Ο Ελέφαντας με τα Ξυλοπόδαρα
Στην ερώτηση «τι είναι ή μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένα μυθιστόρημα;» η απάντηση μπορεί να είναι παρόμοια με ’κείνη που έδωσε ο αρθρογράφος για την υποκουλτούρα του Γκόθικ, ότι δηλαδή ανάλογα ποιον ρωτάς, θα βρεις ένα παραπλανητικό αριθμό αντικρουόμενων απαντήσεων. Μια απλουστευμένη προσέγγιση είναι εκείνη που διατυπώνεται στη Βικιπαίδεια, ότι πρόκειται δηλαδή για πεζογράφημα του οποίου η πλοκή είναι συνήθως υποθετική, ενώ δεν απαγορεύεται κάποια πραγματικά στοιχεία να παρεμβάλλονται. Σύμφωνα με το ίδιο προαποφασισμένο και απηρχαιωμένο κατά τη γνώμη μου πρότυπο, το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αξιόλογου μεγέθους και “οπωσδήποτε” να μην είναι μικρότερο των πενήντα χιλιάδων λέξεων. Αν είναι μικρότερο τότε υπάγεται στην κατηγορία της νουβέλας και ακόμα μικρότερο σε εκείνη του διηγήματος. Το αυτό δε πρότυπο ορίζει και τις υποκατηγορίες, ότι το μυθιστόρημα δηλαδή μπορεί να είναι ιστορικό, θρησκευτικό ή ερωτικό, κοινωνικό ή ψυχολογικό.
Τα παραπάνω βέβαια είναι εγκυκλοπαιδικά στοιχεία κι ένας Θεός ξέρει ποιος τα ορίζει αυτά, ποιοι είναι τέλος πάντων όλοι αυτοί οι “σοφοί γέροντες” της λογοτεχνίας που βγάζουν αυτά τα θέσφατα. Για μένα είναι μια γραφή που προσαρμόζεται στις διαθέσεις μου και που τελευταία γιατί έτσι της αρέσει, τείνει να προσαρτάται ατμοσφαιρικά έστω, στο νουάρ. Προσωπικά αυτή η απάντηση μου αρκεί αλλά όσο αφορά το στυλ, προτιμώ σαφώς τις ανοιχτές φόρμες, τις μίξεις και τις μεταβολές στο πλαίσιο, στην πλοκή ή στο ύφος που αποδίδεται, θα τολμήσω δε να πω ότι λατρεύω τον τρόπο που έγραφε ο Μπαουντολίνο, που έσβηνε δηλαδή τις αρχαίες περγαμηνές που δεν του έλεγαν τίποτα, για να χαράξει από πάνω τα δικά του ορνιθοσκαλίσματα.
Γιατί για μένα, μ’ ένα μυθιστόρημα, σημασία έχει κυρίως να περνάει κάποιος καλά, δεν πάω για Πούλιτζερ
«Όταν ζωγραφίζεις πρέπει να οικειοποιείσαι τα σχήματα», του είπα σε μια έξαρση που είχα, «ν’ ανοιγοκλείνεις συνέχεια τους διακόπτες, για να ’σαι και μέσα και έξω απ’ το έργο, να εισπράττεις μ’ όλο σου το είναι την κάθε κατάσταση και να εναρμονίζεσαι με τα vibe που χορεύουν στην ατμόσφαιρα, ν’ ακούς και το παραμικρό κρακελάρισμα του μουσαμά και παράλληλα το πέταγμα ενός πουλιού που δεν φαίνεται ούτε στον πίνακα ούτε απ’ το ανοιχτό παράθυρο, να οσμίζεσαι τις νότες που αναδίδει ένα μπούστο ή τα τηγανητά αυγά απ’ το πέρα διαμέρισμα, να ’σαι απόλυτα αφοσιωμένος σ’ αυτό που φτιάχνεις και συγχρόνως να το απατάς με κάθε έκφυλη φαντασίωση, να θες ν’ αυτοκτονήσεις για μια συγκεκριμένη απόχρωση καδμίου, ή να ξεσκίσεις αυτό τον μεσαιωνικό υμένα και να περάσεις απ’ την άλλη, για να ζήσεις μια εποχή στην κόλαση… Αλλά όλα αυτά δεν σ’ τα διδάσκει κανείς δυστυχώς, κι έτσι έχουμε αυτό τον κακέκτυπο μουντό ρεαλισμό σήμερα».
Δεν ξέρω αν πιστεύετε στις παραισθήσεις, αν έχετε δηλαδή κάποια σχετική εμπειρία ή αν έχετε ιδέα από υπερβατικό ρεαλισμό, αλλά ο ελέφαντας είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται στο εξώφυλλο, κάτι αδιανόητο, σχεδόν υπερφυσικό, που εποπτεύει ας πούμε τη Νέα Υόρκη, την πόλη δηλαδή των μεγάλων ευκαιριών, του χρηματιστηρίου της τέχνης και των ρευμάτων, το όνειρο όλων των καλλιτεχνών.
Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα ή τέλος πάντων κάτι σχετικό, μια ψευτo-αυτοβιογραφία, αληθέστερη ίσως από ένα πραγματικό γεγονός, μια εξομολόγηση και ο προσδιορισμός του αντιφατικού μου εγώ.
Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής είναι ένας πρωτόγονος που του είναι αδύνατον να συμβιβαστεί με την κακοτυχία του, με την πτώση και με το σύστημα πίσω απ’ τις φιοριτούρες, που επιμένει ν’ ασχολείται με τις αξίες ενώ όλα γύρω του μεταφράζονται σε φράγκα, δολάρια και ευρώ, που γίνεται παίγνιο εν αγνοία του, άθλιο νούμερο σ’ ένα freak Show.
Είναι η ζωή ενός “αποκαρδιωμένου” καλλιτέχνη ιδωμένη πίσω από ένα παραμορφωτικό γυαλί που δείχνει τα πράγματα αλλόκοτα, γεμάτα υπερβολές, οράματα και ψευδαισθήσεις αλλά κυρίως είναι η σχέση του με την τέχνη, οι προσδοκίες, οι απογοητεύσεις… μια διαδρομή με ξυλοπόδαρα σ’ έναν αφιλόξενο τόπο.
Σε μια συνέντευξη απ’ αυτές τις φτιαχτές, ο Λουκάς Σιδηρόπουλος που βλέπει τον κόσμο μ’ έναν δικό του, εξωφρενικό τρόπο, λέει κάπου για τις γυναίκες μπετόν, το τελευταίο του επίτευγμα: «Καθώς δεν είχα κανέναν να συζητήσω τις απόψεις μου για τον έρωτα, συν τω χρόνω αυτό το πράγμα ήρθε και καταλάγιασε μέσα μου…
Μπορεί να συνέβη και το εντελώς αντίθετο όμως, να γιγαντώθηκε, γιατί σχεδόν έναν μήνα ύστερα από κείνη τη νύχτα των στύσεων ξύπνησα μ’ έναν φοβερό εφιάλτη, ότι ο κόσμος, λέει, οι άνθρωποι δηλαδή, είχαν αφομοιωθεί απ’ το περιβάλλον, είχαν δυόμισι μέτρα μπόι, ήταν καμωμένοι από μπετόν και, όταν περπατούσαν, τρανταζόταν ο τόπος, όπως στην εποχή των βροντόσαυρων». «Ωραίο πρότζεκτ», μου είπε ο Σχίνος, αλλά δεν έδωσα σημασία.
«Την επομένη όμως ο εφιάλτης επαναλήφθηκε. Οι άνθρωποι από μπετόν γέμιζαν το κάδρο μου, έφταναν μέχρι το ταβάνι και δεν μιλούσαν, παρά μούγκριζαν, σαν να βρίσκονταν σ’ έναν διαρκή και άγονο φυσικά οργασμό. Τότε συνειδητοποίησα ξαφνικά μες στο όνειρο πως όλα αυτά τα τέρατα ήταν γυναίκες και πως τις έλεγαν όλες Μπάμπουσκες και ξύπνησα έντρομος. Μετά, όταν ηρέμησα, σκέφτηκα πως μάλλον αυτή η γκόμενα είχε διευρύνει τον σκοτεινό μου ορίζοντα, ότι είχε καταφέρει να με γειώσει, έστω και μ’ αυτό τον παράξενο τρόπο, και προς στιγμή αισθάνθηκα ευγνώμων. Μετά, ως συνήθως, μετέτρεψα αυτό το άχρηστο συναίσθημα σε κάτι άλλο, πιο δημιουργικό –έχω τη διαστροφή να τα ανάγω όλα σε τέχνη, αλλιώς δεν μου λένε τίποτα–, και, όταν ξανάρθε το όνειρο, το παρατήρησα, έτσι που να μπορώ να το περιγράψω μετά. Όταν ξύπνησα η εντύπωση χάθηκε όμως. Άρχισα τότε να αναπλάθω την ιδέα που είχα στο όνειρο για κείνη την τερατώδη γυναίκα, που αν με πατούσε θα μ’ έλιωνε: ένα άμορφο συνονθύλευμα από τσιμέντο με σχεδόν ανθρώπινα χέρια, κάτι φοβερές τρύπες να χάσκουν εκεί όπου θα ήταν τα μάτια της ή το στόμα και σύρματα να προεξέχουν. Έτσι, σιγά σιγά γεννήθηκε στο μυαλό μου το αρχέτυπο της γυναίκας από μπετόν, δίχως να είμαι σίγουρος τι σήμαινε αυτό – ίσως να ήταν η φοβία μου για τις γυναίκες, δεν ξέρω».
Γιάννης Πέτσας - Ο ελέφαντας με τα ξυλοπόδαρα, μυθιστόρημα, Ιούλιος 2016, Α' έκδοση, Εκδόσεις Captainbook.gr