Αυτή η ανωνυμία δημιούργησε κάποιες αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητά του. Σ' αυτό συνέβαλε και η λογοτεχνικότητα του κειμένου. Όμως η συγγραφέας ήταν δημοσιογράφος, εργαζόταν σ' ένα εκδοτικό οίκο, είχε ταξιδέψει σε διάφορες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και στη Ρωσία, όπου έμαθε κάπως και τη γλώσσα, στοιχεία που δικαιολογούν τόσο το λογοτεχνικό ύφος στην έκφραση, όσο και το περιεχόμενο, τις λεπτομέρειες της περιγραφής, τις λεπτές παρατηρήσεις, τις σκέψεις, ενίοτε το πικρό χιούμορ. Σήμερα η αυθεντικότητα του ημερολογίου δεν αμφισβητείται πια, ένας μάλιστα διακεκριμένος κριτικός και δημοσιογράφος, απεκάλυψε και το όνομα της συγγραφέως, κατονομάζοντάς την ως Μάρτα Χίλερ.
Είναι 20 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή όταν αρχίζει να γράφει. Το Βερολίνο συγκλονίζεται από τους βομβαρδισμούς. Οι Ρώσοι απέχουν ελάχιστα καθώς πλησιάζουν από τα ανατολικά. Το σπίτι της αφηγήτριας έχει βομβαρδιστεί και μετακομίζει σε μια σοφίτα, συγκατοικώντας με άλλους, καταφεύγοντας στο υπόγειο της πολυκατοικίας στη διάρκεια των βομβαρδισμών.
Μέρα με τη μέρα καταγράφει όχι μόνο γεγονότα αλλά και σκέψεις και συναισθήματα. Ο θάνατος τριγυρίζει τους εναπομείναντες κατοίκους του Βερολίνου, κυρίως γυναικόπαιδα, αλλά και η πείνα κι όταν οι Ρώσοι μπαίνουν στην πόλη η εμπειρία των μαζικών βιασμών κυριαρχεί στο ημερολόγιο. Θύμα και η ίδια βιασμού, αποφασίζει να προκαλέσει την προσοχή και την εύνοια ενός Ρώσου αξιωματικού, ώστε να έχει μια στοιχειώδη προστασία από τους άγνωστους, μεθυσμένους στρατιώτες. Το θέμα γίνεται τόσο συνηθισμένο και καθημερινό, ώστε φτάνει να το αντιμετωπίζει με πικρό χιούμορ. Ρωτάει όταν συναντιέται με μια φίλη της: "Πόσες φορές σε βιάσανε Ίλζε;"- "Τέσσερις. Εσένα;"- "Δεν έχω ιδέα, πάντως χρειάστηκε να αναρριχηθώ αρκετά ψηλά στην ιεραρχία, από το σώμα ανεφοδιασμού έφτασα σε ταγματάρχη".
Έντονα επικριτική εμφανίζεται για τη στάση των ανδρών που μοιρολατρικά, χωρίς να αντιδρούν, γίνονται μάρτυρες αυτής της κατάστασης ή ακόμη, όπως θα συμβεί και στην ίδια στο τέλος, οι σύντροφοί τους τις εγκαταλείπουν. Πιο πολύ στις ημερολογιακές σημειώσεις κυριαρχεί η πείνα. Επιβιώνουν με ελάχιστη τροφή, συχνά μόνο με νερό στο οποίο έχουν βράσει τσουκνίδες. Ευπρόσδεχτα γίνονται τα σπάνια τρόφιμα που οι Ρώσοι τους προμηθεύουν. Δεν υπάρχει παροχή νερού, το κουβαλούν από μακριά, το ηλεκτρικό ρεύμα έχει διακοπεί, κάποτε την επιστρατεύουν μαζί με άλλες γυναίκες για ολοήμερη εξαντλητική εργασία. Γράφει: "Καινούρια μέρα. Είναι τόσο περίεργο να ζει κανείς χωρίς εφημερίδα, χωρίς ημερολόγιο, χωρίς ώρα, χωρίς τέλος του μηνός. Ένας άχρονος χρόνος, που κυλάει σαν το νερό, που τον μετράμε όχι με τους δείκτες του ρολογιού, αλλά με το πηγαινέλα των αντρών με τις ξένες στολές".
Γράφοντας τονώνει η ίδια το φρόνημα και την αντοχή της. Κάποτε οι αναμνήσεις την οδηγούν σε ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος, άλλες φορές όσα βιώνει της δημιουργούν ποικίλες σκέψεις τις οποίες και καταγράφει: "Τίποτα δεν μας ανήκει πλέον σ' αυτή τη χώρα παρεκτός η κάθε στιγμή που ζούμε".
Το ημερολόγιο σταματά στις 22 Ιουνίου 1945, κλείνοντας με το πείσμα της να επιβιώσει και με την αισιόδοξη πιθανότητα να ξανανταμώσει με το σύντροφό της: "Ξέρω μόνο ότι θέλω να επιβιώσω-ενάντια σε κάθε νόημα και λογική, έτσι απλά, σαν ένα ζώο. Άραγε να με σκέφτεται ακόμα ο Γκερτ; Ίσως οι δρόμοι μας ξανασμίξουν κάποτε".
αναδημοσίευση από: anagnostria.blogspot.com