Ο ηλικιωμένος κύριος Ισίδωρος πηγαίνει πάντα μια βόλτα με το ποδήλατό του και επιστρέφοντας σπίτι συζητάει με τη γυναίκα του για τα όσα είδε και σκέφτηκε. Μια βροχερή μέρα συναντάει έναν σκύλο που δεν ήθελε να περάσει τον δρόμο, απλώς τον κοιτούσε κι έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, τον φέρνει σπίτι. Αυτή η πρωτοβουλία θα βοηθήσει τον κύριο Ισίδωρο να βελτιώσει τη ζωή του με έναν τρόπο που δεν περίμενε.
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης έγραψε ένα δυνατό και συγκινητικό μυθιστόρημα γύρω από τον ρόλο των ατόμων της τρίτης ηλικίας στη ζωή, για τη θέση και τα συναισθήματά τους, για τις δυνατότητές τους και για την προσπάθειά τους να κάνουν κάτι καλό και δημιουργικό για τους γύρω τους. Οι σελίδες ξεχειλίζουν από ευαισθησία, αισιοδοξία, αυτοπεποίθηση και αγάπη και ο τρόπος γραφής φέρνει κοντά στον αναγνώστη τον κύριο Ισίδωρο και τον σκύλο του, τον Έκτορα, δύο ηλικιωμένες ψυχές που αντικρίζουν τη δύση της ζωής τους αλλά η γνωριμία τους θα φέρει τα πάνω κάτω στην καθημερινότητά τους με ευφάνταστο και αναπάντεχο τρόπο. Ο κύριος Ισίδωρος ζει με τη γυναίκα του, Ελισάβετ, πάνω από πενήντα χρόνια μαζί ενώ ο Έκτορας είναι ένα κυνηγημένο πλάσμα που ζει αδέσποτο και φοβισμένο. Όταν ο κύριος Ισίδωρος ανακαλύπτει πως το σκυλί έρχεται από άλλη πόλη αποφασίζει να αναζητήσει τον ιδιοκτήτη του κι αυτό θα φέρει στη ζωή του νόημα, σκοπό και καινούργιες γνωριμίες.
Ο δίποδος πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι εβδομήντα πέντε, το μαγαζί του έκλεισε, η καρδιά του έχει τα θέματά της και η Ελισάβετ… α, «Μετά η Ελισάβετ»… Το ποδήλατο με τις βοηθητικές ρόδες τον βοηθάει να μη νιώθει μεγάλος και ανήμπορος όποτε βγαίνει για την καθημερινή άσκηση που του σύστησε απαρέγκλιτα ο γιατρός. Είναι ένας άνθρωπος που συχνά γλιστρά από την πραγματικότητα και αποξεχνιέται εκεί, γιατί το «εδώ» είναι στενόχωρο, πικρό και γεμάτο μοναξιά. Πόσα χρόνια ζει με τη γυναίκα του, πόσες αναμνήσεις: «Ήταν απλώς οι δυο τους, μαζί. Ναι, ήταν και τα γλυκά. Όλα εκείνα τα γλυκά» (σελ. 52), αφού αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ζαχαροπλαστείο που φτιάχνει κρέμες και ρυζόγαλα μόνο, με αποτέλεσμα να κερδίσουν πολλή και μόνιμη πελατεία. «…μια λεπτή μυρωδιά από κανέλα, μια λεπτή μυρωδιά από ένα ξεχασμένο όνειρο» (σελ. 120). Τώρα, όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν και οι δυο τους έχουν κλειστεί στο κοινό τους κουκούλι, μακριά από την έξωθεν πραγματικότητα. Η Ελισάβετ έχει αντιρρήσεις για τον Έκτορα, γιατί πιστεύει πως ο κύριος Ισίδωρος δεν μπορεί να φροντίσει ούτε τον εαυτό του, πόσο μάλλον έναν σκύλο, σύντομα όμως υποχωρεί γιατί τους αγαπάει και τους δύο. «Μα να που ο κύριος Ισίδωρος άλλαζε, δυνάμωνε, μεταμορφωνόταν. Κι αυτό χάρη σε μια ξαφνική απόφαση της στιγμής…» (σελ. 111).
Παράλληλα έχουμε και την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Έκτορα. Είναι ένας μεγάλος μαλλιαρός σκύλος που δείχνει διαφορετικός από τους άλλους «…σε ξεχώριζε και σε κοιτούσε. Και δεν σε άφηνε λεπτό από το βλέμμα του, λες και ήθελε να σου πει κάτι. Να σου μεταφέρει ένα μήνυμα» (σελ. 20). Ο κύριος Ισίδωρος τον φέρνει σπίτι γιατί «Όλο του το είναι ήθελε να αφήσει πίσω του κάτι γλυκό» (σελ. 23). Το ζώο προσπαθεί να κατανοήσει τον ρόλο του στη ζωή του κυρίου Ισίδωρου, να καταλάβει με ποιον έχει να κάνει, να εκτιμήσει την τωρινή του ασφαλή θέση συγκριτικά με την προηγούμενη καθημερινότητά του κλπ. Όλα τα περνάει μέσα από τις μυρωδιές, ακόμη και τον κύριο Ισίδωρο: «Έχει συμπόνια μέσα του, κυρίως. Και
μια περίεργη γλύκα…». Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο οι δυο τους δένονται όλο και περισσότερο: «Τον αγαπώ πολύ. Και τον εμπιστεύομαι. Και αυτά αρκούν» (σελ. 72). Έχει καταλάβει τον ρόλο της Ελισάβετ στη ζωή του αφεντικού του, έχει συγκινηθεί με όλη την αγάπη που βλέπει να τους περιβάλλει αλλά δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί υπάρχει κάτι κακό στην ατμόσφαιρα, τι έχει συμβεί ανάμεσά τους και πώς τα κατάφεραν να το αφήσουν να μπει ανάμεσά τους αφού αγαπιούνται τόσο πολύ και έφτιαχναν ωραία πράγματα. Με προσεγμένο και πιο λιτό λεξιλόγιο βλέπουμε πώς συμμετέχει, βοηθάει και αντιδρά ο Έκτορας στη ζωή του κυρίου Ισίδωρου και στην απόφασή του να τον πάει με το ποδήλατο στην κοντινή πόλη για να βρει το αφεντικό του. Είναι ένα τρυφερό πλάσμα που εκτιμά και αποζητά την αγάπη. «…το να είναι μόνος, αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα κακά που μπορεί να πάθει ένας σκύλος. Και ένας σκύλος μπορεί να πάθει πολλά κακά» (σελ. 174). Πόσο μάλλον ένας γέρικος σκύλος: «…οι μέρες μου είναι λίγες πια, σαν νερό σε χαντάκι που το έχει διώξει η κάψα του ήλιου» (σελ. 185).
Έτσι ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου ενάντια στην ανθρώπινη αντοχή και στον χρόνο, ένας ύμνος στη φιλία μεταξύ ανθρώπου και ζώου, ένα διακριτικά ρομαντικό μυθιστόρημα για τις αγάπες που κρατούν για πάντα κι ας έχουν χαθεί ή δυσκολευτεί από τη ζωή. Ειδικά όταν φτάνουμε στην κοντινή πόλη, η πλοκή απογειώνεται με τις νέες γνωριμίες και τον κύριο Ισίδωρο ουσιαστικά να τα έχει χαμένα, αφού ξαφνικά βγήκε από το καβούκι του, άρχισε να μιλάει σε ανθρώπους και τα λόγια του σχεδόν δε βγάζουν νόημα, αφού η ανυπομονησία του και η ανάγκη του να βρει το σπίτι του Έκτορα τον δείχνουν παράξενο. Η γνωριμία του με τη Μελίνα που γράφει ιστορίες για να κρύψει τα δικά της μυστικά και με τη μητέρα της, την πειθαρχημένη και αυστηρή επαγγελματία αλλά τρυφερή Θεοπίστη, καθώς και με τους πελάτες του μαγαζιού που αναλαμβάνουν να βρουν τον ιδιοκτήτη του Έκτορα, θα τον φέρουν πιο κοντά σε έναν στόχο παραπλήσιο με αυτόν που είχε αρχικά στο μυαλό του κι όσο προχωράει η αφήγηση τόσο φοβόμουν για ένα σκληρό τέλος που ευτυχώς δεν έρχεται, μιας και ο Κυριάκος Αθανασιάδης θέλει να κρατήσει τη γλύκα, την τρυφερότητα και την αισιοδοξία του βιβλίου του ως το τέλος. Δεν το φορτώνει με περιττές και ίσως κλισέ εξελίξεις κι έτσι αφήνει κι εκείνος με τη σειρά του πίσω του «κάτι γλυκό»!
«Το καταφύγιο των ωραίων ψυχών» είναι ένα τρυφερό και συγκινητικό μυθιστόρημα γεμάτο αισιοδοξία, πρωτοτυπία, ανατροπές, ρεαλισμό και διαχρονικά μηνύματα γύρω από τη ζωή και τον αγώνα που απαιτείται για να επιβιώσουμε και στις σελίδες του ξεδιπλώνεται μια από τις πιο δεμένες φιλίες που έχω διαβάσει ποτέ, ένας ύμνος στα ζώα και στη σχέση τους με τον άνθρωπο. Οι παρατηρήσεις του συγγραφέα προκαλούν έντονο προβληματισμό («Όταν είμαστε παιδιά μοιάζουμε πολύ μεταξύ μας. Όπως και όταν είμαστε γέροι. Είμαστε όλοι ίδιοι. Αλλά στο μεσοδιάστημα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ξεχωρίζουμε», σελ. 192), αισιοδοξία («Ο κόσμος είναι μια γιορτή όταν δεν βρέχει και δεν είσαι μόνος. Μια ατέλειωτη, πελώρια γιορτή», σελ. 56), ευδιαθεσία («Πολύ λίγοι άνθρωποι γερνάνε και μέσα τους. Ο εαυτός μας δεν μεγαλώνει ποτέ», σελ. 252), ακόμη και φόβο μέσα από σκληρές αλλά γεμάτες αλήθεια διαπιστώσεις: «…η ζωή είναι κάτι που τελειώνει, όχι όλη η ζωή, το κομμάτι της που μας έχει μοιραστεί» (σελ. 200). Και: «Αυτόν τον άδικο, άδικο δρόμο. Τον τόσο άδικο και τον μόνο αληθινό. Τον δρόμο όλων μας. Αυτόν τον πλούτο που είναι η ζωή» (σελ. 214). «Όμως… κάποια μέτρα από αυτόν, κάποια βήματα, άξιζαν τον κόπο. Και η ανάμνησή τους ήταν οι αποσκευές σου για να διανύσεις και τα υπόλοιπα» (σελ. 216). Δάκρυσα σε αυτό το σημείο: «Ο κόσμος δεν έπρεπε να πονάει… Ο πόνος αφαιρούσε κομμάτια ολόκληρα από την αξιοπρέπειά σου, τα δάγκωνε σαν ένα αγριόσκυλο…και τα έκοβε με ένα τελευταίο απότομο τράβηγμα»
(σελ. 314). Όλα αυτά όμως συνοδεύουν ευχάριστες, τραγικωμικές σκηνές άδολης αγάπης και ειλικρινούς φιλίας που θα τις θυμάμαι για καιρό. Ένα βιβλίο-καταφύγιο για τις ωραίες ψυχές των αναγνωστών.
Πάνος Τουρλής