Σάμουελ Μπέκετ

Ο Σάμουελ Μπέκετ γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1906, κοντά στο Δουβλίνο, σε ένα προτεσταντικό σπίτι της μεσαίας τάξης. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών οι γονείς του τον έστειλαν εσώκλειστο στο ίδιο σχολείο που φοίτησε και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Κάποτε είπε για εκείνη την εποχή: «Κοιτώντας πίσω, στα παιδικάτα μου, συμπεραίνω ότι είχα ελάχιστο ταλέντο για την ευτυχία».
Ο Μπέκετ ήταν συνεπής στη μοναξιά του. Το δυστυχισμένο αγόρι εξελίχθηκε σύντομα σε έναν δυστυχισμένο νεαρό άνδρα, που η κατάθλιψη συχνά το έκανε να παραμένει στο κρεβάτι μέχρι το απόγευμα. Του ήταν δύσκολο να συμμετέχει σε οποιαδήποτε μεγάλη συνομιλία -χρειαζόταν αρκετή ώρα και αρκετά ποτά για να «ζεσταθεί»- αλλά οι γυναίκες δεν μπορούσαν να του αντισταθούν. Ωστόσο ο μοναχικός νεαρός ποιητής δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να διαπεράσει τη μοναξιά του.

Το 1928 ο Μπέκετ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, το οποίο κέρδισε γρήγορα την καρδιά του. Αμέσως μόλις έφτασε εκεί, ένας κοινός φίλος τον σύστησε στον Τζέιμς Τζόις, και ο Μπέκετ έγινε γρήγορα απόστολος του μεγαλύτερού του στα χρόνια συγγραφέα. Σε ηλικία 23 ετών έγραψε ένα δοκίμιο προς υπεράσπιση του έργου του Τζόις και ενάντια στην οκνηρή τάση του κοινού προς τα «εύκολα αναγνώσματα». Έναν χρόνο αργότερα κέρδισε το πρώτο λογοτεχνικό βραβείο του -10 λίρες για ένα ποίημα υπό τον τίτλο «Whoroscope», μια συνομιλία με τον Καρτέσιο σχετικά με το ζήτημα του χρόνου και την παροδικότητα της ζωής. Στη συνέχεια, αφού έγραψε μια μελέτη για τον Προυστ, ο Μπέκετ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνήθεια και η ρουτίνα ήταν ο «καρκίνος του χρόνου», κι έτσι παραιτήθηκε από τη θέση του στο κολέγιο Τρίνιτι ξεκινώντας ένα νομαδικό ταξίδι σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ταξίδεψε στην Ιρλανδία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, και στη Γερμανία, γράφοντας ποιήματα και πρόζα, ασκώντας περίεργα, ευκαιριακά επαγγέλματα για να τα βγάλει πέρα. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του ήρθε σε επαφή με πολλούς άστεγους και αναζητητές, και αυτές οι συναντήσεις αργότερα θα αποτυπώνονταν σε μερικούς από τους σπουδαιότερους χαρακτήρες του. Όποτε συνέβαινε να περάσει από το Παρίσι, αναζητούσε τον Τζόις και οι δυο τους είχαν ατελείωτες συναντήσεις, αν και φημολογείται ότι συχνά κάθονταν μαζί εν σιωπή υποφέροντας από τη θλίψη τους.

Εγκαταστάθηκε τελικά στο Παρίσι το 1937. Λίγο μετά δέχτηκε επίθεση στον δρόμο από ένα άτομο που τον είχε πλησιάσει για να του ζητήσει χρήματα. Αργότερα, στο νοσοκομείο, θα μάθαινε ότι είχε έναν τρυπημένο πνεύμονα. Μετά από την ανάρρωσή του πήγε στη φυλακή για να επισκεφτεί αυτόν που του επιτέθηκε. Όταν τον ρώτησε γιατί του είχε επιτεθεί, ο φυλακισμένος απάντησε «δεν γνωρίζω, κύριε», μια φράση που με εμμονή επαναλαμβάνεται από μερικές από τις χαμένες και συγχυσμένες ψυχές που θα εποικούσαν τα μετέπειτα έργα του συγγραφέα.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Μπέκετ παρέμεινε στο Παρίσι - ακόμα και όταν αυτό καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Αγωνίστηκε για την αντίσταση έως το 1942, όταν συνελήφθησαν διάφορα μέλη της ομάδας του και αναγκάστηκε να διαφύγει με τη Γαλλίδα σύζυγό του στη μη κατειλημμένη ζώνη. Το 1945, αφότου το Παρίσι απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς, επέστρεψε και τότε ξεκίνησε η πιο παραγωγική συγγραφική του περίοδος. Στα πέντε έτη που ακολούθησαν έγραψε τα θεατρικά έργα  Eleutheria, Waiting for Godot, Endgame, τις νουβέλες Malloy, Malone Dies, The Unnamable, και  Mercier et Camier, δύο βιβλία διηγημάτων και ένα βιβλίο κριτικής.

Το πρώτο θεατρικό του Μπέκετ, η Eleutheria, αντανακλά την αναζήτησή του της ελευθερίας, που περιστρέφεται γύρω από τις προσπάθειες ενός νέου ανθρώπου να αποκοπεί από την οικογένεια και τις κοινωνικές υποχρεώσεις του. Ο πρώτος πραγματικός θρίαμβός του, εντούτοις, ήρθε στις 5 Ιανουαρίου του 1953, με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» που πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Θέατρο της Βαβυλώνας». Παραδόξως το περίεργο μικρό έργο στο οποίο «τίποτα δεν συμβαίνει» έγινε αμέσως επιτυχία, και παρουσιάστηκε για τετρακόσιες παραστάσεις στο «Θέατρο της Βαβυλώνας», δεχόμενο διθυραμβικούς επαίνους από πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους δραματουργούς όπως οι Tennessee Williams, Jean Anouilh, Thornton Wilder και William Saroyan. Ο τελευταίος μάλιστα επισήμανε: «Αυτό το έργο θα ανοίξει τον δρόμο σε εμένα και σε όλους να γράψουμε ελεύθερα στο θέατρο». Ωστόσο, η διασημότερη παραγωγή τού «Περιμένοντας τον Γκοντό» πραγματοποιήθηκε το 1957, όταν μια ομάδα ηθοποιών από το «San Francisco Actor's Workshop» παρουσίασε το έργο στο σωφρονιστήριο San Quentin για ένα ακροατήριο τουλάχιστον χιλίων τετρακοσίων καταδίκων. Πέρα από κάθε προσδοκία, η παραγωγή σημείωσε τεράστια επιτυχία. Οι φυλακισμένοι κατάλαβαν, μαζί με τον Vladimir και τον Εstragon, πως η ζωή σημαίνει αναμονή, σκότωμα του χρόνου και προσκόλληση στην ελπίδα ότι η ανακούφιση μπορεί να βρίσκεται ακριβώς πίσω από τη γωνία. Εάν όχι σήμερα, ίσως αύριο.

Ο Μπέκετ καθιερώθηκε ως σπουδαίος δραματουργός στις 3 Απριλίου 1957, όταν το δεύτερο αριστούργημά του, Endgame, πρωτοπαρουσιάστηκε (στα γαλλικά) στο Royal Court Theatre, στο Λονδίνο. Αν και τα αγγλικά ήταν η μητρική γλώσσα του Μπέκετ, πολλά σπουδαία έργα του γράφτηκαν αρχικά στα γαλλικά - περίεργο φαινόμενο δεδομένου ότι η μητρική γλώσσα του συγγραφέα ήταν αποδεκτή ως διεθνής γλώσσα του εικοστού αιώνα. Προφανώς αναζητούσε την πειθαρχία και την οικονομία της έκφρασης στις οποίες θα τον οδηγούσε αναγκαστικά μια επίκτητη γλώσσα.

Τα έργα του Μπέκετ δεν στηρίζονται στα παραδοσιακά στοιχεία του δράματος. Μετατρέπει την πλοκή, τους χαρακτήρες και την τελική λύση, στοιχεία που ήταν έως τότε οι σφραγίδες του δράματος, σε μια σειρά από συγκεκριμένες σκηνικές εικόνες. Η γλώσσα είναι άχρηστη, γι? αυτό δημιουργεί έναν μυθικό κόσμο που κατοικείται από τα μόνα πλάσματα που αγωνίζονται μάταια να εκφράσουν το ανέκφραστο. Οι χαρακτήρες του ζουν μέσα σε ένα φοβερό κενό σαν σε όνειρο, νικημένοι από μια συντριπτική αίσθηση παραζάλης και θλίψης, προσπαθώντας με τρόπο γκροτέσκο να επιτύχουν κάποια μορφή επικοινωνίας.

Ο Μπέκετ ήταν ο πρώτος από τους συγγραφείς του «παραλόγου» που κέρδισε διεθνή φήμη. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Το 1969 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία. Συνέχισε να γράφει μέχρι τον θάνατό του, το 1989, αλλά δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ από έργο σε έργο, ώσπου στο τέλος αποφάνθηκε πως «η κάθε λέξη τού φαινόταν σαν ένας περιττός λεκές μέσα στη σιωπή και στο τίποτα».

Ο Χάρολντ Πίντερ γράφει για τον Μπέκετ: «Είναι ο πιο θαρραλέος, αδίστακτος συγγραφέας που γνωρίζω και όσο πιο πολύ τρίβει τη μύτη μου στα σκατά τόσο πιο ευγνώμων του είμαι. Δεν με κοροϊδεύει, δεν με παραπλανά, δεν μου κλείνει το μάτι, δεν μου πλασάρει γιατρειά ή σωτηρία, δεν μου πουλάει τίποτε που δεν θέλω να αγοράσω - δεν δίνει δεκάρα αν θ' αγοράσω ή όχι. E, λοιπόν, θα αγοράσω από την πραμάτεια του, αγκίστρι, πετονιά και βαρίδι, γιατί δεν αφήνει πέτρα που να μην τη γυρίσει και κανένα σκουλήκι στην ησυχία του. Φέρνει στο φως ένα σώμα ομορφιάς. Το έργο του είναι όμορφο».

πηγή: http://www.imagi-nation.com