Η Πάτρα είναι μια νέα γυναίκα με όνειρα και φιλοδοξίες. Μαθητεύει δίπλα στην αυστηρή θεία της για να γίνει ράφτρα κι όταν τα καταφέρνει ανοίγει το δικό της μοδιστράδικο κι έτσι γνωρίζουμε τις πελάτισσες, τις μαθητευόμενες, τις γειτόνισσες, τις φίλες της σε μια Ελλάδα που έχει γκρεμιστεί και προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια της. Άντρες που ξεγελούν, γυναίκες που ερωτεύονται, άντρες που αγαπούν, γυναίκες που προδίδονται κι όλα αυτά ανάμεσα σε χιλιάδες μέτρα τούλι, μετάξι, μπροκάρ, με αναρίθμητες κόπιτσες, θηλές, κουμπιά, φερμουάρ που εφαρμόζουν κι αφαιρούνται πάνω σ ένα φόρεμα που ράβεται και ξηλώνεται πάλι και πάλι, στο φόρεμα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Η Χρυσούλα Διπλάρη έγραψε ένα χορταστικό μυθιστόρημα γεμάτο μικρές και μεγάλες ιστορίες, με πολλούς πρωταγωνιστές και κομπάρσους, με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, διεισδυτικά ψυχογραφήματα κι έναν προσεγμένο καμβά πάνω στον οποίο ξεδιπλώνεται μια πλοκή που αντικατοπτρίζει την άνοδο και την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας από το 1950 έως το 1980 περίπου. Κάθε ήρωας βάζει το δικό του λιθαράκι στην ιστορία, έρχεται και φεύγει ή παραμένει, συναναστρέφεται με την Πάτρα, μπαίνει στη ζωή της απρόσμενα, γεμάτος ιδέες, απόψεις, ιστορίες κι έτσι σε κάθε κεφάλαιο μάθαινα και κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο, χωρίς όμως να χαθώ ούτε για μια στιγμή, μιας και η συγγραφέας κρατάει καλά τον μίτο της ιστορίας που θέλει να μας αφηγηθεί. Και με τι όμορφες και κομψές παρομοιώσεις μπαίνουμε μες στην ιστορία: «Το καλοκαίρι είχε πια για τα καλά πατήσει και τα δυο του ποδάρια στην αυλή…» (σελ. 20), «Οι ματιές τους δέθηκαν για μια στιγμή κι ο χωμάτινος δρόμος κράτησε για λίγο τη σκονισμένη του ανάσα» (σελ. 38), «…την οδήγησε έξω, σε μια νύχτα που ανυπομονούσε να πετάξει τα μπαλωμένα πασουμάκια της για να χορέψει ξυπόλητη τσιφτετέλι και καρσιλαμά» (σελ. 46).
Η Πάτρα, ορφανή μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά στον πόλεμο, μεγαλώνει στα Μανιάτικα της δεκαετίας του 1950, με τη θεία της, Βιργινία, που της φέρεται χειρότερα κι από δούλα. Ανακούφιση και παρηγοριά έχει το ράψιμο που έμαθε από τη θεία της, περίφημη μοδίστρα, και τη μαγεύει το πώς ένα κομμάτι πανί μπορεί να μεταμορφώσει μια γυναίκα. Σκοτώνεται στη δουλειά, χωρίς ελεύθερο χρόνο, χωρίς διάθεση για έρωτες, αφοσιώνεται στο όνειρό της να σταθεί στα πόδια της. Στην αρχή τουλάχιστον! Η συγγραφέας ζωντανεύει με ρεαλισμό, παραστατικότητα και κινηματογραφική ματιά την καθημερινότητα μιας μαθητευόμενης μοδίστρας και ταυτόχρονα την κατάσταση στις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Από τη μια παρακολουθούμε τον φανταχτερό κόσμο της καλής κοινωνίας, με βεγγέρες και σουαρέ, με φορέματα και κοσμήματα, με πατρόν και χτενίσματα «του συρμού», σε μια εποχή που ο κόσμος προσπαθεί να ξεχάσει τον πόλεμο και ταυτόχρονα οι «στυλοβάτες της καινούργιας κοινωνίας», με τις στολές, τα μέσα, τις γνωριμίες και το κύρος τους, δημιουργούν ισχυρές συμμαχίες, πλουτίζουν κι άλλο και περιφέρουν κόρες, συζύγους και αδελφές σε χορούς και δεξιώσεις. Στον αντίποδα ο απλός κόσμος, οι γυναίκες με τα παιδιά κι οι άντρες με τις συζύγους τους «μα και ό,τι καλό βρεθεί στην πλώρη», σπιτικά γεμάτα απλά όνειρα μα δύσκολα πραγματοποιήσιμα, με συχνή ενδοοικογενειακή βία αλλά με σιωπηρή αποδοχή γιατί: «είχε μαζί του τρία παιδιά, που έπρεπε να φαν, να πιούν, να ντυθούν, να ποδεθούν. Έτσι ήταν η ζωή. Έτσι ήταν οι άντρες…έτσι την έμαθαν» (σελ. 34).
Μανιάτικα και Ταμπούρια, Θεμιστόκλειο και Άη Γιώργης, Ικόνιο και Ηλεκτρική, παντού η πάλη για το μεροκάματο από χιλιάδες ανθρώπους μα και παιδιά, με τα πράγματα να γίνονται ακόμη πιο δύσκολα από τις αθρόες προσελεύσεις κόσμου από την επαρχία που ήλπιζε και πίστευε σ’ ένα καλύτερο αύριο, δυσχεραίνοντας όμως την κατάσταση. Για να μην αναφερθώ στο φαινόμενο της μετανάστευσης που πλήγωσε την Ελλάδα ανεπανόρθωτα: «πηγαίνουν να δουλέψουν για τη χώρα που ευθύνεται για τα δεινά τους»…»Είναι κάτι σαν επιδημία, σαν κακιά αρρώστια, κολλητική» (σελ. 106)! Φθηνή λοιπόν η διασκέδαση, με κρασί χύμα και φαγητό κατσαρόλας στα χιλιάδες κέντρα της Κοκκινιάς, μιας περιοχής με Μικρασιάτες πρόσφυγες πρόθυμους για γλέντι, κέφι, χορό, καλοπέραση παρά τα βάσανα. Κοιτάμε μέσα από τις κουρελούδες που έχουν για πόρτες και μέσα από τα παράθυρα με τον βασιλικό, τρομάζουμε με τις μπουρούδες που σφυρίζουν για τις βάρδιες, χαζολογάμε το μελισσολόι που στήνεται γύρω από το φόρεμα-παραγγελία: «Εργατόπαιδα με ντρίλινα παντελόνια, οικοδόμοι με μπράτσα σιδερένια, φαντάροι που έβγαιναν με άδεια, χασομέρηδες και μάγκες» καιροφυλακτούν να δουν τις μοδιστρούλες! Η συγγραφέας τοποθετεί κομψά τα αντίθετα χαρακτηριστικά αυτών των κόσμων, καταγράφει με οξύνοια και παρατηρητικότητα τα ποικιλόμορφα γνωρίσματα της κοινωνικής σύνθεσης του μεταπολεμικού Πειραιά, στήνει ένα υπέροχο φόντο στο οποίο βάζει αξέχαστους ήρωες και ανατροπές. «…στα γύρω καφενεία οι άνεργοι κι οι τεμπέληδες, στο σχολείο τα παιδιά, στο νοικοκυριό τους όσες γυναίκες δε δούλευαν έξω, στις βιοτεχνίες και στις φάμπρικες» (σελ. 68-69). Πώς και πώς περίμεναν τις Κυριακές όλοι: «…η μόνη από τις επτά της εβδομάδας που ένιωθαν άνθρωποι στ’ αλήθεια, που έβλεπαν του Θεού το πρόσωπο» (σελ. 150). Εκδρομές και μπάνιο στο Πέραμα το καλοκαίρι, ρεφενέ πάρτι και σινεμά ή θέατρο ή μια ταβέρνα τον χειμώνα… «Σε λίγες ώρες η μέρα θα γύρναγε και θα ήταν Δευτέρα…η ζωή θα τους πήγαινε για βοσκή στις φάμπρικες, στα καρνάγια, στα μηχανουργεία, στη βελόνα, στα μικρομάγαζα, κάποιους ελάχιστους σε γραφεία και υπηρεσίες, κάποιους ακόμα λιγότερους στο πανεπιστήμιο» (σελ. 150).
Ποιους να ξεχωρίσω από τους συνοδοιπόρους της Πάτρας; Η Φιφή, μοναχοκόρη δικαστικού και μέλλουσα σύζυγος στρατιωτικού, χαίρει μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους των μοδιστρών, τις οποίες όμως αλλάζει συχνά. Η Μπέμπα, η πορσελάνινη κουκλίτσα, επιβεβαιώνεται μέσα από την ξεπεταγμένη συμπεριφορά της απέναντι στους άντρες που θαυμάζουν την ομορφιά της αλλά μπλέκει με τον φωτογράφο Πέρη. Είναι μια απελευθερωμένη γυναίκα που αρχίζει υποσυνείδητα να ακολουθεί τα χνάρια της μητέρας της που την είχε εγκαταλείψει. Μια σχέση που πέρασε από σαράντα κύματα, γεμάτη ψέματα και απάτη: «Έκοψε κι έραψε στα μέτρα του την προσωπικότητα του κοριτσιού και μετά έδωσε μια και ξέσκισε το δημιούργημά του, σαν φτηνό φουστάνι…κι άιντε τώρα να συμμαζέψεις τα ξεφτίδια» (σελ. 130). Η Μαρίνα, που ερωτεύτηκε και δεν έχανε λεπτό χωρίς δικαιολογία για να πεταχτεί στο ψιλικατζίδικο αλλά ουσιαστικά για να δει τον άντρα που αγάπησε, τον Γιώργο. Τι καρδιοχτύπια στα κρυφά τους ραντεβού, τι ξενύχτια προσμονής, «γιατί οι νέοι να μην μπορούν να χαρούν την αγάπη τους ελεύθερα, παρά να κρύβονται και να λένε τόσα ψέματα λες και κάνουν έγκλημα», σελ. 47); Η Ναζλή από την Καππαδοκία που αρνούνταν τα προξενιά αλλά τώρα στα τριάντα έριξε τα μούτρα της και χάρη στους παράδες του πατέρα της από το μπακάλικο άρχισε να ψάχνει εντατικά για γαμπρό, να προλάβει να κάνει και κανένα παιδί να μην τη φωνάζουν γεροντοκόρη! Κι όταν καταφέρνει να καπαρώσει κάποιον που εξακολουθεί να κάνει λαδιές και μετά τον γάμο, αρχίζουν τα μάγια και οι εξελίξεις είναι αναπάντεχες!
Να και η Σμαρώ που ζει με την οικογένειά της στη Δραπετσώνα, στα Λιπάσματα, όπου η ατμόσφαιρα είναι επιβαρυμένη και ανθυγιεινή. Την παίρνουν για εκπαιδευόμενη μοδίστρα, είναι ξύπνια και πρόθυμη αλλά κρύβει πονηριά κι έναν τρόπο υπολογιστικό! Η Μαρίτσα ερωτεύεται τον Τάκη, ο οποίος σε δυο χρόνια τελειώνει τις σπουδές της ιατρικής και μετά ειδικότητα, αγροτικό, στρατός….Η Μαρίτσα θα περιμένει όσο χρειαστεί κι ας της δημιουργεί προβλήματα η μάνα του η Μανιάτισσα που δε δέχεται τη μοδιστρούλα για τον γιο της. Η Βάσω η δασκάλα, «μια στριφνή γεροντοκόρη, που η ξινίλα του χαρακτήρα της ξεχείλιζε από κάθε πόρο του κορμιού της και αποτυπωνόταν τελικά στις δεκάδες ρυτίδες που ήταν εγκατεστημένες στο πρόσωπό της…» (σελ. 291), η δεκατριάχρονη Πιπίτσα, με σύνδρομο Down, που μαραζώνει μονάχη στο σπίτι και βρίσκει διέξοδο στα ρούχα, στους ταφτάδες, στα υφάσματα του μοδιστράδικου και πόσοι άλλοι! Πρόσφυγες από την Πόλη μετά τα Σεπτεμβριανά, νέα παιδιά που δε θέλουν να μάθουν τέχνη αλλά να σπουδάσουν, η Αμαλία που ερωτεύτηκε τον Φάνη κι αυτός άρχισε να τη δέρνει μετά τον γάμο, κοπέλες υποταγμένες στη γνώμη του αδερφού που τάχα μου ξέρει καλύτερα αλλά με ολέθρια και τελεσίδικα αποτελέσματα, ιστορίες που μας ταξιδεύουν πότε στο παρόν και πότε στο παρελθόν μέσα από στόματα πρόθυμα να μιλήσουν, ψυχές φορτωμένες να ξεσπάσουν. «…εκείνος ο μικρόκοσμος ήταν καμωμένος από ζέρσεϊ, ένα ύφασμα ελαστικό, που όλους τους χωρούσε και σε όλους ταίριαζε…» (σελ. 289).
Είναι όμως το μυθιστόρημα της Χρυσούλας Διπλάρη απλώς μια καλογραμμένη πινακοθήκη χαρακτήρων με συναρπαστικές εξελίξεις, ανατροπές και τρυφερά ή και σκληρά στιγμιότυπα; Όχι (μόνο), μιας και σε αρκετά σημεία η συγγραφέας αποπειράται να κατανοήσει τις ανθρώπινες σχέσεις, τη στάση και τη συμπεριφορά των αντρών προς τις γυναίκες και το ανάποδο, καταλήγοντας σε διαχρονικές παρατηρήσεις: «…τι είναι αυτό που σπρώχνει τις γυναίκες να κάνουν τα κέφια των αντρών; Είναι απλά μια υποταγή στην επιθυμία τους ή μια πράξη αγάπης προς το ταίρι τους; Ή κάτι κι απ’ τα δυο μαζί; Ίσως πάλι, ανάλογα την περίσταση» (σελ. 79). Γράφει για τον γάμο και τη ρουτίνα: «Ωραίος ο έρωτας, το χτυποκάρδι της προσμονής…η ευτυχισμένη οικογένεια, κανείς δε μιλάει όμως για το «μετά», τι γίνεται, πώς γίνεται, με ποιον ζεις πραγματικά… τι λόγο έχεις εσύ στη σχέση αυτή, πότε αρχίζει η μιζέρια και σε καταπίνει, πού πάει ο έρωτας όταν πεθαίνει» (σελ. 175-176). Πώς άρχισε η γυναίκα να ξεφεύγει από την αυστηρή οικογενειακή ζωή και να χαράζει το δικό της ελεύθερο μονοπάτι στη διψασμένη για χαρά και αισιοδοξία γενιά του 1950; «…τώρα που οι γυναίκες δούλευαν κι αυτές κι είχαν το δικό τους πορτοφόλι, τα εργαστήρια ραπτικής γνώριζαν μεγάλη άνθηση. Χωμένα σε αυλές, σε δωμάτια σπιτιών, σκαρφαλωμένα σε ταράτσες, με μαθήτριες ή χωρίς, με υποτυπώδεις ευκολίες, τα μοδιστράδικα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες χιλιάδων γυναικών και έφερναν στα νοικοκυριά ένα σεβαστό ποσό, το οποίο όχι μόνο ενίσχυε τα οικονομικά της κάθε οικογένειας αλλά έπαιζε και σημαντικό ρόλο στο ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο ανάπτυξης των υποβαθμισμένων περιοχών. Τα αθέατα εισοδήματα των κοριτσιών της βελόνας, μαζί με τα εμβάσματα των ναυτικών και των ξενιτεμένων επισκεύασαν τα παλιά σπίτια που έμπαζαν νερά, έχτισαν καινούργια ή αγόρασαν διαμερίσματα στις καινούργιες πολυκατοικίες που ξεφύτρωναν όλο και ταχύτερα δεξιά κι αριστερά…» (σελ. 287-288).
«Εργαστήριο ραπτικής» φωτεινό, αστραφτερό, γεμάτο πελάτισσες και μαθητευόμενες, υφάσματα και φιγουρίνια, κουτσομπολιά και όνειρα στήνεται στις σελίδες του συναρπαστικού αυτού μυθιστορήματος, όπου με την κομψή και καλαίσθητη σελιδοποίηση μας υποδέχεται σε κάθε κεφάλαιο μια κουβαρίστρα που θα ξετυλίξει νέα ιστορία ή θα εμπλουτίσει την προηγούμενη ενώ ταυτόχρονα με αχνή πλάγια γραμματοσειρά αναγράφονται η σελιδαρίθμηση και οι επικεφαλίδες. Κινηματογραφική αφήγηση, ωραίες εναλλαγές μεταξύ κεφαλαίων, σωστές ψυχοσυνθέσεις, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, αυθεντικότητα και ρεαλισμός στις περιγραφές του τόπου, της εποχής, των ανθρώπων, της κουλτούρας, της κοινωνικής συμπεριφοράς και προσεγμένες παρομοιώσεις στήνουν έναν αξέχαστο καμβά γεμάτο κόπιτσες και γαζιά που προσπαθούν να κρατήσουν ενωμένο το ελληνικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της μεταπολεμικής εποχής. Ένιωθα πως ήμουν δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους, τους έβλεπα από κοντά, χάρη στην πένα της συγγραφέως ζωντάνευε μπροστά μου κάθε λεπτομέρεια και με ταξίδευε. Ένα συναρπαστικό, γλυκόπικρο μυθιστόρημα γεμάτο αλήθειες, όνειρα, φιλοδοξίες, προδοσίες και εξελίξεις σε ζωές ανθρώπων της διπλανής πόρτας!
Πάνος Τουρλής