Προσοχή, SPOILERS:
Τον Ξανθούλη τον γνώρισα στα μικράτα μου. Μου άρεσαν οι περιγραφές και οι ιστορίες. Άλλωστε τι άλλο να μου άρεσαν τότε; Ξαναδιάβασα το Πεθαμένο λικέρ μετά από καιρό. Ρώτησα και μια φίλη μου. Τον Ξανθούλη τον χαρακτηρίζει η παράνοια. Στο συγκεκριμένο έργο δυο αδέρφια γνωρίζουν τον έρωτα μέσω της αδερφής τους και με τις αναμνήσεις ενός πεθαμένου λικέρ. Ταυτόχρονα προσπαθούν να αγαπήσουν τον καινούργιο τους πατερα ενώ το σπίτι πρέπει καποια στιγμή να δοθεί αντιπαροχή. Ξαναζωντάνεψε νοσταλγικά η Κυψέλη της δεκαετίας του 1950 (άλλη εμμονή του συγγραφέα κι αυτή, η αρχή της δεκαετίας του 1950). Οι δρόμοι, οι πλατείες, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η Δροσοπούλου και η Φωκίωνος. Και δύο αγόρια να αγωνίζονται να μην αποχωριστούν την αδελφή τους, την πρώτη και μόνη; γυναίκα που αγάπησαν. Απόψεις και σκέψεις της εποχής, τρισδιάστατοι ήρωες, μίση πάθη και λάθη κι ένα πεθαμένο λικέρ να ποτίζει τη ζωή τους. Πάντα αναρωτιόμουν πόσα από αυτά είναι πραγματικά γεγονότα για έναν συγγραφέα και πόσα καλύπτονται με την άδεια της μυθοπλασίας. Δεν μιλώ για το αφηγηματικό ύφος του που είναι μοναδικό και για τις λέξεις που βγαίνουν μέσα από το κείμενο και χορεύουν μπροστά σου. Και ο πίνακας του εξωφύλλου του βιβλίου να ξετυλίγει το νήμα της αφήγησης.
Πάνος Τουρλής