Αννέτα και καταφέρνει να βρει μια λύση χάρη στις υποδείξεις της!
Τέλος πάντων, εγώ ένας απλός μεσατζιέρος είμαι, οπότε σας αφήνω να απολαύσετε το λίμπρο μόνοι σας! Καλά πρέτσια λοιπόν στο νέο βιβλίο της αγαπημένης μας αμυγδαλογέλαστης συγγραφέως (μια σκέτη λόντρα για όσους τη γνώρισαν), να τζογολάρει σε πολλά χέρια αναγνωστών κι αν δεν σας αρέσει εγώ θα φάω τα θέμελα!
Νόμπιλι = ευγενείς
Τσιβίλι και ποβολάνοι = αστοί
Λίμπρο = βιβλίο
Τεζόρο = θησαυρός
Βεργέτα = κρίκος σκουλαρίκι
Σούμπιτο = αμέσως
Αβδελλιασμένο = αδύναμο
Γλυκοπιπιρίζω = φλερτάρω
Πήρα μονάχος τις ρολάδες = παραπατούσα
Κεφαλαργώ = συλλογίζομαι
Κορπορατούρα = κορμοστασιά
Μεσατζιέρος = αγγελιαφόρος
Καλά πρέτσια = καλές πωλήσεις
Λόντρα = όμορφη γυναίκα
Τζογολάρω = κυκλοφορώ
Θέμελα = θεμέλια
Πάνος Τουρλής