Πώς μπορεί ο λόγος μιας γυναίκας να συνδυάζει τη δύναμη με την αγνότητα, τη διεκδίκηση με την αποδοχή της μοίρας, τη σοβαρότητα με το χιούμορ, την πορνεία ως επιλογή με την πίστη στον θεό; Πώς είναι δυνατόν να παγιδευτεί μια ιστορία στις σελίδες ενός βιβλίου χωρίς να χάσει την αυθεντικότητα και την αμεσότητά της; Πώς θα μπορέσει ο συγγραφέας να μεταφέρει την ιστορία αυτή χωρίς να επισκιάσει την ψυχή και το συναίσθημα της γυναίκας που αφηγείται; Στις ερωτήσεις αυτές απαντούν ο Γιώργος Χρονάς και η Πανωραία μέσα από το βιβλίο «Η γυναίκα της Πάτρας», το οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις είχε χαρακτηρίσει το καλύτερο βιβλίο που διάβασε στη ζωή του. «Η γυναίκα της Πάτρας» δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό «Οδός Πανός» από το καλοκαίρι του 1987, προτού εκδοθεί ως αυτοτελές βιβλίο για πρώτη φορά το 1989. To 2009 πραγματοποιήθηκε η τρίτη έκδοση, έμπρακτη αναγνώριση της αποδοχής του από το αναγνωστικό κοινό.
Στη «Γυναίκα της Πάτρας» ο Γιώργος Χρονάς καταγράφει τα λόγια της Πανωραίας, μιας γυναίκας που δούλεψε ως πόρνη στην Πάτρα τις δεκαετίες του ?50 και του ?60, όπως του τη διηγήθηκε η ίδια στις συναντήσεις τους, τις οποίες ηχογράφησε. Η Πανωραία διηγείται με απλότητα, αμεσότητα και χωρίς την παραμικρή ντροπή τη ζωή της, με κάθε λεπτομέρεια. Από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τον πρώτο της γάμο, ενώ ήταν ακόμα παιδί, και τη γέννηση των παιδιών της στα χρόνια που ακολούθησαν. Και από εκεί περνά στο δεύτερο γάμο της. Εκείνη, μια γυναίκα γεμάτη νιάτα και ζωντάνια που διψούσε «για φαγητό και για αγκαλιά» και ο κατά 30 χρόνια μεγαλύτερός της Ζακυνθινός, κουρασμένος από τον έρωτα και ανίκανος να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Στο σημείο αυτό τοποθετείται η απόφασή της να στραφεί στην πορνεία. Γιατί ως απόφαση παρουσιάζεται. Η Πανωραία σε ολόκληρο το βιβλίο στηρίζει την επιλογή της και σε κανένα σημείο δεν παρουσιάζει τον εαυτό της σαν θύμα των άλλων ή των περιστάσεων. Λέει χαρακτηριστικά: «Χαρμανιασμένη εγώ από φαΐ και ηδονή. Η κοιλιά μου πείναγε για φαΐ και η σάρκα μου για σάρκα. Έχεις ιδέα; Ετρελάθηκα η γυναίκα, πάρτη βρε παλιοκερατά, του λέω, βρωμοζακυνθινιέ, πάρε τη μητριά μου, αυτή σου ανήκει, μια και έχετε τα ίδια χρόνια. Πάρτην να ζήσετε κι εγώ θα πάω να γίνω πουτάνα, εν ψυχρώ, εσύ θα με βγάλεις πουτάνα». Ακολουθεί η ζωή της ως πόρνη και ο τρίτος της γάμος. Ούτε κι αυτός, όμως, της πρόσφερε την ευτυχία, αφού ο τρίτος της άντρας έγινε μάρτυρας του Ιεχωβά και πήρε με το μέρος του μερικά από τα παιδιά της, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον καμία επαφή μαζί τους. Η ιστορία της συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή της αφήγησης, και παρά το γεγονός ότι έχει πλέον μεγαλώσει, η Πανωραία διατηρεί τον αέρα της ντίβας, της γυναίκας την οποία πολλοί επιθύμησαν, που πρόσφερε απλόχερα τον έρωτα και σε μεγάλο βαθμό τον χάρηκε.
Ο Χρονάς, από τη μεριά του, βρήκε τον πιο ταιριαστό τρόπο για να παρουσιάσει την ιστορία αυτή, διατηρώντας το λόγο της Πανωραίας με όλα τα στοιχεία της προφορικότητάς του και περιορίζοντας την επέμβασή του σε ελάχιστα σημεία, κατά κύριο λόγο στη στίξη του κειμένου. Κατ? αυτόν τον τρόπο κατάφερε να διαφυλάξει την αμεσότητα της αφήγησης. Το κείμενό του δίνει την εντύπωση ότι ακολουθεί τη σκέψη της Πανωραίας και άλλες στιγμές μοιάζει με χείμαρρο, άλλες κομπιάζει, διστάζει, σκέφτεται, λοξοδρομεί για να ξεχυθεί και πάλι το ίδιο δυνατό, έτοιμο να συνεπάρει τον αναγνώστη.
Ο λόγος της Πανωραίας είναι γεμάτος αντιθέσεις, οι οποίες συνυπάρχουν αρμονικά: η πόρνη που υποστηρίζει αυτήν της την επιλογή και η βαθιά θρησκευμόνη γυναίκα, που αποφεύγει την ανάμειξή της με οτιδήποτε χυδαίο, ακόμα και όταν εκ πρώτης όψεως αφηγείται πράξεις χυδαιότητας. Η σοφία της διαφαίνεται μέσα από την αγνότητά της, η οποία αγγίζει τα όρια της αφέλειας,. Μια σοφία που δεν σχετίζεται με κανένα τρόπο με τη στωικότητα της παραίτησης, αλλά, αντίθετα, πηγάζει από τον τσαμπουκά της επιβίωσης. Η Πανωραία μπορεί να πιστεύει στη μοίρα αλλά όχι στη μοιρολατρία. Έγινε πόρνη για να ορίσει η ίδια τη ζωή της και την περιγράφει τώρα χωρίς μιζέρια και χωρίς αναστολές. «Ήμουνα γερή, ταύρος, άντεχα, άμα μου άρεσε κανείς λασκάριζα, για να κάνω το κέφι μου, αλλά τον άλλο καιρό έκλεινα τα μάτια και δούλευα επαγγελματικά, έβαζα στο νου μου ότι ήμουνα σ? ένα σπίτι υπηρεσία να δουλέψω οκτώ ώρες.»
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τη συνεχή μάχη της όχι με τον κοινωνικό της περίγυρο, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό της αποδεχόταν, αλλά κυρίως με τις προκαταλήψεις της εποχής σχετικά με τη θέση που όφειλε να έχει η γυναίκα στην κοινωνία και τις απαιτήσεις που της επιτρεπόταν να έχει στον έρωτα. Παρά τη φτώχεια και τις συνεχείς κακουχίες, η Πανωραία παρέμεινε μια γυναίκα γεμάτη τσαμπουκά και περηφάνεια, αποφασισμένη να επιβιώσει. «Είμαι Ρουμελιώτισσα, γαμώ και δέρνω. Η μάνα μου να βγει απ? τον τάφο θα την σκίσω, όποιος μου την βγαίνει καλά, θα του βγω καλά, όποιος δεν μου βγαίνει καλά θα του φάω τα μυαλά ή την καρδιά. Δεν υπολογίζω κανέναν.», λέει η ίδια μέσα από την μοναδική μεταγραφή του Γιώργου Χρονά ο οποίος μας δίνει μια αυθεντική ιστορία γραμμένη σε μια γλώσσα με υψηλές αρετές
πηγή: tvxs.gr