Δυο αδέλφια προσπαθούν να επιβιώσουν και ταυτόχρονα να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον τη στιγμή που κινδυνεύουν με έξωση. Η μητέρα τους είναι στη φυλακή κι ο πατέρας τους έχει πεθάνει. Ο Μάρκους στα 21 του δεν ψάχνει και πολύ επισταμένως για δουλειά ενώ η Κιάρα στα 17 της αρχίζει να βρίσκει κάποιους φαινομενικά εύκολους τρόπους για να βγάζει χρήματα, σύντομα όμως θα μπλέξει σε πολύ βαθιά νερά.
Η Leila Mottley έγραψε ένα πολύ δυνατό και πολύ ρεαλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα που μας βυθίζει στην αφανή πλευρά της ηλιόλουστης Καλιφόρνια, μιας και στο Όκλαντ, όπου ζουν τα έγχρωμα αδέλφια Μάρκους και Κιάρα, τα πράγματα για όσους δεν έχουν σταθερό εισόδημα, απολυτήριο λυκείου και δικό τους σπίτι είναι πολύ άσχημα. Η καθημερινότητά τους είναι πολύ δύσκολη και σταδιακά γνωρίζουμε τον κοινωνικό περίγυρο των δυο παιδιών που θα τους επηρεάσει στις αποφάσεις τους και στη μετέπειτα πορεία της ζωής τους. Ζουν σ’ ένα βρώμικο διαμέρισμα σε μια παραμελημένη πολυκατοικία όπου το νοίκι διπλασιάστηκε και ταυτόχρονα, στο διπλανό σπίτι, ζει σχεδόν εγκαταλειμμένο ένα εννιάχρονο αγόρι, ο Τρέβορ, του οποίου η μητέρα έχει μπλέξει με ναρκωτικά κι εξαφανίζεται για εβδομάδες ολόκληρες. Η Κιάρα έχει παρατήσει το σχολείο και ψάχνει να δουλέψει όπου βρει, παντού όμως ζητάνε βιογραφικό, όσο εκείνος απλώς περιμένει και ονειρεύεται να γίνει βασιλιάς της ραπ, χάνοντάς τον χρόνο του με ανούσια στιχουργήματα και τάχα μου πρόβες σε στούντιο ηχογράφησης. Η Κιάρα έχει φτάσει στα όριά της με την ανεργία που τους μαστίζει αλλά και με τη βαριεστημένη συμπεριφορά του αδελφού της, παίρνει υπό την προστασία της το παιδί της γειτόνισσας και τελικά, για όλους αυτούς τους λόγους, θα αναγκαστεί να «αδειάσει τον εαυτό της για κάποιον άλλον που δε θα δώσει δεκάρα όταν θα είναι άδεια»: βγαίνει στο πεζοδρόμιο («Δεν μπορώ να τον αφήσω και χρειαζόμαστε αυτά τα λεφτά. Τι ‘ναι άλλη μια νύχτα;», σελ. 189).
Η συγγραφέας ξεδιπλώνει σταδιακά την ιστορία της Κιάρα και δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, γεμάτο συναισθήματα, αποφασιστικότητα και αγωνία για το αύριο. Η λύση της πορνείας δεν έρχεται ουρανοκατέβατη αλλά ως αποτέλεσμα μιας σειράς από γεγονότα που θα ρίξουν την ιδέα και τα πρώτα τυχερά βήματα θα της κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Ακόμη κι όταν ξεκινάει να το κάνει, δε δείχνει να καταλαβαίνει τι ουσιαστικά συμβαίνει, παρά μόνο ότι αυτό της αποφέρει χρήματα, «δεν είμαι καν ακόμη σίγουρη πως το θέλω». Παραδέχεται πως: «Δεν ξέρω αν μπορώ να το ξανακάνω, αλλά επίσης δεν ξέρω πώς θα μας κρατήσω ζωντανούς άμα δεν το κάνω» (σελ. 76-77). Η ιστορία σταδιακά κλιμακώνεται και η Κιάρα φτάνει να μπλέξει με έναν κύκλο αστυνομικών που θα την εκμεταλλευτούν στο έπακρο: «Αρχίζω να πιστεύω ότι δεν υπάρχουν καλοί μπάτσοι, ότι η στολή σβήνει το άτομο μέσα της» (σελ. 189). Την ίδια στιγμή ο αδερφός της δεν παρατηρεί τις αλλαγές της, τις μελανιές της, δε βάζει πλάτη, δεν αλλάζει συμπεριφορά, αντίληψη, στάση, εξακολουθεί να ονειρεύεται καριέρα στη ραπ, έχοντας ως πρότυπο έναν εξαφανισμένο θείο με αινιγματικό ρόλο στο οικογενειακό τους παρελθόν. Ποιος; Ο Μάρκους, που κάποτε ήταν προστατευτικός απέναντι στην αδελφή του και είχε αναλάβει τα ηνία του σπιτιού. «Το χέρι του γύρω μου κι ο ψίθυρός του αρκούσαν», θυμάται η Κιάρα. Πάντως: «Η μέρα είναι ακατόρθωτη χωρίς τον Τρέβορ» (σελ. 206).
Εκτός από τ’ αδέλφια, γνωρίζουμε τη ζωή του φίλου του Μάρκους, Κόουλ, που έχει ένα μωρό με την κοπέλα του, τη Σόνα, μια νεαρή εξίσου απελπισμένη από τη σχέση της με τον αιθεροβάμονα άνθρωπο που έχει μπλέξει και γι’ αυτό ξεσπάει συχνά σε κλάματα. Στην παρέα εμφανίζεται κι ο Τόνυ, άλλος φίλος του Μάρκους, που θέλει την Κιάρα, μόνο που θα αλλάξει άρδην τα σχέδιά του όταν εκείνη του ζητάει κάτι. Σημαντικό ρόλο παίζει και η Αλέ (Αλεχάντρα), φίλη της Κιάρα, η οποία δουλεύει στο οικογενειακό εστιατόριο και παραστέκεται πάντα στην απελπισμένη φίλη της, με την οποία συνηθίζουν να πηγαίνουν σε κηδείες για έναν δικό τους ιδιαίτερο και συγκινητικό κατ’ εμέ λόγο. Με κάποια πρωθύστερα, μέσα από τα οποία η Κιάρα συγκρίνει τα ευτυχισμένα χρόνια του τότε με τα δύσκολα και σκληρά του σήμερα, γνωρίζουμε και τους γονείς των παιδιών, οι οποίοι είχαν συναντηθεί με έναν πρωτότυπο και διαφορετικό τρόπο. Πώς ερωτεύτηκε ο μπαμπάς τη μαμά; «Όχι από το πώς έδειχνε αλλά το πώς υπήρχε!» (σελ. 99). Οι δυσκολίες που έζησαν κι αυτοί, πώς απέκτησαν τα παιδιά τους, πώς πέθανε ο μπαμπάς και πού βρίσκεται τώρα η μαμά, όλα αυτά εντάσσονται παρένθετα στην κεντρική ιστορία για να δοθεί λίγη τρυφερότητα παραπάνω στο κείμενο.
Πρωτοπρόσωπη, κοφτή αφήγηση, γεμάτη ρεαλισμό και ωμότητα, που ζωντανεύει χαρακτήρες με ελπίδα αλλά χωρίς μέλλον, άνθρωποι που ζουν σε αδιέξοδο και μπλέκονται σε μικρούς ή μεγάλους μπελάδες. Περπατάμε μαζί τους στο Όκλαντ με τα τοπόσημά του, τους κατοίκους του, τη ρυμοτομία του, τις σκοτεινές και φωτεινές γωνίες του, και γνωρίζουμε ανθρώπους που έκαναν φυλακή, που έχασαν γονείς από καρκίνο ή αδέλφια που εξαφανίστηκαν. Μέσα σε όλα αυτά ένα κορίτσι μεγαλώνει προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με μια ζωή που δεν επέλεξε. Είναι ένα παιδί που έχει οξυδέρκεια και κριτική σκέψη, φιλτράρει τα όσα βιώνει και τα συγκρίνει με την προηγούμενη ζωή της, όχι για να μεμψιμοιρεί αλλά ως καταφύγιό της στο σκληρό τώρα και τελικά διαπιστώνει πως έχει ζήσει «…έναν ολόκληρο αιώνα μέσα σ’ αυτούς τους μήνες» (σελ. 154). Τα «Νυχτοπερπατήματα» είναι η ιστορία ενός κοριτσιού που παίρνει λάθος δρόμο για να επιβιώσει αλλά και ταυτόχρονα ένα κείμενο-κραυγή διαμαρτυρίας για τις γυναίκες που πέφτουν θύματα σεξουαλικής αποπλάνησης και κακοποίησης χωρίς ελπίδα σωτηρίας: «Αναρωτιέμαι αν θα φωνάξουν ποτέ και για τις γυναίκες, όχι μόνο για τις δολοφονημένες γυναίκες αλλά και για τη βαναυσότητα μιας κάννης σ’ έναν κρόταφο. Τις γυναίκες χωρίς στιλιζαρισμένη κόμμωση, με μπλεγμένα μαλλιά και σακουλιασμένα μάτια και δίχως κανέναν να φιλμάρει για να πει τι συνέβη, με μόνους μάρτυρες ένα στόμα και μερικές ουλές» (σελ. 187-188).