«Το (αρχαίο) συμπόσιο, δηλαδή ο όμιλος των συνδαιτυμόνων-συμποτών που τρώνε, πίνουν, συζητούν και διασκεδάζουν μαζί, κατά τρόπο αυστηρώς ρυθμιζόμενο από κανόνες διαιτολογικούς, θρησκευτικούς και εθιμοτυπικούς, συμβολίζει πάλι την υπέρβαση της φυσικής ανάγκης. Οι Έλληνες πλέον δεν τρώνε μόνοι τους, όπως τα ζώα και οι βάρβαροι, ούτε αποσκοπούν μόνον στον κορεσμό της πείνας. Η διατροφή εξελίσσεται σε διαδικασία εκκοινωνικεύσεως και θα νοείται, εφεξής ως επίτευγμα και επιστέγασμα πολιτισμού».
Χρίστος Ζουράρις, «Δεύτερος Δειπνοσοφιστής»
Όλοι μας γύρω από ένα τραπέζι γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε, διαφωνήσαμε, τσακωθήκαμε, φιλιώσαμε πάλι, συλλογιστήκαμε, μνημονεύσαμε τους απόντες μας, φιλοσοφήσαμε ή αμπελοφιλοσοφήσαμε, δικάσαμε τους ενόχους της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, δικαιώσαμε τους αγωνιστές και τους ήρωές μας, αρραβωνιαστήκαμε, γιορτάσαμε ή πενθήσαμε. Όλα συνέβησαν γύρω από ένα τραπέζι και με επίκεντρο τις τρεις βασικές «ιερές» τροφές μας, τις τροφές σύμβολα: το λάδι, το κρασί και το ψωμί, που μας προήγαν, από ημιάγριους, σε πολιτισμένα όντα, μιας και είναι προϊόντα τεχνικής επεξεργασίας.
Πάνω σε αυτά μας καλεί να στοχαστούμε ο Χρίστος Ζουράρις μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του «Δεύτερος Δειπνοσοφιστής» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Αλλά όχι μόνο σε αυτά. Η σκέψη του, σε συνδυασμό με έναν λόγο καίριο και μεστό -με αίσθηση της γλώσσας διαυγή, στιγμές στιγμές με διάθεση ποιητική, αλλά και με εις βάθος γνώση του χειρισμού της- μας προσκαλεί σε ένα «άλλο συμπόσιο», όπου θα συνομιλήσουμε για τα ίδια τα υλικά του συμποσίου: για τις τροφές και τους τρόπους που μας προσφέρονται (κυρίως ως Έλληνες) ώστε να μιλάμε και να γράφουμε γι' αυτές ή για το πώς πρέπει να τις μαγειρεύουμε και να τις τρώμε, για το κρασί και τη σημασία του στον πολιτισμό μας, για τα ήθη και τις συμπεριφορές των μετεχόντων στα «συμπόσια» και πολλά άλλα.
Είναι ένα βιβλίο απρόσμενα βαθύ, που μου πρόσφερε σπάνια απόλαυση, καθώς από τις μεγαλύτερες αρετές του είναι η λεπτή ειρωνεία και το χιούμορ που διαποτίζουν όλα τα κεφάλαια και μου προκαλούσαν άλλοτε επιφωνήματα συμπαράταξης (έτσι μπράβο, πες τα μεγάλε!), άλλοτε μειδιάματα θαυμασμού και καλοπροαίρετης ζήλειας; (αχ, να έγραφα κι εγώ έτσι!) ή ακόμα ακόμα και δυνατά γέλια (δεν μας άφησες άντερο, ρε φίλε!), ενώ παράλληλα οι σιελογόνοι εργάζονταν άοκνα προτρέποντάς μας να μαγειρέψουμε τις «συνταγές» του. Προσοχή, όμως: όλες οι συνταγές του βιβλίου, ακόμα και οι δάνειες (πρβλ. Μια συνταγή για συκιά στη Σκύρο ή στη Σίκινο, του Ελύτη) «τρώγονται» με παρέα. Ίσως γι' αυτό, όταν το μελετούσα, συνεχώς μαγείρευα και καλούσα φίλους, στους οποίους, μετά το δείπνο διάβαζα ολόκληρα κεφάλαια από το βιβλίο με ενθουσιασμό νεοφώτιστου. Ελπίζω να μου το συγχωρέσουν.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1998, άρα το ανακάλυψα αρκετά αργά. Είχε προηγηθεί ο «Δειπνοσοφιστής» (δημοσιευμένο ανωνύμως) και ακολούθησε «ο Τρίτος Δειπνοσοφιστής», από τις ίδιες εκδόσεις, τα οποία δεν έχω ακόμα διαβάσει, αλλά τα κρατώ στις θερινές αποσκευές μου, περιμένοντας με λαχτάρα την ώρα που θα τα βάλω μπροστά μου στο τραπέζι και θα τα «καταβροχθίσω». Ως πνευματική τροφή, εννοώ. Ευτυχώς ακόμα δεν μεταλλάχτηκα σε χαρτοπόντικα.
Δείγμα γραφής από το κεφάλαιο όπου ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στις επιγραφές που υπήρχαν στα καταστήματα κάποιες παλαιότερες εποχές. Το απόσπασμα αφορά την επιγραφή Ο ΚΙΜΑΣ ΚΟΒΕΤΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΤΟΥ:
«Κιμάς ως γνωστόν είναι το λεπτοκομμένο κρέας, τόσο ώστε να αποτελεί μια πολτώδη μάζα. Συνεπώς κιμάς είναι το άμορφο κρέας. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω ότι για τους (αρχαίους) Έλληνες η αμορφία (η απώλεια της μορφής) συνδέεται πάντοτε με το παρά φύσιν, με το χάος και με τον θάνατο, δηλαδή με τρία «κακά» που απειλούν να πλήξουν την εικόνα του κόσμου ως εναρμόνιου συνόλου μορφών. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο κιμάς, ως αμορφία, μετέχει του παρά φύσιν και συνεπώς αποτελεί ξένο σώμα μέσα στον πολιτισμό μας (κάτι άλλωστε που επιβεβαιώνεται πανηγυρικά αν πάρουμε στα σοβαρά την τρομερή απειλή που εκτοξεύουν, πολύ συχνά, οι Έλληνες κατ' αλλήλων: ?θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:Θα σου αφαιρέσω ό,τι πολυτιμότερο έχεις, τη μορφή, και στη θέση της θα βάλω το σύμβολο της αμορφίας"».
«Για να καταναλωθεί όμως ένα "σκοτεινό" και "ανίερο" είδος, όπως είναι ο κιμάς, πρέπει, προηγουμένως να εξαγνισθεί, κι αυτό επιτυγχάνεται με μια καθαρτήριο τελετή, δηλαδή με μια ιεροπραξία - αυτήν που υπαινίχθηκα στην αρχή, και στην οποία πρέπει να παρίσταται υποχρεωτικώς ο πελάτης.
Τελικώς, τι ακριβώς λέει αυτή η ταμπέλα; Μας καλεί να επαγρυπνούμε, μήπως και μας κοροϊδέψει ο χασάπης ή μας προσκαλεί σε μια ιεροπραξία; Και το έναν και το άλλο: όπου τελείται ιεροπραξία, εκεί καραδοκεί και η αγυρτεία».
Πλάτων Μαλλιάγκας