Το Νησί και ο Πέρα Κόσμος
Ένας άντρας που ξενιτεύτηκε για να γλυτώσει τη φρίκη αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο του για μια ημερήσια επίσκεψη. Ξέρει πως τα πράγματα έχουν αλλάξει αλλά η οικονομική του ευμάρεια τον κάνει να νιώθει σίγουρος πως δε θα τον πειράξει κανείς. Σύντομα όμως διαπιστώνει πως τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ ό,τι περίμενε.
Η Νέλλη Σπαθάρη έγραψε μια ενδιαφέρουσα νουβέλα με κλιμακούμενη πλοκή και καλές ανατροπές που με κράτησε ως το τέλος. Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής της ιστορίας έφυγε μακριά από το Νησί πριν από τριάντα χρόνια και τώρα επιστρέφει γιατί έχει μεγαλώσει και νιώθει πως έχει χάσει τις μνήμες από τον τόπο των παιδικών του χρόνων. Άλλωστε «…χειρότερη από τον θάνατο ήταν η απώλεια της μνήμης».
Φοβάται ακόμη αλλά πλέον νιώθει πως η οικονομική δύναμη που απέκτησε θα τον κρατήσει στο απυρόβλητο. Παρ’ όλο που ήρθε για μια ημερήσια επίσκεψη, σύντομα διαπιστώνει πως παγιδεύτηκε σ’ έναν στρατοκρατούμενο δικτατορικό κόσμο. Η δράση εκτυλίσσεται σ’ έναν τόπο αποκομμένο, παρ’ όλο που τον χωρίζει μόνο ένα θαλάσσιο πέρασμα από τον Πέρα Κόσμο. Περίεργες απαγορεύσεις και αυστηρή πειθαρχία αντιδιαστέλλονται με τη γλυκύτητα του νόστου που ξεπηδάει όταν ο ήρωας της ιστορίας βρίσκει το μισογκρεμισμένο πατρικό του σπίτι. Θυμάται τις γιορτές, τα γλέντια, τις όμορφες στιγμές τους, σύντομα όμως η προσμονή αντικαθίσταται από συναισθηματικό κενό.
Η συγγραφέας ζωντανεύει έναν τόπο του οποίου τα επιμέρους χαρακτηριστικά είναι οικεία στους αναγνώστες. Άνδρες και γυναίκες φορούν τα ίδια ρούχα, δε χτίστηκαν στο ενδιάμεσο σύγχρονα σπίτια, δεν υπάρχει πουθενά άσπρο παρά μόνο χαρούμενα χρώματα κι αυτά ανάκατα κι αυθαίρετα. Δεκτά γίνονται μόνο τα νομίσματα της ξενιτιάς κι όχι του Πέρα Κόσμου, η δομή της κοινωνίας και οι σχέσεις μέσα σε αυτήν διαμορφώνονται από επανάληψη εντολών και χωρίς λογική ανάλυσή τους. Δεν επιτρέπεται να πάει κανείς στο νεκροταφείο ως επισκέπτης, δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί γυμνός (και οι άνθρωποι αυτοί ζουν σε νησί!) παρά μόνο με τη στολή του τόπου, πάνω στην οποία υπάρχουν σιρίτια με διαφορετικά γράμματα και το πιο παράξενο απ’ όλα είναι που απαγορεύεται με νόμο η θλίψη! Στα σχολεία δε διδάσκονται γεωγραφία και ιστορία αλλά οι γνώσεις που χρειάζονται για την επιβίωση και την αναπαραγωγή της κοινωνίας! Απαγορεύονται τα βιβλία και οι εφημερίδες, ό,τι δηλαδή εξασφαλίζει διάδοση της γνώσης, οι ειδήσεις, άρα δεν υπάρχουν πολιτισμός, επιστήμες, όνειρα, ο καθαυτός Πέρα Κόσμος κι επιπλέον οι κάτοικοι απλώς προσφωνούνται, με τα βαφτιστικά τους ονόματα να έχουν εξαφανιστεί. Πώς γίνεται κανείς μέλος της κοινότητας του Νησιού; Ποιος αποφασίζει τους κανόνες που διέπουν την καθημερινότητα των κατοίκων; Γιατί είναι άυλος; Κι από δουλειά, ελεύθερο χρόνο, μισθό, ασφάλιση; Ας το αφήσουμε αυτό, γιατί ανατρίχιασα με την εργασία που ανάγκασαν τον ήρωα να κάνει, με τις συνθήκες και το περιβάλλον, με το πρόγραμμα που ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει, την ανταμοιβή που του αντιστοιχούσε από το μεροκάματο που έκανε και πολλά άλλα!
Μέσα σε αυτό το δυστοπικό απάνθρωπο περιβάλλον ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να εγκλιματιστεί μέχρι να βρει έναν τρόπο να δραπετεύσει. Η δυνατή, παραστατική, ρεαλιστική γραφή και η πρωτότυπη πλοκή αποτυπώνουν σχεδόν ανάγλυφα τα αισθήματα του πρωταγωνιστή που επιστρέφει στον τόπο του και τον βρίσκει εντελώς αλλαγμένο. Τα γεγονότα που βιώνει τον αλλάζουν, μεταστρέφουν τη γνώμη του και στο τέλος μετατρέπουν τα σχέδιά του για επιστροφή σε κάτι ουτοπικό, ανέφικτο. Ηττάται, υποχωρεί, διαπιστώνει πως το χρήμα δεν έχει καμιά αξία κι ας τον έκανε να νιώθει δυνατός, επομένως πώς θα καταφέρει να υποκριθεί τον υποταγμένο και τον ηττημένο αλλά να κρατήσει το μυαλό του διαυγές; Τι είναι αυτό που κάνει τους κατοίκους του Νησιού πειθήνιους; Εφόσον δεν τους επιβάλλεται κάτι με τη βία, πώς γίνεται ένα σκέτο «απαγορεύεται» να εξαφανίσει τη δυναμικότητα και τα όνειρα των κατοίκων;
«Το Νησί και ο Πέρα Κόσμος» είναι ένα δυνατό, ενδιαφέρον και σκληρό κείμενο γεμάτο ρεαλιστικές περιγραφές μιας κοινωνίας γεμάτης αυστηρότητα, διακρίσεις, απομόνωση και πλήρη προγραμματισμό και υποταγή. Οι εξελίξεις τονίζουν με ανατριχιαστικό τρόπο τη βασική φράση του μυθιστορήματος «Ο άρχοντας των μυγών» του William Golding («Οι άνθρωποι κοίταζαν το σύστημα αντί να κοιτάζουν τους ανθρώπους») και δείχνουν με ποικίλους τρόπους την τάση του ανθρώπου για υποταγή, χειραγώγηση, υπακοή και σε ποιο σημείο αποκτήνωσης φτάνει με όλα αυτά. Το ωμό και απότομο τέλος που ταιριάζει απόλυτα με το ύφος και το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού με άφησε με ανοιχτό στόμα και με ανατρίχιασε!
Πάνος Τουρλής