Μπελ Γκριν

της Αλεξάντρα Λαπιέρ

Νέα Υόρκη, αρχές του 20ού αιώνα. Σε μια ρατσιστική Αμερική, μια γυναίκα καταφέρνει να κρύψει την πραγματική της καταγωγή και να ανελιχθεί κοινωνικά χάρη στη θέση της ως βιβλιοθηκονόμος της συλλογής του μεγιστάνα Τζ. Π. Μόργκαν και στις γνώσεις και τις δεξιότητές της. Στην πραγματικότητα είναι έγχρωμη αλλά τα καυκάσια χαρακτηριστικά της και το χρώμα του δέρματος ξεγελάνε τους πάντες. Όσο πιο ψηλά όμως σκαρφαλώνει στους αριστοκρατικούς κύκλους τόσο φοβάται να μην αποκαλυφθεί το παρελθόν της. Είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα της επιλογής της;

Η Μπελ ντα Κόστα Γκριν (1879-1950) ήταν η βιβλιοθηκονόμος της συλλογής του τραπεζικού και μιας από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της αμερικανικής οικονομίας Τζ. Π. Μόργκαν. Προερχόταν από Αφροαμερικανούς γονείς, με τον πατέρα της να είναι ο πρώτος έγχρωμος απόφοιτος του Χάρβαρντ (τάξη 1870). Μετά τον χωρισμό των γονιών της άλλαξε το επίθετό της σε Γκριν και προσέθεσε το ντα Κόστα ώστε να προσδώσει πορτογαλικό υπόβαθρο στο όνομά της. Αρχικά εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Πρίνστον όπου απέκτησε γνώσεις κι εμπειρίες γύρω από την καταλογογράφηση και τα σπάνια βιβλία, κάτι που εκμεταλλεύτηκε όταν εργάστηκε για τον Μόργκαν, προβαίνοντας σε αγοραπωλησίες και άλλες ενέργειες ώστε να εμπλουτίσει τη συλλογή του. Είμαστε σε μια εποχή όπου οι διακρίσεις και οι διώξεις κατά των εγχρώμων αυξάνονται και μαίνονται πιο βίαια από ποτέ, με αποτέλεσμα οι μιγάδες που μπορούν να περάσουν για λευκοί δε διστάζουν να συρθούν στην παρανομία και να κάνουν το «Passing» (=το να περνά κανείς για λευκός ενώ νομικά είναι έγχρωμος). Η Μπελ χωρίς δεύτερη σκέψη παρανομεί ώστε να ζήσει με τ’ αδέλφια της ένα καλύτερο και πιο δίκαιο μέλλον.

Η Alexandra Lapierre έγραψε μια συγκλονιστική ιστορία θάρρους, τόλμης, επιμονής και δύναμης και κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά τη βιογραφία με το μυθιστόρημα, εξισορροπώντας και στα δύο είδη. Το κείμενο είναι αληθινό από αρχής μέχρι τέλους και κάθε σκηνή, κάθε περιστατικό, βασίζονται σε προσωπική έρευνα σε αρχεία και άλλα τεκμήρια. Χωρίζεται σε τρία βιβλία (όπου αναπτύσσεται κυρίως η περίοδος 1898-1924), πρελούδιο και επίλογο, με επίμετρο για το τι απέγιναν οι ήρωες του βιβλίου, βιβλιογραφία, γλωσσάρι με επεξήγηση των βιβλιολογικών όρων που συναντάμε στην καριέρα της Μπελ κλπ. Είναι ένα χορταστικό βιβλίο που από τη μια στηλιτεύει τον ρατσισμό και το μίσος για τη διαφορετικότητα κι από την άλλη μας μυεί στα μυστικά και στο περιεχόμενο της πιο σημαντικής βιβλιοθήκης των Ηνωμένων Πολιτειών που πλέον έχει εξελιχθεί σε μεγάλο και πολύτιμο πολιτιστικό φορέα ενώ ταυτόχρονα καταγράφει με διεισδυτικότητα και ακρίβεια τη ζωή μιας γυναίκας που απαρνήθηκε την καταγωγή της για να προοδεύσει και να ξεφύγει από τη φτώχεια («πράξη προδοσίας για τη μάνα, μάχη απελπισίας για την κόρη») αλλά στην πορεία παρασύρεται από την αίγλη, τον συλλεκτισμό, ακόμη κι από τον έρωτα και μεταμορφώνεται σε έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα.

Σε αρκετά σημεία παρατίθενται περισσότερες απ’ όσες είναι απαραίτητες λεπτομέρειες γύρω από τους βασικούς άξονες της ιστορίας, όπως το οικογενειακό παρελθόν της Μπελ, η ζωή του Τζ. Π. Μόργκαν («Ένας συλλέκτης με ακόρεστη περιέργεια που παθιαζόταν με όλες τις μορφές τέχνης», «…ένας ψυχαναγκαστικός και αδηφάγος ερασιτέχνης που δε γνώριζε όρια…με μια απαράμιλλη αίσθηση του γούστου», σελ. 110-111) και στη συνέχεια του γιου του, τα αισθήματα που γεννιούνται στην ηρωίδα του βιβλίου από τους άντρες της ζωής της, πώς ξεκίνησε τη νέα της ζωή, πώς αποφάσισε να παρεισφρήσει στο Πρίνστον με τους περισσότερους ρατσιστές, στο Πανεπιστήμιό του, στην κοινωνική του ζωή, στην εύπορη και ταυτόχρονα συντηρητική κοινότητα και πολλά άλλα. Παρατίθενται αφειδώς αναλυτικές περιγραφές τόπων, χώρων, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών γεγονότων που φυσικά εμπλουτίζουν το κείμενο αλλά το βαραίνουν και καθυστερούν τις εξελίξεις. Οι διάλογοι είναι λιτοί, οι εξελίξεις απανωτές, τα σκαλιά που ανεβαίνει η Μπελ διαδέχονται το ένα το άλλο όσο στο φόντο ζούμε οικονομικές κρίσεις, κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας, τις συνέπειες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ακόμη και το ναυάγιο του «Τιτανικού».

«Τα βιβλία άξιζαν όσο όλοι οι σύζυγοι του κόσμου», με αυτό το μότο ξεκινάει η Μπελ να εργάζεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Πρίνστον και στη συνέχεια για λογαριασμό του Μόργκαν. Έτσι ξεκινάει ένα συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο των παλαίτυπων, των σπάνιων εκδόσεων, της βιβλιοδεσίας, των δημοπρασιών, του συλλεκτισμού, με έννοιες, όρους και περιγραφές που ίσως κουράσουν, όπως ανέφερα και πριν, όσους δε λατρεύουν τον χώρο του βιβλίου. Ο Γουτεμβέργιος με τις Βίβλους του και ο Γουίλιαμ Κάξτον με τα αρχέτυπά του που σταθεροποίησαν την αγγλική γλώσσα και άλλαξαν τα πάντα είναι μόνο η αρχή για την καριέρα της Μπελ. Ανατρίχιασα με τον πλούτο των βιβλίων, την τεχνοτροπία τους, το περιεχόμενό τους, την εικονογράφησή τους, που τόσο παραστατικά ζωντανεύουν στις σελίδες του μυθιστορήματος η θέση τους στην παγκόσμια φιλολογική κοινότητα αλλά και στην αγορά! Γι’ αυτό και ως φυσική συνέχεια για την Μπελ έρχονται η μανία, η λαχτάρα, η ανικανοποίητη δίψα για νέα αποκτήματα. Πού σταματά το όραμα του Μόργκαν και πού αρχίζει η προσωπική φιλοδοξία της ντα Κόστα; Πότε η κοπέλα αρχίζει να γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογής και να αφοσιώνεται σε αυτήν; Πού είναι το όριο και ποιος θα τραβήξει τη γραμμή; Η συγγραφέας αποτυπώνει σωστά και την ατμόσφαιρα και τα παρασκήνια των δημοπρασιών: «Όλοι τους γνωρίζονταν μεταξύ τους, μισούσαν ο ένας τον άλλον και χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον εγκάρδια» (σελ. 193). Προσοχή: «…η επιτυχία στις δημοπρασίες στηριζόταν σε τρεις αρετές: στην επιμονή, στην πονηριά και στον αυτοέλεγχο» (σελ. 197). Πόσο δάκρυσα με τον πόνο του λόρδου Άμχερστ να αποχωριστεί την πολύτιμη βιβλιοθήκη του, αν και περισσότερο ράγισα με τη συλλογή 14.500 περίπου τόμων αμύθητης καλλιτεχνικής, βιβλιοδετικής και τυπογραφικής ιστορίας με σπάνια δείγματα τυπογραφίας και βιβλιοδεσίας του Ρόμπερτ Χόου! Κι όλα αυτά σε μια εποχή που, από το 1910 και εξής, 1910, υπήρξε σημαντική στροφή των εκατομμυριούχων στην απόκτηση χειρογράφων, αρχέτυπων και σπάνιων εκδόσεων, που πλέον θεωρούνταν σημάδι πλούτου. Η αντίληψη που επικρατούσε τότε τόνιζε ότι τα βιβλία μπορούν να γίνουν επενδύσεις με γόητρο εφάμιλλο με ενός πίνακα, η βιβλιοφιλία πεδίο άγρας για τους μεγιστάνες!

Η μυθιστορηματική βιογραφία «Μπελ Γκριν» της Alexandra Lapierre είναι μια λεπτομερής και συναρπαστική παράθεση της ζωής μιας από τις πιο σημαντικές γυναίκες στον χώρο των συλλογών και της βιβλιοφιλίας στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα. Είναι η ζωή, η νοοτροπία, οι αντιλήψεις, οι ικανότητες μιας γυναίκας έγχρωμης καταγωγής που κατάφερε να ξεγελάσει τους πάντες και να ζήσει και να διαπρέψει ως λευκή. Ο έρωτας που θα ανατρέψει κάθε αρχή στη ζωή της όμως θα τη φέρει αντιμέτωπη με όρκους που θα καταπατήσει ενώ ταυτόχρονα ο φόβος για την αποκάλυψη του μυστικού της δεν παύει ποτέ να την κυνηγάει. Ωραίες και παραστατικές περιγραφές κτηρίων και πόλεων, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε τότε, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, ανατροπές, παραστατικές περιγραφές από τον κόσμο του βιβλίου και των βιβλιοθηκών δημιουργούν μια αξέχαστη και άκρως ρεαλιστική ατμόσφαιρα. Το μέγεθος της ελληνικής έκδοσης και το βάρος του χαρτιού της την κάνουν αρκετά δύσχρηστη για την ανάγνωση αλλά το κείμενο με ταξίδεψε σ’ έναν συναρπαστικό κόσμο και μου σύστησε μια αποφασιστική γυναίκα που άφησε το στίγμα της στις ζωές πολλών ανθρώπων και στον χώρο των βιβλιοθηκών και των συλλογών.

Πάνος Τουρλής