Ένα από τα ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει (φέτος; γενικά;). Διάβασα την περίληψη στο οπισθόφυλλο και προετοιμάστηκα για ένα βιβλίο της Κατερίνας Μανανεδάκη ή έστω της Λένας Μαντά. Ε, καμία σχέση. Ένα ζευγάρι είναι στα πρόθυρα του διαζυγίου. Οι Δίδυμοι Πύργοι δέχονται επίθεση. Η κατηφόρα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το κατρακύλισμα της κάποτε αγάπης που ένιωθαν αυτοί οι δύο ο ένας για τον άλλον αναπτύσσονται και εξιστορούνται παράλληλα με την κατηφόρα της αξιοπρέπειας του μέσου αμερικανού πολίτη που πλέον πλήττεται από παντού (τρομοκράτες, εβραίους, φακέλους με άνθρακα) και το κατρακύλισμα της εμπιστοσύνης του μέσου Αμερικανού στους γείτονες λαούς, στο Ισραήλ και στους ηγέτες του που τον προασπίζονται με βίαιο τρόπο.
Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί, δεν μεμψιμοιρεί, δεν ηρωοποιεί. Περιγράφει, καταγράφει, γράφει. Τι να πρωτοαναφέρω; Την καθημερινότητα του Αμερικανού, που πλήττεται από ένα σωρό ειδήσεις και παραπληροφόρηση (πρέπει λέει να είσαι πολύ γρήγορος για να προλαβαίνεις να διαβάζεις στην τηλεόραση και την κυλιόμενη μπάρα με τις ειδήσεις και τα νέα στην οθόνη ή τον παρουσιαστή), που πάει τα παιδιά του για ένα πρόχειρο γεύμα στα Μακ, που δουλεύει σε γραφεία με συναδέλφους που ζουν στον ίδιο χώρο και δεν γνωρίζουν κάτι περισσότερο για την προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντά του; Περπατάμε στη Νέα Υόρκη, ζούμε την αγωνία των κατοίκων μετά την επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, νιώθουμε την αλλαγή στο αίμα μας. Φοβερό το επεισόδιο που ο οδηγός του φορτηγού έκελισε με δύναμη την πόρτα του κι όλη η εικόνα πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο γιατί όλοι οι περαστικοί κάνανε την ίδια σκέψη: δέχονται επίθεση αυτοκτονίας! Κι οι επισκέψεις στους ψυχιάτρους αυξήθηκαν, το ρίσκο αυξήθηκε, ζήσε το σήμερα για το σήμερα γιατί αύριο κάποιος θα μπει στην πιτσαρία που έχεις πάει τα παιδιά σου και φωνάζοντας «Ο Θεός είναι μεγάλος» θα τινάξει τα πάντα στον αέρα! (ανατρίχιασα).
Ως προς το ζευγάρι υπήρχαν κάποια πραγματικά αστεία περιστατικά για το πού θα φτάσουν ένας άντρας και μια γυναίκα που αγαπιούνταν μέχρι πρότινος. Όπως λέει και η σύζυγος, δεν θυμάται πια γιατί φτάσανε στο σημείο να μισιούντια τόσο πολύ, δεν έχει πια σημασία. Είναι πραγματικά πολύ άσχημο να φτάνεις στο σημείο να συγκατοικείς με τον πρώην σύζυγό σου ώσπου να βγει το διαζύγιο με τη διατροφή και την έξωσή του από το κάποτε δικό σας διαμέρισμα. Τα παιδιά για άλλη μια φορά αιχμάλωτα των γονικών αποφάσεων και εξουσιών κι όταν παθαίνουν κάτι, οι γονείς ανησυχούν μην το χρησιμοποιήσει σαν όπλο εναντίον τους ο άλλος γονιός (καλά, δεν πρόσεχες το παιδί; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις) (κιι οι δικηγόροι να συνεχίζουν να πληρώνονται). Πραγαμτικά στενοχωρέθηκα, σε ένα σημείο μάλιστα ο μπαμπάς τσακώνεται με τη μαμά και τα παιδιά φωνάζουν με μια φωνή «είστε μπροστά στην τηλεόραση και δεν βλέπουμε». Ειλικρινά, όταν μεγαλώσουν αυτά τα παιδιά, τι οικογένεις θα δημιουργήσουν, τι ενδιαφέροντα θα αποκτήσουν;
Αστεία και τραγική ταυτόχρονα η σκηνή όπου ο σύζυγος δένεται με εκρηκτικά και επιτίθεται στη γυναίκα του για να τελειώνουν πια με αυτό το αστείο αλλά η ύλη δεν πυροδοτείται και μαζί οι δυο σύζυγοι φτιάχνουν και ξαναφτιάχνουν τα εκρηκτικά ώσπου ο σύζυγος τα παρατάει και φεύγει! Χωρίς ίχνος αστεϊσμού ή διακωμώδησης, ξανασκέφτομαι μέχρι πόσο μπορεί κάποιος να αδιαφορήσει για την οικογένειά του ή πόσο απελπισμένος μπορεί να νιώσει ώστε να εξοντώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του με αυτόν τον τρόπο.
Μέσα από το βιβλίο διαβάζουμε πάρα πολλά πράγματα για την καθημερινότητα του Αμερικανού πριν και μετά την τρομοκρατική επίθεση, τις απόψεις του για τον εβραϊσμό και την περιοχή του Ισραήλ, ακόμη και για την εβραϊκή τελετουργία ενός γάμου (παντρεύτηκε ο αδερφός της συζύγου, καλά αυτό το σημείο έκανε μια τεράστια κοιλιά ως προς το σύνολο του περιεχομένου, όταν στο τέλος ανακαλύπτουμε ότι ο σύζυγος σαμπόταρε τον γάμο για εκδίκηση).
Εδώ ο συγγραφέας μας χαστουκίζει ως προς τον μικρόκοσμο και την ατομική μας καθημερινότητα και κατά συνέπεια την αδυναμία που δείχνουμε σε περιπτώσεις μεγάλου κακού: «Η κίνηση των αυτοκινήτων, τα υπόγεια τρένα, το τηλέφωνο, το e-mail, τα γεμάτα κάυσιμα αεροπλάνα που πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας, το Αμερικανικό Ταχυδρομείο, όλα αυτά μας κρατάνε σε έναν εύθραστο, αραχνοΰφαντο ιστό νοήματος. Μία και μοναδική πράξη κακού μπορεί να τον ξεσκίσει. Στα χέρια μας κρατάμε ο ένας τη σπουδαιότητα του άλλου».
Σε ένα άλλο σημείο διαβάζουμε μια σοβαρή απορία για όλον αυτόν τον γιγαντισμό των ΗΠΑ: «Έχουμε αρκετά στρατεύματα για να καταλάβουμε μια χώρα 25.000.000 ανθρώπων σε μια περιοχή του κόσμου που διάκειται εχθρικά απέναντί μας βάσει ιστορικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών λόγων. Αυτά τα κράτη δε θα γίνονταν ακόμη πιο εχθρικά απέναντι στην Αμερική;». Κια πολλά πολλά ακόμη. Σπάνια ένα βιβλίο με έχει κάνει να σταματήσω για να σκεφτώ, χωρίς αυτό να είναι ο σκοπός του (ένα μυθιστόρημα διαβάζεις στο κάτω κάτω, όχι δοκίμιο). Πραγματικά το συνιστώ ανεπιφύλακτα γιατί κάθε σελίδα είναι και μια έκπληξη και για τη σχέση των δυο πρώην συζύγων και για την πορεία των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Ένα μεγάλο μειονέκτημα είναι ότι ο μεταφραστής κλείνει όλα τα ξενόγλωσσα ονόματα (του Βίκτωρα, της Βαϊόλας κλπ.) και τις λεωφόρους τις άφησε αμετάφραστες (Τουέντι θέρντ Άβενιου, μα είναι δυνατόν, Εικοστή Τρίτη Λεωφόρος ηχεί άσχημα;).
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα.
Πάνος Τουρλής