Δεν επιλέγεις προκαταβολικά τη ζωή που θα ζήσεις, καθώς η ζωή μοιάζει με κινούμενη άμμο, που σχηματίζει νέα βουνά.
Βουνά υπέροχα και πολλά υποσχόμενα, σαν εκείνα του Μεξικού, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα αλεξιπτώτου πλαγιάς τον Ιανουάριο του 2009, όπου συμμετείχε η Ελληνική Εθνική Ομάδα μας, με δύο πιλότους.
Ο Αποστόλης ήταν ο ένας από τους δύο. Ήτανε μία συμμετοχή που πέρα από την αγάπη και τον απόλυτο σεβασμό προς αυτό που έκανε για πάνω από είκοσι χρόνια, δικαίωνε τον εαυτό της και γέμιζε με υπερηφάνεια όταν στην παρέλαση των Εθνικών Ομάδων, στην έναρξη των αγώνων, η θέα της Ελληνικής σημαίας προκάλεσε ίσως την πιο θερμή και έντονη αποδοχή, σε σημείο που οι μαμάδες, έδειχναν προς τους αθλητές μας και όλο συγκίνηση έλεγαν στα μικρά παιδιά που κρατούσαν από το χέρι: «Κοίτα, ένας Έλληνας.»
Οι αγωνιστικές συνθήκες που ακολούθησαν ήταν τρομερά δύσκολες (κάτι που αποτελεί μέρος της μαγείας και της αλήθειας του συγκεκριμένου αθλήματος), όμως η έξαψη και ο παιδικός ενθουσιασμός της συμμετοχής, τα έκαναν όλα πολύ πιο εύκολα και απλά.
Ώσπου την τελευταία μέρα των αγώνων, ο χρόνος σταμάτησε, για να αρχίσει ξανά πάλι από το μηδέν.
Αυτές ήτανε άλλωστε και από τις πρώτες πιο χαρακτηριστικές του κουβέντες, όπου διαβάζοντας το βιβλίο κατάλαβα γιατί. Μετά την σύγκρουση με τον Άγγλο πιλότο, ο Αποστόλης βρέθηκε για δύο εβδομάδες σε καταστολή.
Αυτή θα μπορούσε να ήτανε η πιο επιγραμματική περιγραφή της κατάστασης και ίσως και η πιο επιφανειακή. Γιατί η αλήθεια είναι πως εκείνες τις μέρες και ενώ στην Ελλάδα οι δικοί του αρχικά ενημερώνονταν από το νοσοκομείο (από δήθεν τυχαίο λάθος ή παρεξήγηση) ότι ο άνθρωπός τους βρίσκεται εκεί νεκρός, ο ίδιος βίωνε εμπειρίες που σε προβληματίζουν για αυτό το περίεργο λάθος. Εμπειρίες που όπως λέει ο ίδιος, αυτά που ακολούθησαν μετά και η αποδοχή της κατάστασης του, του έμοιαζαν παιχνιδάκι.
Διαβάζοντας λοιπόν κάποιος εκείνα τα βιώματα, πιθανόν θα μπορούσε να υποθέσει πως αποτέλεσαν ίσως μια διαδικασία αποδοχής της απώλειας (σε όλες τις μορφές της) ή ακόμα και του ίδιου του θανάτου. Μια διαδικασία που θεωρείται ότι περικλείει θυμό, απελπισία, απόγνωση, άρνηση και τελικά αποδοχή.
Ειλικρινά όμως νομίζω πως αυτό που τελικά αποκαλύπτεται είναι η ίδια η ζωή. Αρκεί να κοιτάξουμε αυτό που είναι αληθινό. Και η μόνη αλήθεια που θέλει σαν πραγματικός «φίλος» να μας πει, είναι πως στις δύσκολες στιγμές που βιώνει ο άνθρωπος, όταν οι καταστάσεις τον απογυμνώσουν από τα τείχη που έχει σηκώσει γύρω του, συνειδητοποιεί πως δεν έχει τίποτα, αλλά ταυτόχρονα έχει τα πάντα. Έτσι οδηγείται στο να καταρρίψει το άλλοθι της αδράνειας σαν επιλογή. Γιατί η αδράνεια δεν υπάρχει σαν επιλογή. Και σαν απόδειξη αυτού, περιγράφοντας εκείνες τις μέρες, μας θυμίζει πως ο εχθρός του μάταιου είναι η ζωή, ακόμα και αν το μάταιο κρύβεται πίσω από κάθε σκέψη μας ή αδύναμη στιγμή.
Έτσι λοιπόν με όρους απλούς που δεν μπορούμε να τους παρανοήσουμε, με γλώσσα και λεξιλόγιο τόσο κοινό, που δεν μπορούμε να χαθούμε μέσα στην περιττολογία, μας θυμίζει συνεχώς πως η μόνη μας επιλογή είναι η ίδια η ζωή, πως το τίποτα αγκαλιάζει μέσα του «τα πάντα», πως το τίποτα αποτελεί έμπνευση και όχι υποβάθμιση.
Παρά τις αντιρρήσεις και τους ενδοιασμούς του, και μέσα από μια πραγματικά επίπονη διαδικασία, ολοκλήρωσε το βιβλίο, αναβιώνοντας μνήμες και συναισθήματα, δίνοντας την ευκαιρία σε όσους ξέχασαν να θυμηθούν και σε όσους δεν ξέρουν να μάθουν, κάνοντας ένα ταξίδι με πορεία το μέσα μας και προορισμό την κάθαρση.
Δήμητρα Όντρια, Αθήνα 6/6/2010,