Πρόκειται, σύμφωνα με την επιλογική διευκρίνηση, για έναν επινοημένο διάλογο ανάμεσα στον ποιητή και συλλέκτη Edward James και στην ιδιόρρυθμη Βιεννέζα χορεύτρια και σταρ της δεκαετίας του '20 Tilly Losch. Πάντως και χωρίς τη ρητή αυτή δήλωση, η ανάγνωση δεν προσκρούει σε εννοιολογικά εμπόδια ή δυσνόητα χωρία. Η γραφή, έμπειρη και μεθοδική, ξέρει ποιο ακριβώς κρίσιμο σημείο οφείλει να φωτίσει περισσότερο και πότε ακριβώς πρέπει να παραιτηθεί και να επιστρέψει στη γονιμοποιό αφετηρία της. Δεν εκβιάζεται τίποτε, δεν υπέρ-εξιστορείται κάτι. Τα πράγματα, ίδίως τα φυτά, τα μη κατονομαζόμενα επακριβώς δέντρα, ως επαρκείς βεβαίως εκπρόσωποι του αρχετυπικού είδους, διεκδικούν σε ισότιμη βάση με τα υποκείμενα την προσοχή μας, την αμέριστη συμπαράστασή μας στα δικά τους δεινά. Εσωτερικά και εξωτερικά τοπία συνδιαλέγονται αρμονικά.
Η παρέμβαση του παρατηρητή νομιμοποείται στο βαθμό που η ευφυής του συμπεριφορά δεν προδίδει τους κανόνες της σύνθεσης. Εξ ου και η ομολογία: «Εισβολέας οφθαλμός/ για να τα βλέπω όλα». Άλλωστε, η Λιάνα Σακελλίου, μετά από τόσα χρόνια σπουδών του αγγλοσαξονικού κανόνα, και του ιδιώματος που επικαλείται και υποστηρίζει, φαίνεται να έχει κατανοήσει πλήρως στη λεκτική πράξη την αποτίμηση του μεγάλου δασκάλου, του Χένρι Τζέιμς, ότι δηλαδή «the very obvious truth that the deepest quality of a work of art will be the quality of the mind of the producer». Η προσωποποίηση της φύσης δρα σαφώς συναινετικά, ως η μόνη εν τέλει πηγή παραμυθίας. Ο ποιητικός διάλογος μετεξελίσσεται σταδιακά, ανεπαίσθητα αλλά εξ ίσου συνειδητά, σε δοκίμιο οντολογικής κατεύθυνσης. Αν και η προοπτική διερμηνείας των ζεόντων προβλημάτων της ερωτικής ύπαρξης δεν φαίνεται να ολοκληρώνεται εντός του φαντασιακού, αφηγματικά ορθού παρόντος, παρέχει εν τούτοις όλα τα ικανά και αναγκαία εκείνα εχέγγυα, τα οποία προαπαιτούνται για τη διατήρηση της απαραίτητης κειμενικής έντασης. Για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής έστωσαν αυτά: «Όπως όλα ήμουν κι εγώ παροδική./ Δεμένος σε δέντρο ανυπόμονο/ με κοίταξες./ Γρήγορο το γύρισμα του λαιμού σου./ Πολφώδης η σάρκα των καρπών./ Είναι το δάσος λησμονημένο/ ή μάταιο ποίημα;/ Πώς να μιλήσω για το δάσος;/ Αυτό μόνο?/ Είχα επίγνωση της αναπνοής σου». Ο στίχος ομολογεί, με την παρρησία που διακρίνει τη δημιουργική γραφή, ότι υπάρχει πράγματι η προοπτική της αναστήλωσης του απολεσθέντος παραδείσου. Όντας η γέφυρα που ενώνει το επικοινωνιακό νυν με το ακαταμάχητο παρελθόν μιας ιδιαίτερης συναισθηματικής δράσης, ο λόγος ανασταίνει, με τον δικό του τιμαλφή τρόπο, τα ινδάλματα, τα οποία σάρκωναν κάποτε την αντικειμενική πραγματικότητα.
Γιώργος Βέης, ποιητής
αναδημοσίευση από: avgi.gr