Όταν ο χρόνος ψιθύρισε
Ένα μικρό παιδί ξεκινάει για το ταξίδι της ζωής του. Δεν έχει όνομα, φύλο, θρησκεία ούτε πατρίδα αλλά σκοπεύει να ζήσει και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Συναντήσεις, γνωριμίες και περιπέτειες θα χαράξουν το μονοπάτι στο οποίο θα βαδίσει, θα καταφέρει όμως να φτάσει στη μοναδική αλήθεια του κόσμου μας;
Η Ευθυμία Καλαϊτζίδου έγραψε μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή και άκρως ενδιαφέρουσα νουβέλα που ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική ροή αφήγησης και με κράτησε με θετικές εντυπώσεις ως το τέλος. Η ιστορία ξεκινάει μ’ ένα χέρι που μένει ακίνητο και μια μπουκιά που δεν κατεβαίνει, στη συνέχεια στρέφουμε τη ματιά μας στον μικρό ήρωα της ιστορίας μας που επιστρέφει στο σπίτι του αλλά σχεδόν αμέσως γυρνάμε στη σχολική του μέρα όπου κάτι περίεργο συμβαίνει. Αυτό το πρωτότυπο και εντελώς διαφορετικό ξετύλιγμα με γέμισε απορίες και αγωνία για τη συνέχεια όσο ξεδιπλώνονταν τα ελάχιστα προσωπικά στοιχεία που μας αφήνει η συγγραφέας να γνωρίσουμε: το παιδί μένει με τη μητέρα του, εργάτρια σε διάφορες βιοτεχνίες ρούχων και σε διαφορετικά πόστα και με τον πατέρα του, εργάτη σε καπνεργοστάσιο, που δουλεύει ήλιο με ήλιο και δε βλέπει ποτέ την οικογένειά του. Ντρέπεται να ζητήσει χαρτζιλίκι από τους γονείς του, οι οποίοι και ποτέ δεν του έχουν δώσει λόγω ένδειας και όχι αδιαφορίας κι αυτό θα είναι η αρχή μιας τρυφερής ιστορίας.
Η πλοκή κλιμακώνεται με αναπάντεχους τρόπους κι όσο γνωρίζουμε το παιδί τόσο αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο μυστηριώδης αφηγητής, αφού κατά τόπους ξεφεύγουν ρήματα σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Ο σουρεαλισμός στις εξελίξεις και ο πλούτος του λεξιλογίου απαρτίζουν την ψυχολογική οδύσσεια του παιδιού κι ενώ η πλοκή δείχνει να σταματάει κάπου, σε δεύτερο πλάνο βλέπουμε τον χαρακτήρα του μικρού πρωταγωνιστή να παλεύει να κατανοήσει κάτι που είδε και σταδιακά να προσπαθεί να κάνει κάτι γι’ αυτό, να το αλλάξει και μέσω αυτού αλλάζει και το ίδιο, μεταμορφώνεται, ωριμάζει, μεγαλώνει. Τον θλίβει αυτό που είδε αλλά τον κάνει χειρότερα η τυπική απάντηση της μητέρας του πάνω σ’ αυτό, εξ ου και πλέον αποφασίζει να ψάξει με τον δικό του τρόπο: «…γιατί σταμάτησε μόνο ο δικός του χρόνος και όχι αυτός της μητέρας του;», αναρωτιέται. Το παιδί κοιτάζει διερευνητικά και εξονυχιστικά τις εκφράσεις των προσώπων, τη στάση του σώματος, τον τόνο της φωνής, τον βηματισμό των ανθρώπων γύρω του. Με εντυπωσίασε που η αφήγηση κινείται μεταξύ της ρεαλιστικής καταγραφής και της υποκειμενικής ματιάς ενός μικρού παιδιού που δεν έχει την ωριμότητα και την εμπειρία να καταγράφει τα όσα γίνονται γύρω του όπως ένας ενήλικας, εξ ου και το περιστατικό που του άλλαξε ζωή παίρνει γιγάντιες διαστάσει στο μυαλουδάκι του και ίσως φανεί υπερβολικό στον αναγνώστη αλλά μιλάμε για ένα μικρό, άπειρο, αθώο πλάσμα: «…η έλλειψη οποιασδήποτε έκρηξης συναισθημάτων από πλευράς της [της μητέρας] την ώρα της αφύσικης απορρύθμιση του πλανήτη, την έθετε στην πρώτη γραμμή των αναξιόπιστων» (σελ. 44). Το λεξιλόγιο όμως έρχεται σε σύγκρουση με αυτό το αγνωσιακό πεδίο που προσπαθεί να κατακτήσει ο μικρός μας ήρωας αλλά ας μην ξεχνάμε πως δεν είναι αυτός ο αφηγητής αλλά ένας μυστηριώδης τρίτος. Έτσι λοιπόν αυτές οι αντιθέσεις, η δύναμη των λέξεων, η παραστατικότητα των σκηνών, η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι γνωρίσματα που αγάπησα και με κράτησαν ως το τέλος. Ο παππούς, οι γονείς, η δασκάλα, το μικρότερο αδερφάκι, οι συμμαθητές, όλοι περνάνε από έλεγχο για να κατανοήσει ο μικρός αφηγητής γιατί μόνο αυτός συγκινήθηκε από αυτό που είδε.
«Όταν ο χρόνος ψιθύρισε» στο αυτί του μικρού ήρωα της ιστορίας εκείνο ήταν έτοιμο να τον ακούσει, μόνο που με αυτόν τον τρόπο θα μπλέξει σε μια περιπέτεια αυτογνωσίας που θα το αλλάξει και θα το ωριμάσει. «Στον κόσμο των μεγάλων κυρίαρχο όργανο είναι το μυαλό, στον κόσμο των μικρών η καρδιά» (σελ. 95). Πώς και γιατί λοιπόν καταφέρνει να κινηθεί με επιτυχία ανάμεσά τους ο μικρός ήρωας της ιστορίας μας;
Πάνος Τουρλής