Επέστρεψα από τις διακοπές μου στη Λευκάδα και στην Αστυπάλαια έχοντας γεμίσει με άμμο και πετραδάκια τις σελίδες του βιβλίου «Το πείραμα της Αριάδνης», του Πλάτωνα Μαλλιάγκα, με το ζωντανό πορτοκαλί εξώφυλλο. Ήταν ταξίδι μέσα στο ταξίδι. Μου έκανε παρέα τις ατέλειωτες ώρες της απουσίας, της «θριαμβεύουσας αντρικής αυτάρκειας», εκδηλουμένης μέσω ψαροτούφεκου. Έθρεψε τη λεξιλαγνεία μου με κουβέντες όπως πυκνοφυής, περικαλλής, άοκνος, συν τω χρόνω, δύσπλοα. Δημιούργησε στη φαντασία μου όμορφες, ανέμελες εικόνες από συνευρέσεις του Κωστή με την Αριάδνη, συζητήσεις με τον παπά Ισίδωρο, εφηβικές βόλτες με το μηχάνημα ανύψωσης του συνεργείου ως άλλο λούνα πάρκ... Με διασκέδασε αφάνταστα με σκηνές πραγματικά αστείες, όπως αυτή του ερωτευμένου άνδρα στο μπουρδέλο που διαβάζει το ποίημα στην «καθαρίστρια», η εκείνη της αποκάλυψης του περιεχομένου μιας "ξεχωριστής" σούπας, ή της περιγραφής από έναν λαϊκό κουρέα της διπλής του ανακάλυψης, μιας λογοτεχνικής και μιας άλλης...
Κορυφαία θεώρησα επίσης όλη τη σκηνή της συζήτησης στη «λέσχη της αδολεσχίας» όπου οι ασχολούμενοι με την υπερσύγχρονη τεχνολογία των υπολογιστών εξέφραζαν τις πιο αναχρονιστικές απόψεις, με την εξαίρεση όμως του νεαρού χάκερ που είχε αντιληφθεί τη λατρεία της γυναίκας για την εικόνα της ως... αυτοσκοπό. Πραγματικά θεωρώ πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς -και μάλιστα με τόσο χιούμορ- μια τέτοια σκηνή, παρά μόνο αν την έχει παρακολουθήσει λεπτομερώς!
Διάβασα αλήθειες που μου μίλησαν:
«Οι άνθρωποι διαλέγουν τα ρούχα με βάση τον ρόλο που επιθυμούν να παίξουν στην παράσταση της καθημερινής ζωής...»
«όλοι οι άνθρωποι έχουν τις μικρές τους εξαρτήσεις...»
«η ηδονική αυτάρκεια του γυμνού ανθρώπου?»
«Οι μυρωδιές είναι άρματα. Τραβούν πίσω τους παράξενα φορτία μνήμης...»
«Ο Γεράσιμος, σαν ρεαλιστής που ήταν -δηλαδή αρκετά πληγωμένος από τη σκληρή όψη του κόσμου- ήξερε ότι οι άλλοι αρχίζουν να δίνουν σημασία σε αυτά που λες μόνο όταν διαπιστώσουν ότι ταυτίζονται με τα δικά τους ενδιαφέροντα...»
Κυρίως όμως με άγγιξαν οι πορείες των ίδιων των ηρώων, δοσμένες με αγάπη και τρυφερότητα αλλά και με ρεαλισμό και προπάντων αισιοδοξία: η Αριάδνη που δεν κατόρθωσε να πετάξει το κολιέ αλλά εξελίχθηκε, ο Μαγγανάς που επιτέλους άνοιξε το σπίτι του και την καρδιά του, η Φωτεινή που παρά το ότι επαναστάτησε δεν κατάφερε να ξεφύγει από την οικογενειακή παράδοση του πόνου, την οποία διαιώνισε, ο Καλκάνης που σε αντίθεση με το συμφοιτητή του άφησε τον έρωτα να τον αλλάξει, να τον ωριμάσει, αποδεικνύοντας τη στόφα του ως ανθρώπου, ο Ισίδωρος που δεν ήταν υπεράνθρωπος αλλά κλονιζόταν και ο ίδιος από την ανάγκη του για επαφή και για προσέγγιση, από την αντίδρασή του στο ωραίο, η Ναταλία, που μεριμνούσε μόνο για την εικόνα της και άφηνε ερμητικά κλειστή την ψυχή της ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό, στο τέλος άφησε τον μικρό να της κρατάει το χέρι στα δύσκολα, επιτυγχάνοντας έστω και για λίγο αυτό που ένιωσα ότι όλοι οι ήρωες επιζητούσαν, γνωρίζοντάς το ή όχι: την ανθρώπινη επικοινωνία.
Άννα Περδικάρη