Τα χρώματα των παιδιών

της Αλέκας Τρίπου-Μάνου

Μια παρέα παιδιών σε μια σχολική τάξη της έκτης δημοτικού θα ζήσει διάφορες και ποικίλες περιπέτειες. Κάποιοι θα υποστούν bullying, κάποιοι θα κινδυνέψουν, κάποιοι θα χάσουν τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους, όλοι τους όμως αν τους παρατηρήσει κανείς καλά θα διαπιστώσει πως η συμπεριφορά τους, τα ποικίλα συναισθήματα, οι αντιδράσεις τους σε κάποιες καταστάσεις θα αποπνέουν και διαφορετικά χρώματα. Θα βρουν λύση στα προβλήματά τους; Θα καταφέρουν να μείνουν ενωμένοι;

Η Αλέκα Τρίπου-Μάνου έγραψε ένα ενδιαφέρον εφηβικό και όχι μόνο μυθιστόρημα που μου σύστησε ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, μου αποκάλυψε μυστικά και με γέμισε ποικίλα συναισθήματα. Η γραφή είναι γρήγορη και κινηματογραφική, οι διάλογοι ρεαλιστικοί και το κάθε παιδί της ιστορίας ανεβαίνει τον δικό του γολγοθά. Ο Αλέξης, μετά τη μετακόμιση του πατέρα του στη Νέα Υόρκη λόγω δουλειάς, αναγκάζεται να πάει με τη μητέρα σε άλλο σπίτι για να μπορέσουν να επιζήσουν κι έτσι αναγκαστικά αλλάζει και σχολείο. Η σχέση με τους γονείς του αρχίζει να γίνεται πιο εύθραυστη γιατί μια σειρά από γεγονότα τον κάνουν να νιώθει μόνος και αποξενωμένος. Η μητέρα του δείχνει σα να κρύβει κάτι, ο πατέρας του σπάνια του μιλάει από το τηλέφωνο: «Τόσο πολλές αλλαγές μαζεμένες, πώς να τα βγάλει πέρα ο καημένος ο μπαμπάς. Μην περιμένουμε λοιπόν να μπορεί να μας τηλεφωνεί όποτε μας αρέσει», υποστηρίζει η μαμά. Μετακόμισαν λοιπόν στο πατρικό του μπαμπά του, κοιμάται στο παιδικό του δωμάτιο που έχει κολλημένα αστεράκια στο ταβάνι κι αυτό νιώθει πως κατά κάποιον τρόπο τον συνδέει με τον μπαμπά του, σα να είναι αληθινά και τον ταξιδεύουν στην αγκαλιά του ανθρώπου που αγαπάει τόσο πολύ. Δε χορταίνει να ψάχνει το σπίτι, να περπατά στα σημεία που περπάταγε κι ο ίδιος, να κάθεται στη σκιά της ελιάς στον κήπο, να ακολουθεί τα ίχνη του παρελθόντος του. Έτσι ο Αλέξης ξεκινάει να γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του κι ας θεωρεί αυτήν τη μορφή επικοινωνίας ξεπερασμένη, αφού μ’ ένα κλικ μπορείς να δεις και ν’ ακούσεις τον άλλον την ίδια στιγμή.

Παράλληλα, επίσης με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μαθαίνουμε από τον πατέρα του Αλέξη τις δικές του εντυπώσεις από τη διαμονή του στη Νέα Υόρκη, πώς είναι η καθημερινότητά του, ποια τα καθήκοντά του, πού μένει και πού εργάζεται, πώς είναι οι συνθήκες, πώς είναι οι σχέσεις με τους νέους συναδέλφους, γιατί ο επίσης καινούργιος μετανάστης συνάδελφος Μπάμπης είναι τόσο εσωστρεφής και κλειστός και δεν του μιλάει σχεδόν καθόλου και πολλά άλλα. Βουλιάζει στη νοσταλγία και νιώθει βαθιά και αφόρητη μοναξιά που του μαυρίζει την ψυχή. «Οι κουβέντες με τον κόσμο είναι τυπικές, οι γύρω αδιάφοροι, λίγο πολύ όλοι κλεισμένοι στον εαυτό τους. Δύσκολο πράμα η ξενιτιά» (σελ. 67). Γιατί όμως βασανίζεται από εφιάλτες; Τι έχει συμβεί στο παρελθόν του που τον κυνηγάει ακόμη; Μου άρεσε πολύ ο διττός τρόπος με τον οποίο στήνεται η νέα ζωή του μπαμπά και η μεγάλη αποκάλυψη που έρχεται λίγο πριν το τέλος, η οποία και θα θέσει σε νέες βάσεις τη σχέση του με την οικογένειά του.

Με ρεαλισμό κι ενδιαφέροντα μικρά και μεγάλα περιστατικά γνωρίζουμε την καθημερινότητα του Αλέξη στο καινούργιο σχολείο, τους νέους του συμμαθητές, τα μαθήματα, τους δασκάλους, τις σχέσεις που ξεκινάει να δημιουργεί. Υπόσχεται νοερά στον πατέρα του πως δε θα κάνει αταξίες, δε θα επιτρέψει με τη συμπεριφορά του να του την πουν για τίποτα και θα τον κάνει περήφανο με τη στάση του. Οι μπελάδες όμως έρχονται και αυτήν τη φορά, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αυτοπεποίθησή του και να καταρρακώνεται η ψυχολογία του. Φτάνει σε σημείο για να πάψει ο νταής του σχολείου να τον χαρακτηρίζει «φυτό» να μπει κρυφά στο γραφείο των καθηγητών για να εξαφανίσει την άριστη κόλλα διαγωνίσματος που έγραψε, μόνο που έτσι θα γίνει μάρτυρας μιας σκηνής που θα φέρει στο φως σκοτεινά και ανομολόγητα μυστικά! Απανωτές εκπλήξεις θα του αλλάξουν την οπτική, θα βάλουν τη ζωή του σε νέες διαστάσεις και είναι στο χέρι του να χειριστεί τον θυμό και την πίκρα από τις νέες πληροφορίες.

Στην τάξη του Αλέξη έχουμε τον Φώτη που ήρθε από επαρχία, αφού οι γονείς του πήραν μετάθεση. Είναι χαρούμενος και ανέμελος παρά τις δυσκολίες που αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο στην τελευταία τάξη ερχόμενος στην Αθήνα, ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Κυκλοφορεί με πατερίτσες μετά από τροχαίο αλλά δε θέλει να συζητήσει γι’ αυτό. Μια μεγάλη ανατροπή θα φέρει στο φως την αλήθεια την κατάλληλη στιγμή και θα κλονίσει τη φιλία του με τον Αλέξη. Μαζί τους είναι ο σοβαρός και ήσυχος Βασίλης και η ζωηρή και φλύαρη Νεφέλη που έχει ακατάπαυστη ενέργεια και είναι η καλύτερη μαθήτρια της τάξης. Το κακό παιδί λέγεται Τάσος, είναι πλακατζής και μανιακός με τα στοιχήματα, ενοχλεί και αναστατώνει, κοροϊδεύει, είναι ένας νταής που δε χάνει την ευκαιρία να τρομοκρατήσει όποιον βρεθεί στο διάβα του. Καινούργια στην τάξη είναι και η προσφυγοπούλα από το Αφγανιστάν Χανιφέ, η οποία ξέρει κάπως τα ελληνικά και δείχνει να έχει ξαναπάει σε ελληνικό σχολείο, είναι σκυθρωπή, λιγομίλητη, κλειστή. Πέφτει κι εκείνη θύμα αστεϊσμών και κοροϊδίας στην τάξη αλλά η περίπτωσή της είναι πιο σκληρή, πιο άκαρδη. Υπόδειγμα αξιοπρέπειας και δυναμισμού, δέχεται ξαφνική επίθεση από εξωσχολικούς, αμύνεται αλλά κανείς δεν τρέχει να τη βοηθήσει είτε από σοκ είτε από αδιαφορία είτε από φόβο, γεγονός που θα κλονίσει τον κόσμο του Αλέξη και θα δει τα πράγματα με άλλο μάτι!

Τέλος, ο κύριος Νικηφόρος, ο δάσκαλος της τάξης, ξεδιπλώνει τη δική του ιστορία, καταγράφει τα λάθη του στη διδασκαλία, ζητάει νοερά συγνώμη από τις μαθητές του για τις γκάφες που κάνει ή για τον λάθος τρόπο που αντιμετωπίζει κάποιες καταστάσεις. Χάρη σ’ εκείνον παρατηρούμε πιο ουδέτερα και αντικειμενικά τις σχέσεις μεταξύ των παιδιών και τις εξελίξεις στη φιλία του Φώτη, του Βασίλη και του Αλέξη. Γιατί όμως προσέχει περισσότερο τον Αλέξη; Τι του θυμίζει η παρουσία του παιδιού; Επίσης, δε χάνει ευκαιρία να μιλήσει κατά του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας με αφορμή τον αποκεφαλισμό του δασκάλου στο Παρίσι το 2020! Αυτό φούσκωσε φόβους, υποδαύλισε ρατσιστικά μίση και πυροδότησε αντιδράσεις με στόχο τη Χανιφέ από εφήβους που της την είχαν στημένη έξω από το σχολείο.

Η συγγραφέας γεμίζει το βιβλίο της με χιλιάδες μικρά και μεγάλα συναισθήματα, με πολλά και ενδιαφέροντα περιστατικά και χαρίζει σημαντικές αποκαλύψεις και ανατροπές σε κρίσιμα σημεία. Από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου είναι το περιστατικό εκφοβισμού της Χανιφέ, μιας και ο Αλέξης απογοητεύεται από την έλλειψη αντίδρασης ενός φίλου του που έδειχνε δίκαιος, δυνατός και υπεύθυνος: «Κι όποτε το έφερνα στον νου μου από εκείνη τη στιγμή και για αρκετό καιρό δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο, ταπεινό, ξεπλυμένο γαλάζιο…» (σελ. 100). Αυτή η αδιαφορία όμως είναι και η ευκαιρία για ένα σημαντικό μάθημα ηθικής: «Πως όσο περισσότεροι βρίσκονται παρόντες τόσο λιγότερο πιθανό είναι κάποιος να αναλάβει δράση»! (σελ. 105). Και τι αντιπαραβάλλουμε στο επιχείρημα περί ουδετερότητας και απάθειας;

Με αφορμή αυτά τα περιστατικά ξεδιπλώνεται μια σύντομη αλλά περιεκτική και αντικειμενική αναφορά στη μικρασιατική τραγωδία του 1922 ως το πιο απτό παράδειγμα προσφυγιάς, αναλύονται οι λόγοι και τα αίτια της καταστροφής κι όλα αυτά δημιουργούν ένα κύμα συμπάθειας και ουσιαστικής αγάπης προς τη Χανιφέ που εκφράζεται με τον πιο συγκινητικό τρόπο! Δάκρυσα όταν διάβασα με ποιον τρόπο αποφάσισαν οι συμμαθήτριες του κοριτσιού να την υποστηρίξουν και να ταυτιστούν μαζί της.

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον, τρυφερό και συγκινητικό μυθιστόρημα που αποτυπώνει με ενάργεια και ζωντανεύει με ρεαλισμό μια παρέα σημερινών μαθητών δημοτικού με τα παιχνίδια τους, τα λάθη τους, τις δυσκολίες τους. Οι εναλλαγές πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων (πατέρας, Αλέξης, δάσκαλος) ίσως κουράσουν ή δυσκολέψουν την ανάγνωση αλλά βοηθάνε στην πιο ολοκληρωμένη παράθεση των γεγονότων, μιας και οι τρεις αφηγητές επικαλύπτουν και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, εμπλουτίζοντας την ιστορία και φωτίζοντάς την απ’ όλες τις πλευρές. Το κείμενο είναι γεμάτο από αγνή φιλία, κινδύνους και ανατροπές, bullying, μαθησιακές και κοινωνικές δυσκολίες από παιδιά που αλλάζουν περιβάλλον και πρέπει να προσαρμοστούν, προκλητική συμπεριφορά από νταήδες, μια ποικιλία χαρακτήρων που ζωντανεύουν παραστατικά και με ενάργεια μα σχολική μονάδα του σήμερα. Με αφορμή μάλιστα την ξενιτιά του πατέρα στη Νέα Υόρκη και την προσφυγοπούλα του σχολείου ξεδιπλώνονται μέσα από συναρπαστικές ιστορίες και ενδιαφέρουσες εξελίξεις ο κοινός πόνος της απομάκρυνσης από την πατρική εστία, η μοναξιά και ο φόβος της απόρριψης στον νέο τόπο ή στην καινούργια ομάδα, ξεδιπλώνονται όλες οι εκφάνσεις ενός δίπολου με πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Μετανάστης ή πρόσφυγας ο πόνος, οι δυσκολίες, η πίκρα είναι όλα ίδια, κοινά, πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται βιαστικά και αναίτια και φεύγεις για να γλυτώσει τη ζωή σου, εξ ου και τα πολλά κοινά με την καταστροφή του 1922. Σε κάποια σημεία, οι ωραίες παρομοιώσεις και μεταφορές («…άφησα την κουβέντα μου να κρέμεται σαν ξηλωμένο ρουχαλάκι», σελ. 160) ελαφραίνουν την ατμόσφαιρα.

«Τα χρώματα των παιδιών» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με διαφορετικούς και άκρως ρεαλιστικούς χαρακτήρες, των οποίων οι ποικίλες προσωπικότητες έχουν κι από κάποιο χρώμα που τους ταιριάζει ή αντιπροσωπεύει περισσότερο ή λιγότερο. Ανοιχτό ή σκούρο, χαρούμενο ή θλιβερό, με τις αποχρώσεις να έχουν και διάφορες ή διαφορετικές σημασίες που δε φαίνονται με την πρώτη ματιά, γεμίζουν τις σελίδες. Κανείς όμως δεν έχει το ίδιο χρώμα ή απόχρωση από την αρχή ως το τέλος, μιας και ο Αλέξης με τα γεγονότα που αφηγείται και με την αντίδραση των φίλων και συμμαθητών του σε αυτά, σε άλλους βλέπει διαφορετικό χρώμα, σε άλλους αναπάντεχη απόχρωση και μέσα από αυτήν την πρωτότυπη οπτική ματιά ολοκληρώνονται οι χαρακτήρες του βιβλίου. Ανατροπές, εκπλήξεις και ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται σ’ ένα κείμενο που με γέμισε συναισθήματα, αν και σε κάποια σημεία μου φαινόταν πως η συγγραφέας παρασύρθηκε από την αφήγηση και δεν κατάφερε να εντάξει σωστά τα αίτια και τις αφορμές, εξ ου και τα παρέθεσε σχεδόν στο τέλος με κάποιες συμπερασματικές παραγράφους που ολοκληρώνουν την ιστορία εν είδει επιμύθιου. Ο Αλέξης και η παρέα του μου κράτησαν την καλύτερη συντροφιά και μου έμαθαν πολλά και σημαντικά πράγματα!

Πάνος Τουρλής