Μοριτούρι
Η Σαμπρίνα, η κόρη του Γκουλ Μαλέκ, ενός από τους σημαντικότερους χρηματιστές της Αλγερίας, εξαφανίζεται και την υπόθεση αναλαμβάνει εκών άκων ο Επιθεωρητής Λομπ. Η υπόθεση είναι δύσκολη κι ο αστυνομικός θα πρέπει να παρεισφρήσει βαθιά στη διεφθαρμένη υψηλή κοινωνία του Αλγερίου ενώ την ίδια στιγμή η ζωή του κινδυνεύει λόγω του φανατισμού που κυριαρχεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που έχει ξεσπάσει στη χώρα. Η πατρίδα του συγγραφέα σπαράσσεται από τον πόλεμο, ο φονταμενταλισμός κυριαρχεί, τα πάντα έχουν ισοπεδωθεί, η ομορφιά του τόπου και των ανθρώπων έχει χαθεί ανεπιστρεπτί κι η γλυκόπικρη γραφή του Yasmina Khadra ζωντανεύει μια ξεχωριστή, ατμοσφαιρική υπόθεση γεμάτη κινδύνους και προδοσίες.
Το μυθιστόρημα είναι το πρώτο βιβλίο μιας άτυπης «Αλγερινής Τριλογίας» που έκανε τον συγγραφέα γνωστό στη Γαλλία και μετέπειτα στην υπόλοιπη Ευρώπη και ταυτόχρονα το ντεμπούτο του Επιθεωρητή Λομπ. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί επίσης μόνο ο τρίτος τίτλος, «Ο σχιζοφρενής με το νυστέρι» και ο τέταρτος, «Το μερίδιο του νεκρού» και το μυθιστόρημα περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που θα ξεδιπλωθούν στα επόμενα βιβλία του συγγραφέα: λογοτεχνικότητα, ρεαλισμός, καίριες και διεισδυτικές παρατηρήσεις πάνω σε ανθρώπους και καταστάσεις και γλυκόπικρη ματιά πάνω σε μα πατρίδα που καταστρέφεται από το θρησκευτικό μίσος και τη διαφθορά. Είναι μια πολυεπίπεδη ιστορία που χρησιμοποιεί την εξαφάνιση της Σαμπρίνα ως αφορμή για να ξεδιπλωθεί το κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό φόντο κι έτσι δεν ακολουθεί τις πεπατημένες του κλασικού αστυνομικού είδους. Βήμα προς βήμα γνωρίζουμε τους συμπρωταγωνιστές του μυθιστορήματος κι εξίσου σταδιακά βυθιζόμαστε στο χάος και στο αδιέξοδο στα οποία έχει έρθει η Αλγερία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε το 1991 μεταξύ της αλγερινής κυβέρνησης και των ισλαμιστών (το μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφόρησε το 1997). «Οι παρέες, τα φιλαράκια που γελούσαν κάτω από τ’ αστέρια, οι άυπνοι δρόμοι και οι μονόλογοι των μεθυσμένων που τσακώνονταν με τους ίδιους τους τους εφιάλτες, χάθηκαν όλα» (σελ. 91).
Ποιος είναι ο Επιθεωρητής Λομπ; «Ο καλός μπάτσος της γειτονιάς», πρόθυμος και ανιδιοτελής, υποδέχεται χωρίς διάκριση λόγω ηθών ή ράτσας πολλούς περιθωριακούς για να συζητήσει μαζί τους και να τους συμβουλέψει. Με τη νέα τάξη πραγμάτων, με τον κίνδυνο να κοντανασαίνει στο αυτί του, ο Λομπ έχει γεμίσει πικρία, συνεχίζει να ελπίζει και να πιστεύει στα όνειρά του αλλά «ποτέ πια δεν θα είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος μετά απ’ όλα αυτά που είδα» (σελ. 16). Είναι τίμιος, έχει ήσυχη τη συνείδησή του, οι οικονομίες του δεν είναι ματωμένες, μόνο που είναι σαρκαστικός, ειρωνικός, με κοφτερή γλώσσα, προκλητικός, αδιαφορεί για τους τύπους ειδικά από ανθρώπους που ξέρει από πού προήλθαν και πώς αναρριχήθηκαν κι έτσι μπαίνει στο μάτι πολλών, είναι δηλαδή ένας ξεκάθαρα αντισυμβατικός χαρακτήρας. Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνεται παραστατικότητα ενώ ο συγγραφέας καταφεύγει πολλές φορές σε υπερβολικές λεκτικές μεταφορές και παρομοιώσεις και σε αξέχαστες ειρωνικές ατάκες μ’ ένα λεξιλόγιο που από την αρχή συγκροτεί ένα εντελώς προσωπικό ύφος και στυλ που αγαπάς σχεδόν αμέσως. Ο Επιθεωρητής είναι παντρεμένος με δυο παιδιά και ο πόλεμος του έχει στοιχήσει ψυχολογικά, έχει δει πράγματα που δεν πίστευε, έχει βιώσει καταστάσεις που δεν περίμενε. Η ματιά του είναι διεισδυτική και δεν ξεφεύγει τίποτα ούτε μένει ασχολίαστο: «Ήταν οι καιροί όπου το Αλγέρι ήταν λευκό σαν τις περιστέρες και τα οράματα…» (σελ. 26) αλλά «Σήμερα κάτω από τα ερείπια των καταχρήσεων το Έθνος ανασηκώνει τα φουστάνια του μπροστά σε εκτρώματα φριχτά…» (σελ. 26). Γιατί: «Χθεσινοί βοσκοί, σημερινοί αξιωματούχοι, οι μεγαλόσχημοι της χώρας μου σύναξαν κολοσσιαία πλούτη αλλά δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεχωρίσουν το λαό από τα ζωντανά τους» (σελ. 24). Ο Yasmina Khadra ταυτίζεται απόλυτα με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, γίνονται ένα, μιλάει ο Λομπ και ξέρεις πως ακούς τον συγγραφέα να κλαίει σχεδόν για την πατρίδα του που πλέον έχει πάρει τον δρόμο χωρίς επιστροφή: «Στο εξής στη χώρα μου, μετά από λίγες προσευχές στον καλό Θεούλη, οι μέρες ξημερώνουν μόνο και μόνο για να περάσουν και οι νύχτες είναι μαύρες μόνο και μόνο για να ταυτίζονται με τις συνειδήσεις μας» (σελ. 27).
Ο Επιθεωρητής Λομπ προσπαθεί να βρει άκρη σε μια κοινωνία σάπια ως το μεδούλι, ματωμένη και θαμμένη σε χαλάσματα σπαραγμού. Στο πλάι του δρουν και προσπαθούν να επιβιώσουν από πυρά ελεύθερων σκοπευτών, από παγιδευμένα αυτοκίνητα και πτώματα ο βοηθός του, ο Λίνο, «πεισματικά αφοσιωμένος στις μικροαπατεωνιές του, στο ξεπούλημα του αξιώματός του και στις πουτάνες του» (σελ. 13), φυγόπονος και με άλλα ενδιαφέροντα, ο οποίος όμως τελευταία φρονίμεψε, πιάνει από νωρίς δουλειά, προκαλεί οίκτο ακόμη και στις πέτρες, καθώς και ο επίσης Επιθεωρητής Σερτζ, ο κινητήριος μοχλός «του μαγαζιού», τόσο υπάκουος και απαραίτητος που δεν τον αφήνουν να επωφεληθεί από σεμινάρια και υποτροφίες για να πάρει προαγωγή. Ποιον να πρωτοξεχωρίσω όμως από τους υπόλοιπους χαρακτήρες; Ο Χατζ Γκαρν, «ένας από τους πιο επικίνδυνους πειρατές των ταραγμένων υδάτων της επικράτειας», είναι πασίγνωστος σοδομίτης, αναλφάβητος, πολλάκις καταδικασθείς, αλλά έχτισε μια αυτοκρατορία χωρίς ποτέ να βάλει το κεφάλι του στη φωτιά. Ο Γκουλ Μαλέκ, μέλος της παλιάς νομενκλατούρας, έπαιξε τον ρόλο του μεγάλου αδελφού τον καιρό του μονοκομματισμού, τροποποιούσε τους νόμους, διέκοπτε την πρόοδο των κοινωνικών προγραμμάτων και τώρα έχει αποσυρθεί στο πολυτελές προάστιο της Χίντρα αλλά συνεχίζει να κινεί τα νήματα. Ο Σιντ Λανκαμπού, γραφιάς του παλαιού καθεστώτος, «έχει τόσο ταλέντο όσο τακούνι έχει μια παντόφλα» (σελ. 76). Απαράμιλλος καιροσκόπος, αρχικά κομμουνιστής, μετά σουρεαλιστής, σε μια εποχή που οι διανοούμενοι εκτελούνται χωρίς προειδοποίηση εκείνος είναι από τους σπάνιους συγγραφείς που κάνει τη δουλειά του μέρα μεσημέρι χωρίς να κοιτάει δεξιά αριστερά. Ο Ντα Ασούρ είναι ένας οραματιστής που «Βλέπει τον κόσμο όπως κοιτάμε στα μάτια κάποιον που ξέρουμε πολύ καλά» (σελ. 54), πανούργος, έχει παραιτηθεί από τα εγκόσμια και ζει ήσυχα τα ογδόντα του χρόνια «σε μια χώρα που απογοητεύει». Ο Άιτ Μεζιάν, κωμικός ηθοποιός, δέχεται απειλές να απομακρυνθεί από το θέατρο, ξέρει πως κινδυνεύει η ζωή του αλλά δε θέλει να αυτοεξοριστεί στην Ευρώπη. Και τόσοι άλλοι…
Τα υπέροχα καλολογικά στοιχεία που θα βρουν πιο ταιριαστή θέση σε αξέχαστα μεταγενέστερα κείμενα του συγγραφέα, όπως «Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα» είναι λίγα και αγωνίζονται να ομορφύνουν τις άσχημες καταστάσεις που ξεπηδούν από τις σελίδες: «Ματωμένος στις τέσσερις φλέβες του ο ορίζοντας γεννάει με καισαρική μια μέρα, που τελικά δεν δικαιώνει τις οδύνες της» (σελ. 11). Το περιβάλλον είναι πια τόσο ζοφερό που όσοι είναι ακόμη ζωντανοί παλεύουν απλώς για την επόμενη μέρα, χωρίς πλάνο, χωρίς ελπίδες, χωρίς σκοπό. «Από τότε που η τρομοκρατία έφερε τη θρησκεία στις πρώτες θέσεις της ανταρσίας, ο λαουτζίκος δεν ξέρει πια πού την κεφαλήν κλίνη. Ό,τι έχει ισλαμική απόχρωση, τους ξεστρατίζει» (σελ. 14). Γιατί κάποιοι, με αφορμή τον πόλεμο, βλέπουν την αμερικανοποίηση της χώρας τους και τον αργό θάνατο της παράδοσής της, της ταυτότητάς της, των χαρακτηριστικών της: «…μια χώρα περήφανη για την ταυτότητά της, για την ιστορία της, για τη γη της, ξεχωριστή ανάμεσα σε χίλιες» Αλλά τι βλέπουν: «Το Αλγέρι εξαχρειωμένο όσο μια υπερπόντια μητρόπολη, έναν λαό χωρίς προσωπικότητα, αιρετικά πανεπιστήμια, ένα πεπρωμένο θανάσιμης προστυχιάς» (σελ. 128). Δεν υπάρχει σωτηρία: «Ήδη ο θρησκευτικός φανατισμός έχει στρέψει τους πιστούς στη λατρεία των τσαρλατάνων» (σελ. 57). Ο Λομπ-Khadra θρηνεί: «Ο ήλιος της πατρίδας μου έχει πάθει κατάθλιψη. Οι φρικαλεότητες που του κληροδοτεί η νύχτα σκοτώνουν τη μαγεία του» (σελ. 137-138). Τι φταίει; «Απ’ όλους τους λαούς, είμαστε οι πιο ακραίοι…Η μέση οδός δεν έχουμε ιδέα τι είναι… Στη χώρα μας η μετριοπάθεια είναι παραλογισμός, είναι μια δευτερεύουσα απόλαυση. Ίσως γι’ αυτό παραμένουμε τόσο αδάμαστοι όσο και παράφρονες» (σελ. 138).
Μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο σήψης και διαφθοράς ο Επιθεωρητής Λομπ πρέπει να βρει μια άκρη και να μείνει ταυτόχρονα ζωντανός σωματικά αλλά και γερός ψυχικά γιατί θα έρθει αντιμέτωπος με τη μεριά του κόσμου που σιχαίνεται περισσότερο, να συναναστραφεί με ανθρώπους που ευχαρίστως θα σκότωνε, να στρέψει το κεφάλι του στη θέα πτωμάτων και να συγκρατηθεί όταν προδίδουν την πατρίδα του άνθρωποι που ξέρει πως μπορούν να τον εξοντώσουν με ένα απλό νεύμα, έτσι και επιτεθεί εναντίον τους. Το «Μοριτούρι» που κυκλοφόρησε πριν από είκοσι πέντε χρόνια είναι το κύκνειο άσμα μιας χώρας που έκτοτε έχει γνωρίσει ακόμη χειρότερα δεινά και το πρώτο δείγμα μιας γραφής που έχει βελτιωθεί θεαματικά έκτοτε. Υποβλητική και ρεαλιστική ατμόσφαιρα, κλιμακούμενη πλοκή, απανωτές ανατροπές κι ένας κόσμος που χάνεται είναι τα γνωρίσματα ενός μυθιστορήματος που καταγράφει με ενάργεια και με ακρίβεια τον υπόκοσμο που έχει πάρει τις τύχες της χώρας του στα χέρια του με ξεκάθαρα υποκειμενικούς και άκρως εγωιστικούς και φιλοχρήματους σκοπούς.
Πάνος Τουρλής