Ο Marcel Proust Αναζητά τον Χαμένο Χρόνο
Τον Νοέμβριο του 1913, στις προθήκες των παρισινών βιβλιοπωλείων κάνει την εμφάνισή της η πρώτη ενότητα του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Marcel Proust, με γενικό τίτλο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Χαμένος χρόνος, όμως, αποδείχτηκε στην πράξη για τον ίδιο συγγραφέα η αναζήτηση ενός εκδότη, καθώς κανείς δεν αναλάμβανε την έκδοση ενός πολύτομου έργου που διακρινόταν για τον μακροπερίοδο λόγο του, την ιδιότροπη στίξη του και τις σχοινοτενείς αναλύσεις του, με αποτέλεσμα να εκδοθεί με προσωπικά έξοδα του συγγραφέα.
Ο Γ. Πικόν συνοψίζοντας την υπόθεση του βιβλίου θα πει πως πρόκειται για την ιστορία μιας ζωής αλλά και την ιστορία ενός βιβλίου. «Βλέπουμε κάποιον να προχωράει στην ύπαρξη, αναζητώντας αυτό που ανήκει στην τάξη της ύπαρξης: μια ευτυχία, το Υπέρτατο Αγαθό [?]. Ταυτόχρονα βλέπουμε τον ήρωα [?] να γυρεύει το θέμα ενός βιβλίου που θέλει να γράψει». Η συγγραφή του κράτησε 13 ολόκληρα χρόνια, από το 1908 μέχρι τον θάνατο του, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα μυθιστόρημα που στη ελληνική του έκδοση φτάνει τις 3.054 πυκνογραμμένες σελίδες. Πρότυπο του ο Μπαλζάκ και η «Ανθρώπινη Κωμωδία». Ενθουσιάζεται με το μεγαλοφυές εύρημα του Μπαλζάκ να διατηρήσει τους ίδιους χαρακτήρες στο σύνολο του έργου του. Η πρώτη του σκέψη ήταν το μυθιστόρημα του να απαρτίζεται από τρία μέρη: Από την μεριά του Σουάν, Από την μεριά του Γκερμάν, και Ο ξανακερδισμένος χρόνος. Κρατώντας σταθερά την αρχή και το τέλος, παρεμβάλλει τις ενότητες: Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Σόδομα και Γόμορρα, Η Φυλακισμένη και Η Δραπέτισσα.
Έχοντας ως θεματικούς άξονες την ανάμνηση του παρελθόντος και τις τύψεις που το συνοδεύουν, το Αναζητώντας λειτουργεί ως καθρέφτης, όπου αντανακλάται η καθαρά υποκειμενική θεώρηση της πραγματικότητας.
Ο Νίκος Γκάτσος στην Αμοργό
Ο τίτλος του ποιητή συνοδεύει τον Νίκο Γκάτσο, κι ας έχει εκδώσει παρά μόνο μια ποιητική συλλογή, την Αμοργό (1943). Και πώς να μην συμβαίνει άλλωστε αυτό, αφού η Αμοργός χαιρετίστηκε από την λογοτεχνική γενιά του ?30 ως ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της νεοελληνικής γραμματολογίας, ξεχωρίζοντας για την ποιητική της αρτιότητα και το στοχαστικό της βάθος.
Ομολογώ πως πρωτοδιάβασα το ποίημα, λόγω της αμοργιανής καταγωγής μου. Με μια φιλήδονη περιέργεια ρουφούσα τους στίχους, ανυπομονώντας να ανακαλύψω δικές μου εικόνες, εντυπώσεις, αισθήματα, όπως αυτά υπαγορεύονταν από το ιδιαίτερο χρώμα του αμοργιανού τοπίου. Μέγα λάθος όμως, γιατί η Αμοργός του Γκάτσου είναι ότι και η Ιθάκη για τον Καβάφη. Δεν προσεγγίζεται με όρους καθαρά γεωγραφικούς. Ασφαλέστερος δρόμος, για να βγάλουμε συμπεράσματα για τις προθέσεις του ποιητή, μοιάζει να είναι η ετυμολογική προσέγγιση: το λήμμα, λοιπόν, «αμέργω» σημαίνει εκείνο που στραγγίζει, που αποστάζει. Τα ποιητικά σημαινόμενα δεν είναι παρά «αποσταγμένα τοπία ψυχής» (Αλ. Αργυρίου), ξεπερνούν τον «αιγαιοπελαγίτικο» συνειρμό και μετουσιώνονται σε μια άυλη, πνευματική, και κατά συνέπεια οικουμενική, πραγματικότητα. Είναι ένα όχημα που μεταφέρει το όραμα του ποιητή, ο οποίος προσπαθεί να ξορκίσει τον Θάνατο, με την φωτεινή δύναμη του Έρωτα και της Φύσης.
Η Αμοργός, τέλος, είναι τόπος συνάντησης διαφορετικών πολιτισμικών ρευμάτων και παραδόσεων. Ο Γκάτσος εγκολπώνει μες στην ελληνική ποίηση την γαλλική, παντρεύει τον υπερρεαλισμό με την παραδοσιακή δημοτική ποίηση, αλλά και με τις φιλοσοφικές αρχές του Χούσσερλ, όπως μας συμπληρώνει ο Ελύτης.
Ο Raymond Radiguet και ο Διάβολος στο κορμί
Η ζωή του Raymond Radiguet (1903-1923) μοιάζει με την τροχιά ενός διάττοντα αστέρα, με τη διαφορά όμως πως η λάμψη του φέγγει ακόμη στο έναστρο στερέωμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το νήμα της ζωής του κόβεται μόλις στο εικοστό έτος της ηλικίας του. Ήδη από τα δεκαπέντε του, μοιράζεται τις πνευματικές ανησυχίες της avant-garde σκηνής της γαλλικής πρωτεύουσας δίπλα στον Breton, τον Tzara και τον Cocteau. Με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Διάβολος στο κορμί» (εκδ. Printa), καταφέρνει να εντυπωσιάσει κριτικούς και ομοτέχνους του. Στο πρόσωπο του θα δουν τον ανανεωτή του ψυχογραφικού μυθιστορήματος και θα τον κατατάξουν δίπλα στην Madame de Lafayette, τον Stendhal και τον Proust.
Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο δεκαεξάχρονος Φρανσουά, ο οποίος θα συνάψει ερωτικό δεσμό με την Μάρθα, μεγαλύτερη του κατά δύο χρόνια και αρραβωνιασμένη με τον Ζακ που πολεμάει στο μέτωπο. Θα ζήσουν μια θυελλώδη σχέση, γεμάτη πάθος, επιπολαιότητες και λάθη. Ο Φρανσουά θα αποδειχθεί κατώτερος των περιστάσεων και θα λυγίσει υπό το βάρος ευθυνών που, έτσι κι αλλιώς, ταίριαζαν σε ενήλικα.
Λανθασμένα πολλοί θεώρησαν πως πρόκειται για ένα καθαρά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. «Θέλησαν να δουν στο βιβλίο μου εκμυστηρεύσεις. Τι σφάλμα! Το έγραψα για να δώσω το ανάγλυφο ενός μυθιστορήματος όπου όλα είναι γέννημα της φαντασίας και στην συνέχεια να σκιαγραφήσω την ψυχολογία ενός αγοριού» θα γράψει σε κάποιο σημείωμα. Τι ειρωνεία όμως! Κατάφερε να προβλέψει το δικό του, τραγικό τέλος, βάζοντας στο στόμα του Φρανσουά να πει: «Καιγόμουν, βιαζόμουν, σαν τους ανθρώπους που ξέρουν ότι θα πεθάνουν νέοι και είναι άπληστοι για τη ζωή..». Τον Δεκέμβρη του 1923, θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό και θα πεθάνει, χωρίς να προλάβει την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματός του, «Le Bal du comte d?Orgel».
Νίκος Ταγκούλης
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Καλειδοσκόπιο)
Τον Νοέμβριο του 1913, στις προθήκες των παρισινών βιβλιοπωλείων κάνει την εμφάνισή της η πρώτη ενότητα του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Marcel Proust, με γενικό τίτλο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Χαμένος χρόνος, όμως, αποδείχτηκε στην πράξη για τον ίδιο συγγραφέα η αναζήτηση ενός εκδότη, καθώς κανείς δεν αναλάμβανε την έκδοση ενός πολύτομου έργου που διακρινόταν για τον μακροπερίοδο λόγο του, την ιδιότροπη στίξη του και τις σχοινοτενείς αναλύσεις του, με αποτέλεσμα να εκδοθεί με προσωπικά έξοδα του συγγραφέα.
Ο Γ. Πικόν συνοψίζοντας την υπόθεση του βιβλίου θα πει πως πρόκειται για την ιστορία μιας ζωής αλλά και την ιστορία ενός βιβλίου. «Βλέπουμε κάποιον να προχωράει στην ύπαρξη, αναζητώντας αυτό που ανήκει στην τάξη της ύπαρξης: μια ευτυχία, το Υπέρτατο Αγαθό [?]. Ταυτόχρονα βλέπουμε τον ήρωα [?] να γυρεύει το θέμα ενός βιβλίου που θέλει να γράψει». Η συγγραφή του κράτησε 13 ολόκληρα χρόνια, από το 1908 μέχρι τον θάνατο του, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα μυθιστόρημα που στη ελληνική του έκδοση φτάνει τις 3.054 πυκνογραμμένες σελίδες. Πρότυπο του ο Μπαλζάκ και η «Ανθρώπινη Κωμωδία». Ενθουσιάζεται με το μεγαλοφυές εύρημα του Μπαλζάκ να διατηρήσει τους ίδιους χαρακτήρες στο σύνολο του έργου του. Η πρώτη του σκέψη ήταν το μυθιστόρημα του να απαρτίζεται από τρία μέρη: Από την μεριά του Σουάν, Από την μεριά του Γκερμάν, και Ο ξανακερδισμένος χρόνος. Κρατώντας σταθερά την αρχή και το τέλος, παρεμβάλλει τις ενότητες: Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Σόδομα και Γόμορρα, Η Φυλακισμένη και Η Δραπέτισσα.
Έχοντας ως θεματικούς άξονες την ανάμνηση του παρελθόντος και τις τύψεις που το συνοδεύουν, το Αναζητώντας λειτουργεί ως καθρέφτης, όπου αντανακλάται η καθαρά υποκειμενική θεώρηση της πραγματικότητας.
Ο Νίκος Γκάτσος στην Αμοργό
Ο τίτλος του ποιητή συνοδεύει τον Νίκο Γκάτσο, κι ας έχει εκδώσει παρά μόνο μια ποιητική συλλογή, την Αμοργό (1943). Και πώς να μην συμβαίνει άλλωστε αυτό, αφού η Αμοργός χαιρετίστηκε από την λογοτεχνική γενιά του ?30 ως ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της νεοελληνικής γραμματολογίας, ξεχωρίζοντας για την ποιητική της αρτιότητα και το στοχαστικό της βάθος.
Ομολογώ πως πρωτοδιάβασα το ποίημα, λόγω της αμοργιανής καταγωγής μου. Με μια φιλήδονη περιέργεια ρουφούσα τους στίχους, ανυπομονώντας να ανακαλύψω δικές μου εικόνες, εντυπώσεις, αισθήματα, όπως αυτά υπαγορεύονταν από το ιδιαίτερο χρώμα του αμοργιανού τοπίου. Μέγα λάθος όμως, γιατί η Αμοργός του Γκάτσου είναι ότι και η Ιθάκη για τον Καβάφη. Δεν προσεγγίζεται με όρους καθαρά γεωγραφικούς. Ασφαλέστερος δρόμος, για να βγάλουμε συμπεράσματα για τις προθέσεις του ποιητή, μοιάζει να είναι η ετυμολογική προσέγγιση: το λήμμα, λοιπόν, «αμέργω» σημαίνει εκείνο που στραγγίζει, που αποστάζει. Τα ποιητικά σημαινόμενα δεν είναι παρά «αποσταγμένα τοπία ψυχής» (Αλ. Αργυρίου), ξεπερνούν τον «αιγαιοπελαγίτικο» συνειρμό και μετουσιώνονται σε μια άυλη, πνευματική, και κατά συνέπεια οικουμενική, πραγματικότητα. Είναι ένα όχημα που μεταφέρει το όραμα του ποιητή, ο οποίος προσπαθεί να ξορκίσει τον Θάνατο, με την φωτεινή δύναμη του Έρωτα και της Φύσης.
Η Αμοργός, τέλος, είναι τόπος συνάντησης διαφορετικών πολιτισμικών ρευμάτων και παραδόσεων. Ο Γκάτσος εγκολπώνει μες στην ελληνική ποίηση την γαλλική, παντρεύει τον υπερρεαλισμό με την παραδοσιακή δημοτική ποίηση, αλλά και με τις φιλοσοφικές αρχές του Χούσσερλ, όπως μας συμπληρώνει ο Ελύτης.
Ο Raymond Radiguet και ο Διάβολος στο κορμί
Η ζωή του Raymond Radiguet (1903-1923) μοιάζει με την τροχιά ενός διάττοντα αστέρα, με τη διαφορά όμως πως η λάμψη του φέγγει ακόμη στο έναστρο στερέωμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το νήμα της ζωής του κόβεται μόλις στο εικοστό έτος της ηλικίας του. Ήδη από τα δεκαπέντε του, μοιράζεται τις πνευματικές ανησυχίες της avant-garde σκηνής της γαλλικής πρωτεύουσας δίπλα στον Breton, τον Tzara και τον Cocteau. Με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Διάβολος στο κορμί» (εκδ. Printa), καταφέρνει να εντυπωσιάσει κριτικούς και ομοτέχνους του. Στο πρόσωπο του θα δουν τον ανανεωτή του ψυχογραφικού μυθιστορήματος και θα τον κατατάξουν δίπλα στην Madame de Lafayette, τον Stendhal και τον Proust.
Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο δεκαεξάχρονος Φρανσουά, ο οποίος θα συνάψει ερωτικό δεσμό με την Μάρθα, μεγαλύτερη του κατά δύο χρόνια και αρραβωνιασμένη με τον Ζακ που πολεμάει στο μέτωπο. Θα ζήσουν μια θυελλώδη σχέση, γεμάτη πάθος, επιπολαιότητες και λάθη. Ο Φρανσουά θα αποδειχθεί κατώτερος των περιστάσεων και θα λυγίσει υπό το βάρος ευθυνών που, έτσι κι αλλιώς, ταίριαζαν σε ενήλικα.
Λανθασμένα πολλοί θεώρησαν πως πρόκειται για ένα καθαρά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. «Θέλησαν να δουν στο βιβλίο μου εκμυστηρεύσεις. Τι σφάλμα! Το έγραψα για να δώσω το ανάγλυφο ενός μυθιστορήματος όπου όλα είναι γέννημα της φαντασίας και στην συνέχεια να σκιαγραφήσω την ψυχολογία ενός αγοριού» θα γράψει σε κάποιο σημείωμα. Τι ειρωνεία όμως! Κατάφερε να προβλέψει το δικό του, τραγικό τέλος, βάζοντας στο στόμα του Φρανσουά να πει: «Καιγόμουν, βιαζόμουν, σαν τους ανθρώπους που ξέρουν ότι θα πεθάνουν νέοι και είναι άπληστοι για τη ζωή..». Τον Δεκέμβρη του 1923, θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό και θα πεθάνει, χωρίς να προλάβει την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματός του, «Le Bal du comte d?Orgel».
Νίκος Ταγκούλης
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Καλειδοσκόπιο)