Η κατάσκοπος
Η Νάνσι Γουέικ (1912-2011) άσκησε τη δημοσιογραφία στο Παρίσι του Μεσοπόλεμου. Το 1933 ένα περιστατικό που βίωσε την έκανε να καταλάβει τα δεινά που θα βίωνε η ανθρωπότητα με την άνοδο του ναζισμού. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το Παρίσι, η Νάνσι άρχισε να οργανώνει τρόπους διάσωσης των Άγγλων πιλότων που έπεφταν σε γαλλικό έδαφος κι όταν αποκαλύφθηκε το δίκτυό της κατέφυγε στην Αγγλία όπου εκπαιδεύτηκε συστηματικά ως κατάσκοπος. Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις σαμποτάζ και κατασκοπίας ως σύνδεσμος μεταξύ Γάλλων ανταρτών και Άγγλων. Ήταν το πιο καταζητούμενο πρόσωπο της Γκεστάπο και η γυναίκα με τα περισσότερα παράσημα του πολέμου. Οι συγγραφείς που κρύβονται πίσω από το ψευδώνυμο Imogen Kealey, Darby Kealey και Imogen Robertson, στηρίχτηκαν σε αυτήν την ταραχώδη ζωή κι έγραψαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα δράσης και αγωνίας.
Το βιβλίο δεν είναι μόνο μια μυθιστορηματική βιογραφία, δεν είναι μόνο ένα βαθιά ανθρωπιστικό και πασιφιστικό κείμενο αλλά και μια αξέχαστη ιστορία πατριωτισμού και αγάπης. Με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που από τα σαλόνια και τις ανέσεις και τον δικό της τρόπο αντίστασης κατά των Γερμανών βρίσκεται ξαφνικά στα πεδία των μαχών και σκοτώνει για να επιβιώσει, ξετυλίγονται συναρπαστικές στιγμές κατασκοπίας, προδοσίας, περιπετειών που την ωριμάζουν, την ατσαλώνουν, την κάνουν αγνώριστη συμπεριφορικά και συναισθηματικά. Η πλοκή αρχίζει να ξετυλίγεται στη Μασσαλία του 1943, μια πόλη που είχε μαγέψει τη Νάνσι όταν πρωτοήρθε πριν πέντε χρόνια («Της άρεσε το οργισμένο, ανακατεμένο χρώμα της και οι αντιθέσεις της…», σελ. 12), όπου η ηρωίδα του βιβλίου παντρεύεται τον πλούσιο βιομήχανο Ανρί Φιοκά. Είναι ένας γοητευτικός άντρας που νιώθει ταυτόχρονα δέος, φόβο και οργή για τη γυναίκα του και είναι πρόθυμος να μοιραστεί την περιουσία του και το σπίτι του με οποιονδήποτε μπορεί να κάνει ζημιά στον εχθρό. Ενώ οι συμπατριώτες και φίλοι του παρέπαιαν από το σοκ της ήττας της πατρίδας τους και της κατάληψής της από τους Ναζί, η γνωριμία του με τη Νάνσι του έδωσε ελπίδα και σκοπό. Πώς γνωρίστηκαν, ποια τα συναισθήματα του ενός για τον άλλον, τι τους ενώνει, τι κοινά ενδιαφέροντα έχουν, πώς είναι η καθημερινότητά τους με όλους αυτούς τους κινδύνους είναι ερωτήματα που απαντώνται σταδιακά όσο προχωράνε οι εξελίξεις. Τι θα συμβεί όμως όταν μάθει η Γκεστάπο πως χρηματοδοτεί τους αντιστασιακούς και αρχίσουν οι ανακρίσεις;
Στη συνέχεια ζούμε τη μυθιστορηματική ζωή της Νάνσι που αναγκάστηκε να καταφύγει στο Λονδίνο και να συνεχίσει από κει το αντιστασιακό της έργο, με τις αναμενόμενες δυσκολίες και εμπόδια και με την αγωνία για την τύχη του Ανρί να κορυφώνεται. Η Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων του Υπουργείου Οικονομικού Πολέμου θα τη βοηθήσει να ατσαλωθεί, θα την εκπαιδεύσει ως κατάσκοπο, θα της αλλάξει τη ζωή, τον χαρακτήρα, τη νοοτροπία. Θα τη μετατρέψει από αυθόρμητη, άσκεφτη, τολμηρή, φωτεινή, αλέγκρα και σχεδόν απερίσκεπτη γυναίκα σε πραγματικό στρατιώτη με μυαλό, ετοιμότητα και υπακοή, κάτι ακόμη πιο δύσκολο από τη στιγμή που είναι η μόνη γυναίκα στο στρατόπεδο όπου τη στέλνουν. Εξίσου υποτιμητικά της φέρονται και οι Μακί όταν επιστρέφει στη Γαλλία για να εκπαιδεύσει, να συντονίσει, να οργανώσει, να εφοδιάσει, κάτι που δείχνει πως οι σκληρές συνθήκες του πολέμου δεν κάνουν τους ανθρώπους λιγότερο είρωνες και πείσμονες, ακόμη και εις βάρος της απελευθέρωσης της πατρίδας τους. Η Νάνσι θα προσπαθήσει σκληρά να τους κερδίσει με τα έργα της και με τα τολμηρά σχέδιά της, κερδίζει σταδιακά τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη τους μέσα από ποικίλα περιστατικά που ξεδιπλώνονται στα κεφάλαια του βιβλίου. Οι συγγραφείς, βασισμένοι στην προσωπικότητα της πραγματικής Νάνσι, έδωσαν ζωή σε μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, γεμάτη αντιθέσεις και ρεαλισμό: «Ντυμένη σαν Γαλλίδα νοικοκυρά, έμοιαζε με νέα γυναίκα που ζούσε με δελτίο…γυμνή έμοιαζε με Αμαζόνα» (σελ. 211). Οι άνθρωποι από τους οποίους κινδυνεύει στα βουνά της Γαλλίας ίσως είναι συνηθισμένοι άντρες με μητέρες και συζύγους, παγιδευμένοι σε κάτι που δεν καταλάβαιναν στ’ αλήθεια, μόνο που εκείνη πρέπει να μιμηθεί τη σκληρότητά τους και να θυσιάσει «μια άκρη της ψυχής της» για να επιβιώσει!
Η μυθιστορηματική Νάνσι είναι ένας χαρακτήρα που αγάπησα βαθιά. «…η απεγνωσμένη ανάγκη της να βάλει έναν ωκεανό, τον μισό κόσμο, ανάμεσα στον εαυτό της και σ’ εκείνα τα δυστυχισμένα παιδικά χρόνια είχε μετατραπεί σε μια ακόρεστη όρεξη για απολαύσεις και μια άγρια αυτάρκεια» (σελ. 22). Αυτά τα τραύματα την κυνηγούν ακόμη κι αν αφεθεί ή ξεχαστεί οι πληγές της ξαναματώνουν. Βλαστημάει «σαν ναύτης λίγο πριν τελειώσει η άδειά του στην ξηρά», είναι μαχήτρια μα δεν παύει να είναι γυναίκα, αφού λυγίζει στη σκέψη του Ανρί που βασανίζεται και ανακρίνεται, την ίδια στιγμή όμως θα ατσαλωθεί για να προχωρήσει στο σαμποτάζ ή στις ανατινάξεις. Πιστεύει στον αγώνα κατά του κατακτητή, δέχεται τη βοήθεια των Άγγλων γιατί θα τους διώξει πιο γρήγορα από τη Γαλλία, δεν υποκύπτει όμως σε άλλο δέλεαρ ούτε πείθεται πως «οι Άγγλοι είναι φίλοι μας». Αντιθέτως, διαβλέπει πως: «Αυτή η κόλαση δεν είχε τέλος, απλώς διάφορα χρώματα και γεύσεις» (σελ. 356). Πρόκειται για μια γυναίκα γεμάτη μίσος για τους Ναζί ήδη από τα πρώτα βήματα της κυριαρχίας τους, πριν την εισβολή στην Πολωνία, που ενθουσιάζεται και με την παραμικρή νίκη των Συμμάχων, νιώθοντας τόσο θυμωμένη που δε φοβάται και δε σκοπεύει να καθίσει ήσυχη. «…όσο η καρδιά μας είναι ελεύθερη, η Γαλλία είναι ακόμη ελεύθερη»!
Στον αντίποδα, έχουμε τον Γερμανό ταγματάρχη Μάρκους Φρίντριχ Μπεμ που έφτασε στη Μασσαλία έχοντας καταστρέψει μέσα σε μερικές εβδομάδες το καλύτερο δίκτυο των αντιστασιακών στο Παρίσι! Είναι «μια λεπτή, πολύ ακριβής, καλά εκπαιδευμένη λεπίδα» (σελ. 59) που βάζει ως στόχο να συλλάβει επιτέλους το Λευκό Ποντίκι (ψευδώνυμο της Νάνσι Γουέικ). Η αντιπαλότητά τους βαθαίνει με τον καιρό και με τα απανωτά χτυπήματα που δέχεται ο Μπεμ από κείνη, κάτι που θα τον πεισμώσει και θα κάνει το κυνηγητό της πιο προσωπικό από μεριάς του: τη μισεί γι’ αυτό που κάνει αλλά και γι’ αυτό που είναι, μια γυναίκα που κάνει πάντα αυτό που θέλει και αυτό που θεωρεί σωστό! Αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας όμως έχει και μια ανθρώπινη πλευρά, μιας και είναι παντρεμένος με την Εύα, η οποία έχει εξαιρετικές σχέσεις με το Κόμμα, κι έχουν μία κόρη, τη Σόνια. Οι ελάχιστες σκηνές μαζί είναι τρυφερές και γλυκές: «Η εύθραυστη αθωότητα ενός παιδιού… έσπρωξε τα απαλά σαν ψίθυρο μαλλιά της πίσω από τα αφτιά της…Ας ήταν ασφαλής, ας ζούσε προστατευμένη και γαλήνια» (σελ. 39). Στο πρόσωπο της Σόνια οι συγγραφείς βλέπουν τη νεότερη γενιά από αυτήν που αιματοκύλισε τον κόσμο και μέσω μιας επιστολής που έγραψε η Νάνσι την προτρέπουν: «Να είσαι θυμωμένη και φοβισμένη σε όλη σου τη ζωή και να κλείνεις τα μάτια σου στην αλήθεια ή να είσαι δυνατή, να την αντιμετωπίσεις και να πάρεις μέρος στο χτίσιμο ενός διαφορετικού μέλλοντος» (σελ. 452). Ο Μπεμ και η Νάνσι παίζουν σαν τη γάτα με το ποντίκι ο ένας με τον άλλον, κάποια στιγμή όμως τα πράγματα σοβαρεύουν κι η σχέση μίσους μεταξύ τους κλιμακώνεται, με αποτέλεσμα συναρπαστικά χτυπήματα που απογειώνουν τη δράση του βιβλίου. Οι δυο τους ακολουθούν έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, βασισμένο στη ρήση του Νίτσε: «Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα»!
Κινηματογραφική πλοκή, ολοζώντανες και παραστατικές σκηνές, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, καλογραμμένες σελίδες γεμάτες σαμποτάζ, επιχειρήσεις, προδοσίες, αντίποινα, εκτελέσεις, ανθρωπιά και αίμα, αγάπη και τυφλό μίσος δημιουργούν ένα συναρπαστικό, ανατρεπτικό κείμενο που ζωντανεύει με ενάργεια την εποχή και τις συνθήκες του πολέμου στη Γαλλία. Η αγωνία και το σασπένς, η καταγραφή της εποποιίας των ανταρτών Μακί εναλλάσσονται με λυρικές περιγραφές: «Φορούσε το λινό πουκάμισο χωρίς γιακά που φορούσαν όλοι οι εργάτες της περιοχής, τριμμένο από το πολύ πλύσιμο αλλά εκτυφλωτικά λευκό χάρη σε μια αφοσιωμένη μάνα» (σελ. 17). Μικρές προτάσεις σαν αυτήν μπορούν να δημιουργήσουν παράλληλες και σύντομες μα εξίσου παραστατικές εικόνες με αυτές της κύριας αφήγησης. Η δράση είναι καταιγιστική, η ζωή της Νάνσι αποτυπώνεται με ενάργεια, ταξιδεύουμε με την ηρωίδα του μυθιστορήματος στα βουνά της Γαλλίας και στο δίκτυο διαφυγής των αντιστασιακών, ζούμε τη σκληρή καθημερινότητα του βομβαρδισμένου Λονδίνου («μια πόλη απουσιών»!), τις συνθήκες εκπαίδευσης, τα σαμποτάζ και τις ενέργειες πίσω στη Γαλλία κι οι συγγραφείς καταφέρνουν σε κάθε περίσταση να βάζουν στο πλάι της Νάνσι αξιοσημείωτους χαρακτήρες που θα τη στηρίξουν και θα τη βοηθήσουν ενώ ταυτόχρονα η παρουσία τους εμπλουτίζει το κείμενο με τις δικές τους ιστορίες.
«Η κατάσκοπος» είναι ένα δυνατό, ανατρεπτικό, ανθρώπινο και με πλούσια πλοκή μυθιστόρημα που ξεδιπλώνει τη συναρπαστική ζωή της πιο καταζητούμενης γυναίκας από την Γκεστάπο με τέτοιο τρόπο που αφήνουν να περάσουν σημαντικά και διαχρονικά μηνύματα γύρω από την ειρήνη, την ομόβοια, την αγάπη αλλά και την προδοσία και την τυφλή υπακοή. Οι συγγραφείς που κρύβονται πίσω από το ψευδώνυμο Imogen Kealey άλλαξαν ημερομηνίες, μετατόπισαν χρονικά διάφορα γεγονότα, επινόησαν επεισόδια, παρέλειψαν κάποια άτομα και έπλασαν σύνθετους χαρακτήρες (ο Μπεμ που δεν υπήρξε ποτέ ήταν μια δραματοποιημένη εκδοχή των προσπαθειών της Γκεστάπο για τη σύλληψη της Νάνσι) για να βελτιώσουν μυθιστορηματικά την ιστορία τους, στο τέλος όμως του βιβλίου παραθέτουν, από σεβασμό για τη Νάνσι, τους συμπολεμιστές της και τις οικογένειές τους, περιληπτική περιγραφή αυτών των αλλαγών και συστήνουν περαιτέρω αναγνώσματα για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα. Ένα βιβλίο που θα θυμάμαι για καιρό!
Πάνος Τουρλής