Το λουλούδι της θάλασσας

της Νάγιας Δαλακούρα

Είμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια εποχή διαρκών εξερευνήσεων και αποικισμού. Η Νανούκ στην Αρκτική ακολουθεί τα έθιμα και τις παραδόσεις της φυλής της, των Ινουίτ, οι οποίοι μετακινούνται το καλοκαίρι σε θερμότερα σημεία για να επιβιώσουν. Ο Τζέιμς στο βρώμικο Λονδίνο είναι γόνος αστικής τάξης αλλά γυρνάει την πλάτη του στις οικονομικές ανέσεις και σπουδάζει γιατρός για να μπορέσει να βοηθήσει τους φτωχούς και τους αδύναμους. Κι όμως, αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι θα συναντηθούν και τίποτα δε θα είναι πια ίδιο στη ζωή και στην ψυχή τους.

Η Νάγια Δαλακούρα έγραψε ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει, ένα κείμενο με ιστορικό φόντο και με κεντρική ιδέα κάτι που σπάνια συναντώ στην ελληνική λογοτεχνία: την εξερεύνηση της Αρκτικής τον 19ο αιώνα και πώς ζουν άνθρωποι που έχουν μάθει να παλεύουν με το κρύο για να επιβιώσουν. Με τέχνη, σεβασμό και προσοχή αναπαριστά με συναρπαστικές λεπτομέρειες τον βιότοπο μιας περιοχής γεμάτης πάγους και τον τρόπο ζωής, τα έθιμα, τις προλήψεις και τον σεβασμό για τη φύση των ανθρώπων που ζουν εκεί. Ταυτόχρονα καταφέρνει να στήσει με εξίσου μεγάλη δεινότητα το σκοτεινό, βρώμικο, ανθυγιεινό Λονδίνο της ίδιας εποχής όπου ζουν αριστοκράτες στον κόσμο τους και φτωχοί έξω από αυτόν. Με τούτο το ιστορικό φόντο διαδραματίζεται μια τρυφερή και συγκινητική ιστορία αγάπης με απρόσμενο τέλος που με έμαθε να σέβομαι τη φύση και τα ζώα και με έκανε να αγανακτώ για τα εγκλήματα που γίνονταν τότε στο όνομα της προόδου της επιστήμης.

Το Βορειοδυτικό Πέρασμα συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό μέσω του Αρκτικού Ωκεανού και επί αιώνες οι Ευρωπαίοι εξερευνητές τον αναζητούσαν ως πιθανή εμπορική οδό προς την Ασία. Το 1845 ο Βρετανός εξερευνητής σερ Τζον Φράνκλιν ξεκίνησε με τα πλοία «Erebus» και «Terror» και 129 μέλη συνολικά για να εντοπίσει και να χαράξει το «μυθικό» Βορειοδυτικό Πέρασμα στην καναδική Αρκτική αλλά τα ίχνη τους χάθηκαν. Η ιστορία ξεκινάει το 1848, όπου ετοιμάζεται μιαν αποστολή αναζήτησης των πλοίων και των πληρωμάτων τους και ο Τζέιμς Κάρινγκτον αποφασίζει να γίνει μέλος της θέτοντας τις υπηρεσίες του ως χειρουργός ενώ ταυτόχρονα η οικογένεια της Νανούκ ταξιδεύει σε πιο νότιες περιοχές εν όψει του καλοκαιριού. Η κοπέλα πήρε το όνομά της από τη λευκή βασίλισσα των πάγων και μεγάλωσε στις αχανείς πεδιάδες του Αρκτικού Κύκλου με σεβασμό στη φύση γιατί αυτή υπήρχε πριν τον άνθρωπο και στους προγόνους της φυλής της. Αναγνωρίζει τα σημάδια στον πάγο, διαβάζει τ’ αστέρια και είναι δεινή κυνηγός και ψαράς. Από την άλλη, ο Τζέιμς Κάρινγκτον, γόνος σεβαστής οικογένειας, μεγάλωσε μόνος με τον αυστηρό πατέρα του σε μια πολυτελή οικία με αμέτρητους κανόνες καλής συμπεριφοράς και υπηρέτες. Ανατράφηκε με πλούσια υλικά αγαθά αλλά στερήθηκε χάδια και στοργή, μιας και η μητέρα του αυτοκτόνησε μετά τη γέννα του. Ντροπαλός και εσωστρεφής, εσώκλειστος στα καλύτερα σχολεία, διαβάζει κρυφά για την ιατρική, λαχταρώντας να προσφέρει σε όσους δεν έχουν προνόμια και να βοηθήσει όσους υποφέρουν. Σύντομα τα καταφέρνει κι έτσι ξεκινάνε διαρκείς κόντρες με τον οπισθοδρομικό και ρατσιστή πατέρα του.

Η αποστολή στην Αρκτική γεμίζει όνειρα και προσδοκίες τον Τζέιμς: «Πόσο μεγάλος ήταν ο κόσμος! Πόσο πολύ ήθελε να νιώσει ελεύθερος! Πόσο κοντά στο όνειρο αισθανόταν με τούτη την επιστολή στα χέρια! Σχεδόν μύριζε το μεθυστικό άρωμα της περιπέτειας» (σελ. 32). Συγκρούεται διαρκώς με τον συντηρητικό Χένρι Κάρινγκτον, που έχει εξελιχθεί σε υπέρμετρα αυστηρό γέρο, με ιδέες που ανήκουν στους σκοτεινούς αιώνες, υποστηρικτή του δουλεμπόριου και της φεουδαρχίας, της ανωτερότητας της λευκής φυλής έναντι των απολίτιστων αγρίων του νεοανακαλυφθέντος κόσμου. Η αποκοτιά του γιου του είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι στις σχέσεις τους. Έτσι, ο Τζέιμς, «απαλός σαν χιόνι και χρυσαφένιος σαν τον Απόλλωνα», θα ταξιδέψει ανάμεσα σε ανθρώπους που μυρίζουν αλκοόλ κι έχουν χάσει δόντια από το σκορβούτο. Συναρπαστικές και προσεγμένες οι περιγραφές της εποχής και του τόπου, με το γεμάτο κάρβουνο και αιθαλομίχλη, φθίση και ευλογιά Λονδίνο να ζει μια εποχή ιδιαίτερης μόδας στα ρούχα και γεμάτη συναρπαστικές εξελίξεις από τις εξερευνήσεις του κόσμου αλλά και σε μια περίοδο που γεμίζει η πόλη από Σκοτσέζους και Ιρλανδούς μετανάστες εξαιτίας του λιμού στις χώρες τους.

Η συγγραφέας καταγράφει με ενάργεια και χρήσιμες λεπτομέρειες το ταξίδι στις αφιλόξενες θάλασσες του βορρά, όπου ταξιδεύουν πενήντα άντρες («Πρόσωπα σαν περγαμηνές, ρημαγμένα από το αλάτι της θάλασσας, ανεμοδαρμένα από τους μανιασμένους αέρηδες του ασκού του Αιόλου…», σελ. 59) με προμήθειες δύο χρόνων, χρησιμοποιώντας ημερολόγια, κουμπάσο, πυξίδα, αστρολάβο και εξάντα. Η θάλασσα κάνει τους άντρες λιγότερο ευσπλαχνικούς κι αυτό ο Τζέιμς το ζει με τον χειρότερο τρόπο όταν δυσκολεύουν οι συνθήκες πλοήγησης και όταν γνωρίζει από κοντά πληρώματα φαλαινοθηρικών που ματώνουν τις θάλασσες σκοτώνοντας τα θηλαστικά αυτά («γύρω τους η θάλασσα έμοιαζε σφαγμένη»). Το πλήρωμα αποτελείται από ποικίλους χαρακτήρες και καταγράφονται σημαντικά περιστατικά που ατσαλώνουν τη θέληση του Τζέιμς μέσα από συγκινητικές μα και σκληρές στιγμές. Με λεξιλόγιο πλούσιο σε όρους και ορισμούς που δίνουν αληθοφάνεια και ρεαλισμό στο ναυτικό ταξίδι και με εναλλαγή της αφήγησης από τριτοπρόσωπη σε πρωτοπρόσωπη με τις σημειώσεις που κρατάει ο Τζέιμς στο ημερολόγιό του ξεπηδούν τραγούδια («Drunky sailor», «Molly Malone» και «Whisky Johnnie»), μύθοι και θρύλοι από τα βάθη των ωκεανών, νεράιδες και πειρατές, σκορβούτο και πόρνες, όλα όσα συντροφεύουν τις νύχτες των ναυτικών. Ταυτόχρονα ο Τζέιμς μάχεται καθημερινά με τις προκαταλήψεις τους και τις ελλιπείς συνήθειες υγιεινής που έχουν αποκτήσει («μικρόβια»; τι είναι τούτο πάλι; τον χλευάζουν). Και τότε ξεσπάει τύφος στο πλοίο.

Σε αντιδιαστολή με όλα αυτά, η ζωή στην Αρκτική κυλάει με άλλους ρυθμούς, θα έλεγα πιο ρομαντικούς αν δεν υπήρχε η ανάγκη της επιβίωσης από εντελώς αστάθμητους παράγοντες, μιας και η αφιλόξενη φύση δεν εξασφαλίζει τίποτα σταθερό για να φας, να πιείς, να ζεσταθείς. Θερμά σπίτια καμωμένα από χοντρούς κύβους πάγου, ψυχές νεκρών που αναζητούν τους δικούς τους μέσα στο φως του σέλαος, προκαταλήψεις και θρύλοι, δύσκολη και φτωχική ζωή, όλα αυτά αποτελούν τη ζωή της Νανούκ: «Τον χειμώνα στην Αρκτική τα πάντα εξαρτώνται από το κυνήγι». Εκεί «κυριαρχούν άλλοι νόμοι, νόμοι που δεν είναι γραμμένοι σε χαρτί…κι όλοι τους έχουν να κάνουν με την επιβίωση». «Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό απ’ το φως του καλοκαιριού» (σελ. 50), σκέφτεται η Νανούκ. Μεγαλώνοντας, η κοπέλα διαπιστώνει πως ο φοβερός και τρομερός αλλά κακότροπος Νακάσουκ τη θέλει δική του και είναι υποχρεωμένη να τον ακολουθήσει. Οι φίλες της προσπαθούν να βελτιώσουν την κακή της διάθεση, θύματα κι αυτές των θέσφατων της φυλής τους. Απλότητα και σκληρότητα στο τοπίο, η σιωπή στη λευκή παγωμένη γη ραγίζει από τα κήτη της θάλασσας, μήνες ψύχους και διαρκείς μετακινήσεις σε θερινούς κυνηγότοπους κοντά στον νότο όταν λιώσουν οι πάγοι, ένα ταξίδι επικίνδυνο μα και ελπιδοφόρο. «Οι ήχοι της άνοιξης στον Αρκτικό Κύκλο είναι μαγικοί… Στη ζωή των νομάδων της Αρκτικής η μετάβαση από την άνοιξη στο καλοκαίρι συνεπάγεται την κίνηση και κάθε κίνησή τους είναι συλλογική…» (σελ. 74). Δεν ήξερα τίποτα από όσα περιγράφονται από τη ζωή της οικογένειας μέσα στο ιγκλού, την τροφή τους, τον χρόνο που περνάνε με ιστορίες και ράψιμο όλοι μαζί τους σκοτεινούς μήνες της παγωνιάς. «Οι Ινουίτ ζουν με τον φόβο του απρόσμενου, γνωρίζουν απόλυτα το αδάμαστο της φύσης, ξέρουν πως τίποτε δεν αντιστέκεται στον χρόνο, σέβονται τις αποφάσεις των πνευμάτων…κατορθώνουν να ζουν την κάθε μέρα σα να είναι η τελευταία» (σελ. 49). «…ζουν σε απόλυτη αρμονία με το υπερφυσικό, γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να επιζήσουν χωρίς τη βοήθεια των ζώων και φοβούνται τις αόρατες δυνάμεις της φύσης…» (σελ. 75).

Ο Τζέιμς και η Νανούκ λοιπόν, δύο νέοι άνθρωποι που γνωρίζονται σ’ ένα αφιλόξενο περιβάλλον και προέρχονται από διαμετρικά αντίθετους κόσμους, γοητεύονται ο ένας από τον άλλον. Εκείνη τον σκέφτεται διαρκώς και προσπαθεί να τον κάνει να αντιληφθεί την αρμονία στα στοιχεία της φύσης αλλά κρυφά από τη φυλή της, της οποίας τα μέλη βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα. «…τα όνειρα πλησιάζουν αργά και εξαφανίζονται γρήγορα. Δεν προλαβαίνεις να τα αγαπήσεις» (σελ. 197). Ο Τζέιμς ζει με τη φυλή της Νανούκ, βιώνει πρωτόγνωρα και θαυμαστά πράγματα, μαθαίνει κυνήγι και ψάρεμα αλλά πάνω απ’ όλα να αγαπά και να σέβεται τη φύση. «Μαζί τους είμαι ο εαυτός μου. Αυτός που εγώ θέλω να είμαι»! Φυσικά η σχέση των δύο νέων είναι μόνο η αρχή, μιας και διάφορα γεγονότα θα χαράξουν τη συνέχεια της ιστορίας, θα φέρουν στο φως καλά κρυμμένα μυστικά που ίσως τους χωρίσουν ή ίσως ατσαλώσουν τον έρωτά τους και όλα θα τελειώσουν με ένα αξέχαστο κεφάλαιο γεμάτο δύναμη και ένταση.

«Το λουλούδι της θάλασσας» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που ζωντανεύει με ενάργεια και ρεαλισμό μια εποχή σκληρή και δύσκολη για τις νέες χώρες που εποικίζονται κι έναν τόπο για τον οποίο ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Δύο διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες, εκείνη απλή και με σεβασμό στη φύση, εκείνος με οικονομική άνεση κι ας προτιμά να βοηθάει τους φτωχούς, θα γνωριστούν και θα αγαπηθούν σε αντίξοες συνθήκες ενώ ένα σκοτεινό μυστικό από το παρελθόν θα τους κατατρύχει. Ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, ανατροπές, ρεαλιστικές περιγραφές, άφθονα πραγματολογικά στοιχεία που εντάσσονται αρμονικά στη μυθοπλασία και άλλα είναι μερικά από τα θετικά χαρακτηριστικά ενός κειμένου που με ταξίδεψε στο σέλας και στο σκοτάδι, στην αγάπη και στην απληστία και μου έδειξε την απλότητα της φύσης που όλοι οφείλουμε να σεβαστούμε. «Κάθε άντρας πρέπει να ζήσει κάτι δυνατό με μια γυναίκα, ώστε να καταλάβει τα όριά του» (σελ. 105) και ο Τζέιμς Κάρνγκτον αυτό ακριβώς θα κάνει.

Πάνος Τουρλής