Το εγχειρίδιο του καλού απατεώνα
Ποιοι ήταν οι μάγκες του ρολογιού; Ποια ήταν η ιεραρχία στο σινάφι των κακοποιών; Ποια ήταν τα σωματικά προτερήματα για να πετύχει κανείς; Πόσες κατηγορίες απατεώνων έχουν καταγραφεί με το πέρασμα του χρόνου; Γιατί έγιναν διάσημοι ο Σπύρος Βαφιαδάκης ή Στραβοπόδης, ο Γεώργιος Αληφαρμάκης ή Ποντικομαμής, ο Σπύρος Μπαξεβάνης ή Κρεάδης και άλλοι; Ποιοι έπεφταν πιο συχνά θύματα διαβόητων κλεφτών και λωποδυτών; Η χωροφυλακή αρχικά και η αστυνομία στη συνέχεια πώς τους αντιμετώπιζε; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται στο νέο συναρπαστικό βιβλίο του Θωμά Σιταρά που μας καλωσορίζει σ’ έναν πιο «σκοτεινό» κόσμο!
Ο κιμπάρης Θωμάς Σιταράς είναι και πάλι εδώ, αυτήν τη φορά με μια ανθολογία σκίτσων, χρονογραφημάτων, γελοιογραφιών και άλλων μορφών αποτύπωσης των κλεφτών και των απατεώνων του χτες (1832-1940) στην πολύβουη Αθήνα, τη «λωποδυτο-επαιτο-κλεφτούπολη», έναν χαρακτηρισμό που συναντάμε στον «Νέο Αριστοφάνη» του 1892. Με χιούμορ και σεβασμό στην αυθεντικότητα, ο συγγραφέας καταγράφει μέσα από δημοσιεύματα και τραγικωμικά περιστατικά τους απατεώνες, τους κλέφτες και όσους εκμεταλλεύονταν την ανθρώπινη αδυναμία. Πρόκειται για μια διαφορετική εξερεύνηση στον χώρο της παρανομίας, μια τεκμηριωμένη και πρωτότυπη παρουσίαση μεθόδων απάτης και κλεψιάς που αποτυπώνουν μια κοινωνία τόσο μακρινή και τόσο κοντινή ταυτόχρονα! Ο συγγραφέας άφησε πίσω του τη θετική και ευχάριστη ματιά γύρω από την καθημερινότητα της Αθήνας που τόσο παραστατικά ζωντάνεψαν τα προηγούμενά του βιβλία και τώρα μας ταξιδεύει στη σκοτεινή πλευρά της πόλης, στα καμώματα των πάσης φύσεως κακοποιών.
Στην εισαγωγή του βιβλίου, με τίτλο «Τα περί της τέχνης του αλητεύειν και λωποδυτεύειν», καταγράφονται με ενδιαφέρουσες πληροφορίες τα πρώτα βήματα του φαινομένου στην Ελλάδα και ζωντανεύουν οι ελαφροί κλάδοι της λωποδυτικής τέχνης με πλήρη αναφορά σε ήπιες μορφές παραβατικότητας. Στην αρχή λοιπόν έχουμε να κάνουμε με απλές περιπτώσεις και όχι με οργανωμένες συμμορίες. Στα τέλη του 19ο αιώνα έχουμε φαυλόβιους που «ψείριζαν» πορτοφόλια ή έκλεβαν ασπρόρουχα αλλά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έχουμε ειδικευμένους λωποδύτες: πορτοφολάδες, παντουφλάδες (κλέβουν πορτ-μονέ), λαχανάδες (κλέβουν τα αδέσποτα χαρτονομίσματα, αυτά που δεν τα ρίχνουν σε πορτοφόλι τα θύματα). Αυτά ως προς τα πορτοφόλια, γιατί πέραν τούτων έχουμε ολόκληρη κουστωδία γύρω από τις ιερόδουλες, έχουμε παπατζήδες, μουστερήδες (κλέφτες παντοπωλείων), καρσιλαματζήδες (πανέξυπνος τρόπος κλοπής περαστικών), μπουκαδόρους (που ξαλαφρώνουν ό,τι βρουν πρόχειρο στα σπίτια), ψυχικάρηδες (που μπαίνουν σε ξένα σπίτια με πένθος κι εκμεταλλεύονται την αναστάτωση της κηδείας), καλοθελητές, τυφλούς που βλέπουν και κουφούς που ακούνε, τοκογλύφους, σωματέμπορους και λαθρέμπορους.
Να ‘ταν μόνο αυτοί; Κλέφτες και απατεώνες, επαίτες και καφετζούδες κάνουν τη ζωή δύσκολη όχι μόνο στους κατοίκους της Αθήνας αλλά και στους επαρχιώτες επισκέπτες, τα ιδανικά θύματα. Συγκεκριμένες οι πιάτσες τους: ουρές στα τραμ, συνωστισμοί σε αγορές και πανηγύρια, ακόμη και συνεργασία μετ’ αμοιβής με χωροφύλακες! Τόλμη, φαντασία, εξυπνάδα και χιούμορ πρωτοστατούν στα εγκλήματα αυτά με τέτοιο τρόπο που οι τότε αναγνώστες των εφημερίδων όπου αναφέρονταν αυτά πιο πολύ διασκέδαζαν με την ευρηματικότητα παρά έδιναν σημασία στην παραβατικότητα και τη ζημιά που προκαλούσαν στα θύματα. Σταδιακά όμως το κακό έχει παραγίνει μεταξύ 1928 και 1935, όπου αναφέρονται τουλάχιστον 4.000 κλέφτες ενώ καινούργιες λέξεις εμφανίζονται η μία πίσω από την άλλη: μπαζαδόροι, ραπανάκηδες, μανιταρτζήδες, κουκουλέξηδες κ. ά. Μετά τον πόλεμο τα πράγματα αλλάζουν ξανά: έχουμε το οργανωμένο έγκλημα, απαιτούνται δεξιότητες, μυαλό, εμφάνιση!
Καίριες κοινωνικές και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις και γενεσιουργοί αιτίες των εκάστοτε φαινομένων παραβατικότητας ξεδιπλώνονται σ’ ένα κείμενο που ρέει σα νεράκι και παρά τον όγκο των πληροφοριών δεν κουράζει στιγμή. Αίτια και αιτιατά των κοινωνικών φαινομένων της εκάστοτε εποχής, πλήρης καταγραφή των τρόπων λειτουργίας των απατεώνων (πώς ξαφρίζουν τα πορτοφόλια, πώς κλέβουν τα ασπρόρουχα, πώς αρπάζουν τις κότες κλπ.), πώς δρούσαν οι προικοθήρες με τη μέθοδο «στρίβειν διά του αρραβώνος» και τι σχέση έχουν με τη φράση «μην είδατε τον Παναή» και χιλιάδες άλλες πληροφορίες αποθησαυρισμένες από εφημερίδες δημιουργούν με παραστατικό τρόπο μια προσεγμένη τοιχογραφία του χτες. Ναι αλλά μήπως τελικά τα θύματα ήταν θεόχαζα και καλά τα πάθαιναν όλα αυτά; Ο συγγραφέας είναι αντικειμενικός και υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν μια εποχή πολύ διαφορετική από τη δική μας, με ελάχιστα μέσα επικοινωνίας, ελλιπή πληροφόρηση, δυσκολίες στη μετακίνηση και διάφορα άλλα προβλήματα που για τους κακοποιούς ήταν πλεονέκτημα και διευκόλυνση, μιας και ήξεραν πολύ καλά την ανθρώπινη συμπεριφορά, εξ ου και εκμεταλλεύονταν κάθε αδυναμία των θυμάτων τους. Επίσης, αν πιστεύατε πως οι απατεώνες είναι άνθρωποι με αντίληψη και μυαλό «σπίρτο», σε αυτό το βιβλίο θα διαπιστώσετε πως τον κυριότερο ρόλο στην επιτυχία τους έχουν παίξει το θράσος και η κακοήθεια, αν και τη φυλακή ελάχιστοι την απέφυγαν.
Το κείμενο συνοδεύουν δημοσιεύματα από εφημερίδες της εποχής με ακόμη πιο γαργαλιστικές ή ξεκαρδιστικές λεπτομέρειες, με γλώσσα που μπορεί να διαβαστεί ακόμη και σήμερα, φωτογραφίες απατεώνων και κλεφτών του τότε και χαρακτηριστικές γελοιογραφίες των σημαντικότερων καλλιτεχνών της εποχής που σκορπούν άφθονο γέλιο! Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει το λεξιλόγιο των κακοποιών, οι οποίοι δεν ανέχονταν άλλον τρόπο συνεννόησης εξ ου και τους νεοφερμένους στα κόλπα που δεν ήξεραν τους όρους τους αποκαλούσαν «τσόφληδες», καθώς και λεξικό χρήσης λέξεων-αργκό από λουλούδια και επεξηγήσεις των «μασόνικων» λέξεων! Από τους μόρτηδες στους μεγαλοαπατεώνες λοιπόν κι από τους κλεφτοκοτάδες και τους παπατζήδες στο οργανωμένο έγκλημα καταγράφεται μια εποχή και μια νοοτροπία που ελάχιστα μοιάζει με τη δική μας, η βάση της όμως και ο τρόπος λειτουργίας της δε διαφέρει σε τίποτα από τα καθ’ ημάς. Ο Θωμάς Σιταράς έψαξε, κορφολόγησε, κατέγραψε, σχολίασε και παρέδωσε ένα άρτιο βιβλίο για μελέτη, σχολιασμό μα πάνω απ’ όλα για απόλαυση!
Πάνος Τουρλής