Μια δασκάλα, δυο φόνοι κι ένας έρωτας

Μια κοπέλα μ’ ένα ιδιαίτερο χάρισμα μπλέκεται στην εξιχνίαση του φόνου του γιου μιας πάμπλουτης εφοπλιστικής οικογένειας και τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο: ο θάνατος επήλθε πριν είκοσι χρόνια, στη βίλα υπάρχουν πολλοί ύποπτοι, ο μικρός και διορατικός δισέγγονος της οικογένειας δένεται απρόσμενα μαζί της και, το χειρότερο, η ηρωίδα ερωτεύεται τον κυρίως ύποπτο! Ποιος είναι ο ένοχος, ποιο είναι το κίνητρο, τι απέγινε το όπλο του φόνου, πώς θα αποκαλυφθεί η αλήθεια; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο σ’ ένα ανατρεπτικό και ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα!

Την Πρωτοχρονιά του 2000 κάποιος σκότωσε στον κήπο της οικογένειας Ερμείδη τον γιο τους, Ορέστη και τον κηπουρό, Αργύρη Γιαννόπουλο, την ώρα του πρωτοχρονιάτικου ρεβεγιόν. Εννιά καλεσμένοι και μέλη της οικογένειας και πέντε άτομα προσωπικό είναι οι ύποπτοι. Όλοι τους με κίνητρο, γιατί ακόμη κι αν ήταν παρόντες ίσως έβαλαν κάποιον άλλον να το κάνει. Ποτέ δεν αποκαλύφθηκε ποιος σκότωσε τους δύο ανθρώπους κι έτσι οι υποψίες και οι αλληλοκατηγορίες κυκλοφορούν σα φαντάσματα στο σπίτι και το στοιχειώνουν. Η αλήθεια θάφτηκε ζωντανή και βρικολάκιασε, όπως λέει κάπου η συγγραφέας. Πώς μπλέκεται όμως σε όλα αυτά μια νέα κοπέλα και πώς θα καταφέρει να βρει τον ένοχο; Το μυθιστόρημα της Έλενας Γκίκα-Πετρουλάκη είναι ένα πανέξυπνο, απολαυστικό, γρήγορο και συναρπαστικό μυθιστόρημα που χαρίζει πραγματικό γέλιο και μπλέκει αριστοτεχνικά το αστυνομικό με το ρομαντικό είδος. Γρήγοροι, ευφάνταστοι κινηματογραφικοί διάλογοι, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, ολοζώντανοι χαρακτήρες, αναπάντεχες εξελίξεις και μια διαφορετική ηρωίδα είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός βιβλίου που ανυπομονούσα κάθε φορά που σταματούσα την ανάγνωση να επιστρέψω σε αυτό.

Η υπερ-ενσυναισθητική Μελίνα είναι κόρη μέντιουμ και ιδιωτικού ερευνητή, μια δασκάλα που περιμένει τον διορισμό της κάνοντας μαθήματα σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Η υπερ-ενσυναίσθηση είναι κάτι σαν την τηλεπάθεια, μόνο που δεν ακούς τις σκέψεις των άλλων αλλά νιώθεις τα συναισθήματά τους! Ξαφνικά αυτή η κοπέλα βρίσκεται μπλεγμένη σε μια υπόθεση διπλής ανθρωποκτονίας και παρουσιάζεται ως νταντά του μικρού Ορέστη Ερμείδη, με πραγματική αποστολή να εξετάσει ένα προς ένα τα πρόσωπα του σπιτιού και της οικογένειας και να κάνει τις δικές της έρευνες για το βράδυ του φόνου. Η ήρεμη οικογενειακή της ζωή ανατρέπεται μετά από μια οικογενειακή βραδιά, κατά την οποία αποφασίζεται με ξεκαρδιστικό τρόπο να αναλάβει την υπόθεση για χάρη του ετεροθαλούς αδερφού της, Έβανς (μην τον πείτε Βαγγέλη, please!), όνειρο του οποίου είναι να διαδεχθεί τον πατέρα του και να προσδώσει στο γραφείο αίγλη διεθνούς φήμης με τη διαλεύκανση στυγερών εγκλημάτων! Εξ ου και ανακοινώνει στην οικογένειά του πως ο σύντροφός του, Ντίνος, που εργάζεται ως συνοδός και γραμματέας της γιαγιάς του εφοπλιστή Ιάσονα Ερμείδη, Κυβέλης, την έπεισε να τους αναθέσει την εξιχνίαση της δολοφονίας του γιου της που έγινε στην αλλαγή της χιλιετίας και παραγράφεται σε δεκαοκτώ μέρες!

Α, ναι, ποιοι είναι οι γονείς της πρωταγωνίστριας; Από τη μια: «Η μανούλα μου μπορεί να είναι πιο γλυκιά και από τις μαρμελάδες της αλλά χαρισματικό μέντιουμ δεν είναι. Έχει απλώς ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση και αντιλαμβάνεται εύκολα τι θέλουν ν’ ακούσουν οι πελάτες της». Αυτήν την ικανότητα ενσυναίσθησης κληροδότησε στη Μελίνα σε πολλαπλάσιο βαθμό. Από την άλλη: «Ως ιδιωτικός ερευνητής, ο μπαμπάς μας, που είναι με διαφορά το πιο σοβαρό μέλος της οικογένειας, αναλαμβάνει κατά το πλείστον κοινότατες υποθέσεις συζυγικών παρακολουθήσεων ή ανεύρεσης χαμένων προσώπων». Μαζί τους μένει και η ενενηντάχρονη γιαγιά, με μονοκόμματη συμπεριφορά, χαριτωμένες εμμονές, μνημειώδεις υπολογιστικές ικανότητες, υπερφυσική μνήμη, κατάκοιτη μεν αλλά μυαλό και δάχτυλα σε λάπτοπ πετάνε!

Κι ερχόμαστε στους εφοπλιστές. Η γιαγιά Κυβέλη Ερμείδη που ξέρει την αλήθεια για τη Μελίνα αλλά σύντομα μετανιώνει που αποδέχτηκε την πρόταση του Ντίνου γιατί έρχεται αντιμέτωπη με συμπεριφορές, λόγια και νοοτροπία που σπάνια επιβιώνουν σε αστικό κύκλο για πάνω από δύο ώρες. Η Λίλιαν Δημητροπούλου, χήρα του νεκρού Ορέστη, και ο γιος της, Ιάσονας, δυο άνθρωποι που βρίσκονται μίλια μακριά ο ένας από τον άλλον, μιας και ο δεύτερος θεωρεί υπεύθυνη για τον θάνατο του πατέρα του την πρώτη και κανείς δεν κάνει την αρχή για να το ξεκαθαρίσουν. Ο Παύλος Δημητρόπουλος, ένα αργόσχολο παράσιτο, αδερφός της Λίλιαν. Ο γιος του Ιάσονα, Ορέστης, ένα παιδί δυσλεκτικό, ανεξήγητα κυκλοθυμικό, εσωστρεφές, δυσπρόσιτο αλλά με εκπληκτική συναισθηματική νοημοσύνη και ευφυία, στριμώχνει μάλιστα πολλές φορές τη Μελίνα με τις παρατηρήσεις του, τη διεισδυτικότητά του και τον τρόπο που την καταλαβαίνει πριν καν κατανοήσει εκείνη τον εαυτό της! Στο μεγαλοαστικό και πανίσχυρο περιβάλλον των Ερμείδων κινούνται ο αντιπρόεδρος,

Θέμης Κυριακίδης, που διοικούσε για δέκα χρόνια χωρίς να λογοδοτεί ώσπου ανέλαβε ο Ιάσονας, η είκοσι χρόνια νεότερη σύζυγός του, Ελεονώρα Κάντζα, ο δικηγόρος της οικογένειας Περικλής Θεοδώρου, η προηγούμενη νταντά Μαργαρίτα Αριστείδου-Λάνκαστερ, η οικονόμος Ουρανία, χήρα του Αργύρη του κηπουρού, ο γιος της και σοφέρ της οικογένειας, Ματθαίος και άλλα μέλη του προσωπικού. Πρόκειται για άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες, που βρίσκονται μηδενός εξαιρουμένου σε θέσεις-κλειδιά κι όλοι τους καταγράφονται αντικειμενικά και ολοκληρωμένα. Τα κίνητρα, οι λεπτομέρειες του φόνου, οι ύποπτοι, όλα συναποτελούν ένα καλό whodunit!

Το μυθιστόρημα εξελίσσεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Μελίνας, η οποία, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, διεισδυτικές παρατηρήσεις γύρω από τη ζωή της, χιούμορ («Οι περισσότεροι με χρησιμοποιούν για ράφι. Αφήνουν πάνω μου το συναισθηματικό τους φορτίο και μετά πάνε και φορτώνονται με ένα βαρύτερο», σελ. 16) και απίστευτη δοτικότητα προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τις απόψεις, τις μαρτυρίες, τους χαρακτήρες των ανωτέρω υπόπτων. Ταυτόχρονα, η ιδιαιτερότητά της να διαβάζει τους άλλους σαν ανοιχτό βιβλίο τη βοηθάει αρκετές φορές να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα και να ξεκινήσει μια βαθύτερη ενδοσκόπηση ώστε να εντοπίσει τον ένοχο με βάση ψυχολογικά κίνητρα. Οι τίτλοι των κεφαλαίων δίνονται με τον χρόνο να μετριέται με αντίστροφη φορά ως την ημέρα της παραγραφής του εγκλήματος, κάτι που επιτείνει την αγωνία. Η πανέξυπνη πλοκή δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω και βρήκα αρκετά πρωτότυπο το γεγονός η ερευνήτρια να βασίζεται στο ταλέντο της υπερ-ενσυναίσθησης, γιατί μπαίνουμε μαζί της στην ψυχολογία του κάθε υπόπτου μόλις συναντιούνται οι δυο τους κι έτσι αποκτάμε μια πρώτη εικόνα που ανασκάπτεται περισσότερο μαζί με την έρευνα για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Όλα αυτά όμως καταρρέουν με την παρουσία του Ιάσονα Ερμείδη: «Όχι μόνο δεν κατάφερα να εισβάλω στον ψυχικό του κόσμο αλλά ένιωθα σα να είχα μεταμορφωθεί σε μικροοργανισμό κάτω από μικροσκόπιο. Το βλέμμα του, διεισδυτικό και αδιάκριτο, με εξέταζε με δεινότητα μαγνητικού τομογράφου» (σελ. 62). Και το χειρότερο; «Ωστόσο, η παντελής απουσία συναισθηματικών μηνυμάτων εκ μέρους του μου επέτρεψε να προσέξω καλύτερα τα χαρακτηριστικά του. Σε μια απείρως μετριοπαθή περιγραφή, θα τον χαρακτήριζα απλώς κούκλο» (σελ. 63). Αλλά: «Το βλέμμα του συνέχιζε να με σκανάρει με ρομποτική νηφαλιότητα» (σελ. 64). Ναι, εντάξει, το καταλάβαμε, οι δυο τους ερωτεύονται με την πρώτη ματιά: «-Τι έχει ο χυμός;… -Ε…τίποτα, μια χαρά είναι»…-Εννοώ τι έχει μέσα! -Α! Μήλο και πορτοκάλι» (σελ. 140). Οι ξεκαρδιστικοί διάλογοι μεταξύ Ιάσονα και Μελίνας στην προσπάθεια της δεύτερης να κρατηθεί ψύχραιμη και ουδέτερη ενώ καρδιοχτυπάει και στη λαχτάρα του πρώτου να παίξει μαζί της σαν τη γάτα με το ποντίκι είναι υποδειγματικοί και τρενάρουν τόσο αυτό που σίγουρα θα γίνει ώστε έφτασα στο σημείο να λέω «ε, άντε, φιληθείτε να πάμε παρακάτω»!

Κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι το χιούμορ λοιπόν, το οποίο όμως δεν ισοπεδώνει τα πάντα ούτε κανιβαλίζει τις καταστάσεις για να εκβιάσει το γέλιο. Αντίθετα, τα πάντα είναι καταστρωμένα και σχεδιασμένα ως την παραμικρή λεπτομέρεια και η συγγραφέας δεν ξεφεύγει από τον αρχικό της στόχο ούτε αφήνεται σε εύκολες και χονδροειδείς λύσεις. Ο «λαϊκός» χαρακτήρας της αφηγήτριας έρχεται σε αντιδιαστολή με τον εκλεπτυσμένο αέρα της οικογένειας Ερμείδη και οι διαφορές αυτές δημιουργούν απολαυστικές καταστάσεις και ασυγκράτητο γέλιο: «Το δωμάτιο που θα με φιλοξενούσε ήταν από την κεντρική είσοδο δύο τσιγάρα δρόμος»! (σελ. 34). Υπάρχουν επίσης διάσπαρτες κάποιες εντελώς αναπάντεχες παρομοιώσεις: «Αφού πρώτα απέρριψε τρεις φορές τις κλήσεις μου ανεβάζοντας την πίεσή μου σε ηλικία γάμου…» (σελ. 150). Ακόμα και οι προσωποποιήσεις αποκτούν ζωτικό ρόλο: «-Θα με φιλήσετε; άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει ενώ η λογική μου έκοβε βόλτες κάπου στο βάθος του σκηνικού τραβώντας τα μαλλιά της» (σελ. 130). Και το αγαπημένο μου: «Την ίδια στιγμή η απόφασή μου να κρατηθώ μακριά του πήρε τα μπογαλάκια της και επιβιβάστηκε σε ένα τρένο με άγνωστο προορισμό. Την έβλεπα πεντακάθαρα να μου κουνάει το μαντίλι καθώς απομακρυνόταν» (σελ. 139). Για μένα όμως κορυφαία είναι η σκηνή της νύχτας της Κυριακής 22 Δεκεμβρίου όπου όλοι μαζεύονται στο δωμάτιο της Μελίνας με τέτοιο τρόπο, τέτοια συχνότητα και τόσο σπαρταριστούς διαλόγους που μου θύμισαν την κυκλοφοριακή ροή στο δωμάτιο της Οφηλίας στον «Άμλετ Β΄» του Σάμιουελ Μπόμπρικ!

Επομένως, τι έχουμε σε αυτό το βιβλίο; Μια αστυνομικού ύφους ιστορία που επιλύεται χωρίς να κουράζει γιατί ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια; Ένα ρομαντικό μυθιστόρημα που η αυτόκλητη «ντετέκτιβ» ερωτεύεται έναν από τους υπόπτους και οι ατάκες τους είναι πρωτότυπες, στέρεα δομημένες και η μεταξύ τους σχέση περνάει από σαράντα κύματα γιατί κάποιος θα πει κάτι λάθος τη σωστή στιγμή, κάποιος θα έχει μουτράκια γιατί κάτι έγινε χωρίς ο άλλος να το αντιληφθεί, κι όλα αυτά ίσως οδηγήσουν σε αίσιο τέλος; Ναι, όλα αυτά. Και κάτι άλλο ακόμη: βαθιά, ρεαλιστική, ανθρώπινη ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί καλό κι αυθόρμητο το γέλιο, σωστές οι εξελίξεις που οδηγούν στην επίλυση του μυστηρίου, υπάρχουν όμως και δύο σκηνές που με συγκλόνισαν και μου έδειξαν πως η συγγραφέας δεν έγραψε κάτι πρόχειρο, επιφανειακό και ρηχό για να περάσει καλά ο αναγνώστης της (αυτό γίνεται σε πρώτο επίπεδο, άλλωστε) αλλά βρήκε τον τρόπο να δείξει με πόση προσοχή οφείλουμε να ενσκήψουμε στον εσωτερικό κόσμο, στις επιθυμίες, στις φιλοδοξίες και στα συναισθήματα του ανθρώπου που αγαπάμε, είτε αυτός είναι το παιδί μας είτε ο γονιός μας.

Με αφορμή επομένως την υπερ-ενσυναισθητική ιδιότητα της Μελίνας μαθαίνουμε με πρωτότυπο τρόπο πώς να μπούμε στη θέση του άλλου, πώς να τον κατανοήσουμε, πώς να ρίξουμε τις άμυνές και τον εγωισμό μας και να τον αγκαλιάσουμε σωστά, πραγματικά και όπως εκείνος το χρειάζεται τη στιγμή που το θέλει. Δε γίνεται να μη δακρύσεις με τον τρόπο που επιδρά η προσέγγιση της Μελίνας στη διαπαιδαγώγηση του μικρού Ορέστη. Η πρώτη τους συνάντηση με συγκίνησε αφάνταστα από τη δύναμη της εικόνας που μου χάρισε η δωρική αφήγηση και από την ένταση των συναισθημάτων που ξεπήδησαν από αυτές τις λέξεις: «Σιγά σιγά ένιωθα αυτό που αποκαλώ συναίσθημα αγκαλιάς αν ανθίζει μέσα του και να τον κατακλύζει με μια ήρεμη ευφορία. Πριν περάσει ένα λεπτό, είχε ακουμπήσει με εμπιστοσύνη το κεφάλι του στον ώμο μου και τα χέρια του είχαν τυλιχτεί γύρω μου» (σελ. 90). Άλλωστε: «…οι αγκαλιές είναι τα τσιρότα για τα ψυχικά τραύματα που λίγο ή πολύ όλοι οι άνθρωποι έχουν» (σελ. 92). Γι’ αυτό αγάπησα το βιβλίο, όχι (μόνο) για τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ ή για τις κωμικές σκηνές αλλά για τα προσεκτικά ψυχογραφήματα των χαρακτήρων και για τον υπέροχο, σωστό, καλομελετημένο τρόπο που αναδεικνύεται κυρίως ο Ορέστης, ένα παιδί που αντικατοπτρίζει τα συναισθήματα των γύρω του, που αγωνίζεται να βρει τον δικό του εαυτό ανάμεσα στους μεγάλους, που φοβάται, δειλιάζει, αγωνίζεται να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, την ίδια στιγμή που ο τελευταίος ακόμη αναρωτιέται πώς να το προσεγγίσει, πώς να το αγαπήσει, πώς να σταθεί στο πλάι του! Λεπτοβελονιά τα λιθαράκια που συγκροτούν δύο διαφορετικές προσωπικότητες και ψάχνουμε να βρούμε ποιο θα πέσει πρώτο για να γκρεμιστεί επιτέλους αυτή η απόσταση και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσά τους. Εξίσου ρηξικέλευθα και εκκωφαντικά διαλύεται επιτέλους και ο τοίχος ανάμεσα στον Ιάσονα και στη μητέρα του και καταφέρνουν να επικοινωνήσουν σε μια επίσης δυνατή σκηνή, έμπλεη συναισθηματισμού και ωμής αλήθειας.

«Μια δασκάλα, δυο φόνοι κι ένας έρωτας» λέγεται το νέο μυθιστόρημα της Έλενας Γκίκα-Πετρουλάκη κι είναι ένα δυνατό, πρωτότυπο κι ευρηματικό βιβλίο που ξεδιπλώνει με κύριους άξονες το χιούμορ και το σασπένς μια αστυνομική ιστορία για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε πριν από είκοσι χρόνια και στοιχειώνει ακόμη την οικογένεια των θυμάτων γιατί δε βρέθηκε ο ένοχος. Μια χαρισματική κοπέλα θα μπει στις ζωές τους και θα τις ανατρέψει για πάντα, χτίζοντας απρόσμενες γέφυρες, γκρεμίζοντας εκκωφαντικά κάποιες άλλες και δείχνοντας τον δρόμο της αγάπης και του σεβασμού σε ώτα μη ακουόντων. Γέλιο και δάκρυ, ένταση και αγωνία, ρεαλισμός και αξέχαστοι χαρακτήρες είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός πανέξυπνου και ανατρεπτικού μυθιστορήματος που θα θυμάμαι για καιρό.

Πάνος Τουρλής




περισσότερα άρθρα