Γιώργος Ιωάννου

ΙΩΑΝΝΟΥ

Γεννημένος στις 20 Νοεμβρίου 1927 στη Θεσσαλονίκη, από γονείς πρόσφυγες, ο Ιωάννου μεγαλώνει φτωχικά. Μόλις μπαίνει στην εφηβεία ξεσπά ο πόλεμος που αναστατώνει τα πάντα γεμίζοντας τη ζωή του εφιαλτικές αναμνήσεις. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ, ο Ιωάννου εργάζεται ως φιλόλογος σε σχολεία στην επαρχία, ακόμα και στη μακρινή Βεγγάζη και αλλάζει το επώνυμό του από Σορολόπης σε Ιωάννου προς τιμή του πατέρα του. Τελικά, καταλήγει να ζει στην Αθήνα και μάλιστα στο κέντρο της, σ' ένα μικρό διαμέρισμα στα Εξάρχεια, γιατί έτσι ένιωθε πιο κοντά στο κέντρο των εξελίξεων.  Στις 16 Ιουνίου του 1985, πεθαίνει απροσδόκητα λόγω μετεγχειρητικών επιπλοκών.

Τα θέματα της πεζογραφίας του Ιωάννου είναι αυτοβιογραφικά ή ευρύτερα βιωματικά και προέρχονται από την εφηβεία του στη Θεσσαλονίκη του ?40. Μιλά για τα παλιά, την παιδική του ηλικία, για τους νεκρούς και τους προγόνους του, για Κατοχή και τα δεινά της.Ο πόλεμος, ο διωγμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, η απελευθέρωση και ο εμφύλιος στοίχειωσαν ανεπανόρθωτα τη ζωή και το έργο του.

Δίνει την ατμόσφαιρα, το χρώμα της εποχής και αποδεικνύεται κάτι περισσότερο από απλός ηθογράφος. Η ματιά του σαρώνει και αποτυπώνει εγκαυστικά τη γύρω της πραγματικότητα. Είχε μάλιστα αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με το χώρο, θεωρώντας ότι "οι τόποι επηρεάζουν, οι συγγραφείς δε γράφουν μέσα στο κενό". Η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται στο έργο του, όχι ως γεωγραφικό πλαίσιο, αλλά ως ζώσα ιστορία και πολυμνήμονας τόπος, ως κεντρικός ήρωας. Λειτουργεί σαν αίνιγμα μέσα στον καθρέφτη και τα πρόσωπα της πόλης γίνονται αισθητά μέσω αυτής.

Η γραφή του Ιωάννου, όμως, μοιάζει και με επώδυνη εξομολόγηση. Μιλά για τον εαυτό του κι είναι σα να μιλά για όλους μας από την πιο χαμηλή σκοπιά, είναι σα να απολογείται ο ίδιος για τη μοίρα των ανθρώπων. Καταγγέλλει, αλλά όχι με το αγέρωχο βλέμμα των ομοτέχνων του. Εκείνος είναι πάντα ανθρώπινος, ταλανίζεται από μια ενσυνείδητη αμαρτωλότητα και νιώθει συνεργός της κοινωνίας και των εγκλημάτων της.

Αλλά είναι κι ένας ερωτικός συγγραφέας με μια εξωτερικευμένη ομοφυλοφοβία, με μια σχεδόν θρησκευτική αίσθηση της αμαρτίας. Γράφει με έναν ερωτισμό, όχι περιγραφικό, αλλά υπαινικτικό, προδίδοντας ανολοκλήρωτες φαντασιώσεις, αναστολή πράξεων και επιθυμιών. Θυμίζει το Ζενέ, συγχέοντας και καταργώντας σχεδόν τα όρια ανάμεσα στη φυσική και την ηθική ομορφιά, στον ανδρισμό και την ανδρεία.

Ο Ιωάννου πρωτοεμφανίστηκε με δύο ποιητικές συλλογές, αλλά έπειτα αφοσιώθηκε στον πεζό λόγο με συλλογές πεζογραφημάτων («Για ένα φιλότιμο», «Σαρκοφάγος», «Το δικό μας αίμα», «Πολλαπλά κατάγματα», «Καταπακτή»). Έγραψε χρονογραφήματα, δοκίμια («Εφήβων και μη», «Ο της φύσεως έρως») και μελέτες για το λαϊκό παραμύθι και τα δημοτικά τραγούδια. Έγραψε επίσης θεατρικά έργα και ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Το Φυλλάδιο» (8 τεύχη), το οποίο έγραφε και εξέδιδε ο ίδιος από το 1978.

Ο Ιωάννου έγραφε πάντα σχεδόν κινηματογραφικά. «Γράφοντας, σκέφτομαι πλάνα», λέει ο ίδιος. Γι? αυτό η πλοκή, η δράση και ο διάλογος αντικαθίστανται από μια μυθοποιημένη, ποιητική ανάπλαση του χώρου και των ανθρώπων που δίνεται με γλώσσα μεστή και δουλεμένη. Χρησιμοποιεί μάλιστα ένα ιδιόρρυθμο χιούμορ που κυμαίνεται από το απλό λογοπαίγνιο ως τον επώδυνο σαρκασμό του εαυτού του. Κι όσο για την κοινωνική καταγγελία που επιχειρεί με το έργο του, τη δίνει με το σωστό τόνο, αφού πίστευε πώς «Εκείνο που μετράει περισσότερο είναι ο τόνος της διαμαρτυρίας. Ούτε θρασύς, ούτε και να λυγίζει. Και τα δύο είναι αρκετά ύποπτα?»

Έλια Αλεξίου

Στέφανος Δημητριάδης

Κολοκούρης Ηλίας

(αναδημοσίευση από το περιοδικό Καλειδοσκόπιο)