Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί

της Alice Feeney

Μια εκκλησία στη μέση του πουθενά, ένα παντρεμένο ζευγάρι που έχει αποξενωθεί, ένα τέλος που πλησιάζει γοργά. Τι κρύβεται πίσω από την πρόταση για ένα Σαββατοκύριακο στα Χάιλαντς; Τι μυστικά έχουν ο ένας από τον άλλον; Θα διορθωθεί ή θα διαλυθεί ο γάμος τους; Ποιος από τους δύο δε θέλει να τα ξαναβρούν ποτέ; Ποιος τους παρακολουθεί και με τι κίνητρο; Η Alice Feeney έγραψε ένα νέο θρίλερ που κόβει την ανάσα!

Η ιστορία ξεδιπλώνεται κυρίως μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του σεναριογράφου Άνταμ Ράιτ και της συζύγου του, Αμίλια και μέσα από τις επιστολές που της δεύτερης προς τον πρώτο. Αυτές οι εναλλαγές επιτρέπουν στη συγγραφέα να καταγράψει τα γεγονότα απ’ όλες τις μεριές και μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, οι οποίες της επιτρέπουν να παίξει με το μυαλό του αναγνώστη και να μπερδέψουν αρκετά τις δραματικές εξελίξεις. Λέξεις με διττό νόημα, υπονοούμενα, μυστηριώδεις φράσεις που κάτι κρύβουν από τον αναγνώστη και η μεγάλη έκπληξη στο τέλος συγκροτούν έναν διαρκή αγώνα ενάντια στον χρόνο και αυξάνουν την αγωνία ως προς το τέλος της ιστορίας και την ταυτότητα του προσώπου που φαίνεται να τους παρακολουθεί. Το ζευγάρι λοιπόν ταξιδεύει στη Σκωτία, παρασυρμένο από την ιδέα που τους έδωσε η σύμβουλος γάμου για μια μικρή απόδραση του Σαββατοκύριακου μήπως και σώσουν τον γάμο τους. Σε αυτό συμβάλει και το γεγονός ότι η Αμίλια κέρδισε δωρεάν διαμονή σε μια εκκλησία που μετατράπηκε σε πανσιόν, μόνο που όταν φτάνουν εκεί τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως τα περίμεναν. Ενδιάμεσα διαβάζουμε τις κρυφές ετήσιες επιστολές της Αμίλια προς τον άντρα της, που τις έγραψε με αφορμή τις επετείους γάμου τους. Τι του γράφει, γιατί σβήνει κάποιες πιο επιθετικές φράσεις και στη συνέχεια τις μαλακώνει, πώς εμπνεύστηκε για μια τέτοια κίνηση, τι αλλάζει με την πάροδο του χρόνου στις επιστολές; «Με κάνουν να νιώθω καλύτερα κι ας ξέρω ότι θα σε κατέστρεφαν αν τα έβρισκες». Γιατί όμως ο Άνταμ αποφαίνεται πως: «Υπάρχουν δάση με λιγότερες σκιές από αυτήν» (σελ. 110);

Ο Άνταμ και η Αμίλια είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες και μέσα από την καθημερινότητά τους και τις δουλειές τους μαθαίνουμε κι εμείς διάφορα πράγματα, όπως από τη μια την αναλγησία των ανθρώπων για τα ζώα, τη βιασύνη τους να ξεφορτωθούν μόλις μεγαλώσει ό,τι αρχικά αγάπησαν κι από την άλλη την καθημερινή ζωή ενός συγγραφέα, τη μοναξιά του, την επιμονή του, την αυτοπεποίθησή του και τις αντίστοιχες συνέπειες στην οικογενειακή και κοινωνική του ζωή: «Οι συγγραφείς είναι παράξενα και απρόβλεπτα όντα. Πρέπει να έχουν υπομονή, αποφασιστικότητα, αρκετά ισχυρά κίνητρα για να δουλεύουν μόνοι στο σκοτάδι και την πίστη στον εαυτό τους να συνεχίζουν όταν οι σκιές απειλούν να τους καταπιούν…είναι στην καλύτερη περίπτωση τρελούτσικοι και στη χειρότερη θεόμουρλοι» (σελ. 152). Λέει ο Άνταμ: «Η δουλειά μου με κάνει να νιώθω νέος, μα η γυναίκα μου με κάνει να νιώθω γέρος». Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής πάσχει από προσωπαγνωσία, δεν μπορεί δηλαδή να διακρίνει τα χαρακτηριστικά των προσώπων, ακόμη και του δικού του, γι’ αυτό και τη γυναίκα του την αναγνωρίζει από τον ήχο της φωνής της μόνο ή την αίσθηση του χεριού της. Μπορεί να περιβάλλεται από φίλους αλλά να έχει την εντύπωση ότι δεν ξέρει κανέναν, εξ ου και έχουν μείνει σχεδόν μόνοι τους από κοινωνικής άποψης. Αυτό είναι μεγάλο βάρος γι’ αυτόν, ειδικά όταν μαθαίνουμε πως υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου της μητέρας του σε τροχαίο αλλά δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον ένοχο αν και όποτε βρεθεί!

Δύο διαφορετικοί άνθρωποι λοιπόν που κατάφεραν να συμβιώσουν και να βρουν κοινά σημεία αλλά στην πορεία άρχισαν να απομακρύνονται και να αποξενώνονται. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ο γάμος τους διαλύεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη εξαιτίας μιας σειράς απλών, συνηθισμένων, καθημερινών γεγονότων που όλοι μπορεί να βιώσουμε κάποια στιγμή, εξ ου και οι διάφορες και άφθονες διαχρονικές παρατηρήσεις πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις είτε στο πλαίσιο ενός γάμου είτε ευρύτερα. «Την αγαπώ τη γυναίκα μου. Απλώς δε νομίζω ότι συμπαθούμε ο ένας τον άλλον όπως παλιά», παραδέχεται ο Άνταμ. Και συνεχίζει η Αμίλια: «Υποθέτω ότι τα πραγματικά προβλήματα ξεκίνησαν όταν αρχίσαμε να προτιμάμε αυτά τα πράγματα ο ένας από τον άλλον». Και παρακάτω: «Το νιώθεις όταν κάποιος που αγαπάς λέει ψέματα. Αυτό που δεν ξέρω ακόμα είναι το γιατί». Τέλος: «Γι’ αυτό είμαι συναισθηματικά χρεοκοπημένος αυτήν την εποχή, όση αγάπη μου είχε απομείνει για εκείνη έχει εξαντληθεί» (σελ. 110). Οπότε τι γίνεται παρακάτω;

Από τη μια κλιμακώνεται ο φόβος και η αγωνία για το τι θα συμβεί στη συνέχεια, κάτι άψογα σχεδιασμένο γιατί ουσιαστικά η δράση ξετυλίγεται μέσα από τις αναμνήσεις και τα λόγια μόνο δύο ανθρώπων κι από την άλλη περνάνε διαχρονικά μηνύματα φθοράς της σχέσης ενός ζευγαριού («Δεν ήμασταν πάντα αυτοί που είμαστε τώρα», «Ο χρόνος μπορεί ν’ αλλάζει τις σχέσεις», «Δεν αποτυγχάνουν οι γάμοι αλλά οι άνθρωποι»), τα αίτια και τα αιτιατά («Είμαστε ακόμη μαζί παρ’ όλους τους λόγους που ίσως δε θα ‘πρεπε»), οι κρυφές σκέψεις («Μερικές φορές, οι φαινομενικά πιο αθώοι άνθρωποι αποδεικνύεται ότι είναι ένοχοι για φρικτά πράγματα. Μερικές φορές, οι άνθρωποι που κάνουν κακά πράγματα είναι απλώς κακοί άνθρωποι», σελ. 212), τα λάθη («Βαδίζουμε και οι δυο τόσο προσεκτικά που ουσιαστικά είμαστε στάσιμοι»), οι προσδοκίες που διαψεύστηκαν, αισθήματα, σκέψεις και λόγια ενός πραγματικού ζευγαριού της διπλανής πόρτας: «Όσα είδη αγάπης υπάρχουν, άλλοι τόσοι είναι οι διάφοροι τρόποι που μπορεί να ραγίσει η καρδιά σου». Επίσης: «Δεν έχει σημασία πόσο διαρκεί μια σχέση αλλά τι μας διδάσκει τον ένα για τον άλλο και για τον εαυτό μας» (σελ. 248). Άλλωστε: «Κάποιοι λένε ότι ο γάμος είναι σαν το κρασί και γίνεται καλύτερος με τα χρόνια αλλά υποθέτω ότι όλα εξαρτώνται από τα σταφύλια».

«Η ζωή είναι απρόβλεπτη στην καλύτερη περίπτωση, ασυγχώρητη στη χειρότερη» (σελ. 123) και αυτό θα το βιώσουν για τα καλά στο πετσί τους ο Άνταμ κι η Αμίλια. Κάποιος από τους δύο έχει ένα υστερόβουλο σχέδιο και σταδιακά διαπιστώνουμε πως το κατέστρωσε όλο αυτό από την αρχή και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Εν τω μεταξύ ποια είναι η μυστηριώδης Ρόμπιν και γιατί τους παρακολουθεί; Ποιος μένει μαζί της στο σπίτι της; Γιατί διάλεξε αυτήν την ερημιά για να ζήσει; Ποιο είναι το μυστικό της; «Ούτε οι επισκέπτες θα μπορέσουν να φύγουν όταν το θελήσουν. Αλλά δεν το ξέρουν ακόμα» (σελ. 125). Προσπαθεί ν’ αφήσει πίσω της τα λάθη της και να μην επιτρέψει στη θλίψη να την καταστρέψει. Να όμως που τα μυστικά από τα οποία προσπάθησε να ξεφύγει ήρθαν και τη βρήκαν. Και τότε… «Πέτρα, ψαλίδι χαρτί» λέγεται το πρώτο σενάριο που έγραψε ο Άνταμ Ράιτ και, χωρίς να έχει γίνει ποτέ ταινία, του άνοιξε τον δρόμο για την καριέρα που ακολουθεί τώρα. Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί παίζει με τη γυναίκα του κάθε φορά που θέλουν να πάρουν σημαντικές αποφάσεις. Μπορεί λοιπόν μια διήμερη εκδρομή να σώσει πραγματικά έναν γάμο; Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτήν την ιστορία, όλα είναι καλά σχεδιασμένα και στημένα, γιατί κάποιος από τους δύο λέει ψέματα και δε θέλει να τα ξαναβρούν και να ζήσουν ευτυχισμένοι. «Αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν σύμφωνα με το σχέδιο, μόνο ο ένας μας θα γυρίσει στο σπίτι»! Δέκα χρόνια μυστικών, μια επέτειος που δε θα ξεχάσουν ποτέ. Ας παίξουμε λοιπόν!

Πάνος Τουρλής