Μια μητέρα και σύζυγος, με δυο παιδιά στην εφηβεία, βλέπει έντρομη τον άντρα της να την παρατάει για ασήμαντη αφορμή. Και τώρα τι κάνουμε; Πώς διαχειριζόμαστε τα πρακτικά θέματα του σπιτιού; Πώς το λέμε στα παιδιά; Τι κάνουμε για να βγάλουμε χρήματα για τις ανάγκες τους; Η Μανίνα Ζουμπουλάκη στο νέο της μυθιστόρημα καταγράφει μια δύσκολη απόφαση, μια δύσκολη στιγμή, μια δύσκολη ζωή, μπολιάζοντάς τες όμως με αισιοδοξία και με μαθήματα «θάρρους».
Αρχικά νόμισα πως είναι γραμμένο με ένα μίγμα ελαφρότητας και ρεαλισμού που έχω συναντήσει σε πολλά μυθιστορήματα αντίστοιχης θεματολογίας. Νέα ακόμη γυναίκα εγκαταλείπεται από τον άντρα της, έχει δυο-τρεις φίλες που τη στηρίζουν, δυο παιδιά στην εφηβεία και τα πάντα αλλάζουν ή μάλλον γίνονται χειρότερα γιατί είναι νοικοκυρά, δεδομένη, ηρωίδα και τώρα καλείται να αντιμετωπίσει μια νέα τάξη πραγμάτων. Χαρακτήρες που έχω συναντήσει και αλλού, στρωτή αφήγηση με λίγο χιούμορ, φιλενάδες που αποτελούν το alter ego της πρωταγωνίστριας κι έχουν τα δικά τους προβλήματα, μια σχέση που είχε αρχίσει να φθίνει αλλά η Σόνια δεν το έβλεπε ή δεν ήθελε να το δει λόγω της ρουτίνας στην οποία τελμάτωσε κλπ. Να όμως που το ιδιαίτερο επαγγελματικό παρελθόν της πρωταγωνίστριας (ήταν ταχυδακτυλουργός σε τσίρκο) και παρόν (έχει ένα fun club με κεντρικό θέμα τους γνωστούς καλλιτέχνες, κυρίως τραγουδιστές, που πέθαναν ή αυτοκτόνησαν στα ή γύρω στα 27 τους χρόνια), οι ωραίοι διάλογοι, ένας μυστηριώδης «Αρκτούρος» που της στέλνει μήνυμα στο ίντερνετ ότι θέλει ν’ αυτοκτονήσει στην ηλικία των 27 οπότε αναρωτιέται αν θα τυπώσουν μπλουζάκια και με τη δική του φάτσα, η γρήγορη αφήγηση, η έξυπνη τοποθέτηση στο σήμερα σε μια εποχή τικτοκ και ξέφρενης εφηβείας για τα παιδιά, όλες αυτές οι μικρές θετικές ψηφίδες με κράτησαν ως το τέλος.
Η αφήγηση έχει διαρκή πρωθύστερα στα οποία η Σόνια ψάχνει τον εαυτό της, λεπτομέρειες που πολλές αναγνώστριες θα αναγνωρίσουν στη δική τους καθημερινότητα (πρακτικές, οικονομικές, ψυχολογικές, συναισθηματικές, πραγματολογικές), μια αύρα μυστηρίου κι έναν ρεαλισμό που φωτογραφίζει τη μέση νοικοκυρά, σύζυγο, μάνα, φίλη και επαγγελματία ενώ ταυτόχρονα η συναρπαστική ζωή του τσίρκου, που ήδη από τότε που παραιτήθηκε η Σόνια άρχιζε να γίνεται ντεμοντέ, όπως λέει η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η καθημερινότητα των ακροβατών, των κλόουν, των μάγων, οι σχέσεις μεταξύ τους, τα κουτσομπολιά και οι φήμες σε αυτόν τον κλειστό κύκλο, ο τρόπος ζωής τους, που όλα αυτά άλλαξαν όταν γνώρισε η Σόνια τον τώρα πρώην της «και διηγώντας τα να κλαις» αποτελούν πρωτότυπους θεματικούς άξονες και συμπληρώνουν σωστά την κεντρική ιδέα. Επίσης παρεμβάλλονται πληροφορίες για μουσικούς και άλλους καλλιτέχνες που πέθαναν στα 27 τους (λίγο πριν, λίγο μετά) γιατί οι περιπτώσεις τους θυμίζουν κάτι στην αφηγήτρια ή αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή για εκείνη. Η Μανίνα Ζουμπουλάκη έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, με απρόσμενες εξελίξεις, πλοκή που ξεφεύγει από τις εύκολες λύσεις και τα κλισέ όπως διαπίστωσα από ένα σημείο και μετά (και μετάνιωσα για την αρχική μου γνώμη για το βιβλίο), ωραίες ανατροπές κι ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
«Έχω βαρεθεί να μην ακούω ούτε ένα μπράβο για όλα όσα κάνω αλλά να ακούω επιπλήξεις για αυτά που δεν κάνω» (σελ. 203). Η ζωή της Σόνιας ξετυλίγεται γύρω από ένα πλυντήριο, μια ιδιόμορφη απασχόληση που δεν επιφέρει και πολλά κέρδη, μια ζωή που καταρρέει και κάνει ό,τι μπορεί για να τη συγκρατήσει και δυο παιδιά που πραγματικά ήθελα να τα μπουφλίσω, αδιαφορώντας για τη φαιδρή δικαιολογία ότι φταίνε οι ορμόνες της εφηβείας τους, μιας και η αγένεια, η αχαριστία και η τεμπελιά είναι ίδιον του χαρακτήρα και της προσωπικότητας και δεν ξεπετάγεται έτσι για λίγο εκείνη την περίοδο. Η Σόνια δεν είναι θύμα πάντως, δε δέχεται στωικά τα χαστούκια που της έρχονται (όχι όλα τουλάχιστον) κι αυτό ακριβώς μου άρεσε. Αντί για αφηγηματικές ευκολίες που θα φέρουν γέλιο κι ένα «ταπ, ταπ» συμπάθειας στον ώμο της ηρωίδας, έχουμε σκληρές και ρεαλιστικές προσπάθειες για κάτι καλύτερο, για μια πιο ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά, αληθινές δηλαδή και ανθρώπινες στιγμές που αντικατοπτρίζουν πρόσωπα που έχουμε σίγουρα γνωρίσει κι εμείς στη ζωή μας. Η Σόνια, που χρειάζεται μια υποστήριξη, ένα μπράβο, ειδικά τώρα που έφυγε ο άντρας της που δε χάνει στιγμή να της στέλνει θυμωμένα μηνύματα με στόχο να τη μειώσει, να την ταπεινώσει και να καταστρέψει την αυτοπεποίθησή της, συναντά διαρκώς γκρίνια από ανθρώπους που τα θέλουν όλα έτοιμα. Είπαμε, δεν κάνει φασαρία και δεν τσακώνεται με τα παιδιά της, όχι από αδιαφορία ή γιατί πιστεύει στην πειθαρχία αλλά γιατί παλεύει μέσα της να βρει ακριβώς αυτήν την καλύτερη ισορροπία που δε θα τα διώξει μακριά της, ειδικά εφόσον καιροφυλακτεί ο πρώην άντρας με αυτήν τη συμπεριφορά. Τελικά τι πρέπει να κάνει μια μάνα; Να αφήνει το παιδί της να ακολουθεί τα ίχνη του και να παρατάει ό,τι δεν το γεμίζει ή να προσπαθεί σκληρά να το φέρει εκεί που πρέπει, εκεί που αυτή θέλει και να το πειθαρχήσει; Μήπως και τα δύο αλλά σε μια προσεκτική ισορροπία; Η Σόνια αποφασίζει τελικά να πάρει τα πράγματα στα χέρια της, ίσως όμως με λάθος τρόπο κι αυτό οδηγεί σε νέες αναπάντεχες εξελίξεις.
Το μυθιστόρημα ρίχνει εξίσου το βάρος του σε όλα τα πρόσωπα, οπότε γνωρίζουμε και τις φίλες της Σόνιας, τον ομοφυλόφιλο με σύμφωνο συμβίωσης συνεργάτη που τυπώνει τα μπλουζάκια αλλά και την κολλητή που έχασαν ξαφνικά και άδικα πριν καιρό, μια απώλεια που ακόμη τις στοιχειώνει όλες. Μέσα σε όλα αυτά έχουμε και τον Αρκτούρο που σκέφτεται να αυτοκτονήσει και η πραγματική του ταυτότητα είναι μια πραγματική αποκάλυψη. Επίσης, με αφορμή το ιδιάζον θέμα του fun club της Σόνιας, ξεδιπλώνονται σκέψεις γύρω από τον θάνατο και την απώλεια και παρέχονται πλήθος πληροφοριών για τους καλλιτέχνες που πέθαναν νέοι ή και μεγαλύτεροι. Αυτό αντιπαραβάλλεται με την απώλεια της νεκρής φίλης, αφού όταν πεθαίνουν οι σταρ εσύ δεν πενθείς γιατί δεν τους γνωρίζεις, από την άλλη όμως πώς αντιδράς όταν πεθαίνει ένα δικό σου άτομο; Επίσης περιγράφονται με ειλικρίνεια οι δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις και η ψεύτικη ευτυχία που τυλίγει πολλές οικογένειες: «Οι οικογένειες… σου φαίνονται αξιοζήλευτες μόνο επειδή τις βλέπεις από μακριά, από τα παράθυρα» (σελ. 155). Ακόμη και το τέλος δείχνει συγγραφική μαεστρία, μιας και δεν είναι το happy end που σα να έρχεται με το ζόρι για να κλείσει με γάμους ή άλλες χαρές την ιστορία αλλά θέτει καίρια και σωστά τις βάσεις για ένα αίσιο μέλλον των ηρώων. Όσο πλησιάζουμε στο τέλος αρχίζουν να υποχωρούν η ρουτίνα, η απελπισία, η μονοτονία και εμφανίζεται κάτι καλύτερο που θα ζήσουν οι ήρωες του βιβλίου όταν ο αναγνώστης τελειώσει το μυθιστόρημα. Δεν είναι ανοιχτό και δεκτικό σε ποικίλες ερμηνείες, κάτι που με ξενερώνει αφάνταστα όταν επιλέγεται, αλλά θέτει τις βάσεις εκείνες που ξέρεις πού θα οδηγήσουν τους ήρωες που αγάπησες μέσα από αυτές τις σελίδες.
Το «Κακή νοικοκυρά, μέτρια μαγείρισσα, τουρίστρια μάνα» είναι ένα ενδιαφέρον, διαφορετικό μυθιστόρημα, με ήρωες ανθρώπους της διπλανής πόρτας, καίρια προβλήματα που αντικατοπτρίζουν τους ρυθμούς και τις συνθήκες της σημερινής μας εποχής και αποφεύγει με επιδεξιότητα τα κλισέ και τις αναμενόμενες εξελίξεις. Συγκίνηση και γέλιο, όνειρα και προδοσίες, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, σεβασμός στον αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός βιβλίου με απολαυστικά ξεχωριστό περιεχόμενο.
Πάνος Τουρλής