Από ήλιο σε ήλιο: Αποσπερίτης

της Μαίρης Κόντζογλου

Σέριφος, ένα μικρό νησί με κατοίκους που αγωνίζονται να επιβιώσουν με ελάχιστες καλλιέργειες και με σκληρή καθημερινότητα. Η γη του όμως είναι πλούσια σε μετάλλευμα και γι’ αυτό μπαίνει στο στόχαστρο επιτήδειων που θέλουν να πλουτίσουν άκοπα και γρήγορα. Έτσι, το 1886 εγκαθίσταται στη Σέριφο ο Εμίλ Γκρόμαν κι αρχίζει να εξορύσσει ορυκτό πλούτο μέσα σε απάνθρωπες και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας για τους ανθρώπους που αναγκάζονται να μπουν στη δούλεψή του. Άνθρωποι που δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο κι ευελπιστούν για ένα παραπάνω κομμάτι ψωμί πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και μέσα σε αυτό το πλαίσιο γεννιούνται και μεγαλώνουν οι ήρωες της νέας διλογίας της Μαίρης Κόντζογλου.

Στο δεύτερο βιβλίο με τίτλο «Ανέσπερος» φτάνουμε στην εποχή των αιματηρών γεγονότων της Σερίφου και οι ήρωες του πρώτου βιβλίου έχουν πάρει τις σωστές θέσεις πάνω στη μυθοπλαστική σκακιέρα. Είμαστε στη δεκαετία του 1910, όπου ο Γκέοργκ Γκρόμαν συνεχίζει την αιματηρή και ορυκτή αφαίμαξη του νησιού από εργάτες και γη αντίστοιχα, ακολουθώντας τα στυγνά ίχνη του πατέρα του. Στριφνός, ακατάδεκτος, αγενής, απότομος, απάνθρωπος, ψηλομύτης, μεγαλωμένος σε άνετο περιβάλλον αλλά με προβληματική συμπεριφορά, με γονείς που αδιαφορούσαν ή φοβόντουσαν να ασχοληθούν με την προκλητική συμπεριφορά του. Παντρεύεται την Ανδρομέδα, γοητευμένος από το υποτονικό και άβγαλτο κοριτσάκι που του προξένεψε ο πατέρας της, Ανδρεάκος Δρακούλης. Άλλωστε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ ο φόβος πως θα τον απέρριπτε μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα κι επιπλέον θέλησε να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης με τους ντόπιους. Μετάλλευμα, πλούτος, υπακοή, δύναμη, αυτά έβαλε στο μάτι για να τα πάρει από το νησί της Σερίφου με κάθε κόστος, μόνο που τελικά τα σχέδιά του με τον γάμο δεν ευοδώθηκαν κι αρχίζουν νέα βάσανα γι’ αυτόν.

Στο πλάι του παραμένει ο Ανδρεάκος, ο γερμανόφωνος διερμηνέας που είχε έρθει με τον Εμίλ Γκρόμαν κι έκτοτε απέκτησε εξουσία, τουπέ και «αέρα», διαφεντεύοντας τους εργάτες κατά το δοκούν. Για να ισχυροποιήσει τους δεσμούς του με το αφεντικό του, του προξενεύει την κόρη του, αναγκάζοντάς την να ακολουθήσει τα ίχνη της συνώνυμης ηρωίδας της μυθολογίας που είχε αναγκαστεί να υποκύψει στις ορέξεις του κήτους που απειλούσε το νησί της. Βέβαια, ο τόπος βοά για την κίνηση αυτή και οι φήμες οργιάζουν, όλοι καταλήγουν όμως στο εύκολο, επιπόλαιο και βιαστικό συμπέρασμα πως η Σερφιώτισσα Ανδρομέδα πρόδωσε τον τόπο της και τους ανθρώπους του! Η κοπέλα υποκύπτει στις ορέξεις του άντρα της που δεν κάνει και πολλά για να την ανακαλύψει, να τη γνωρίσει, να οικειοποιηθούν, αν όχι ερωτευθούν ο ένας τον άλλον και τελικά βυθίζεται στην κατάθλιψη και τη μελαγχολία. Πλούτη και πύργοι στο Φάληρο, οικονομική άνεση και υπηρέτες δε φέρνουν την ευτυχία κι η Ανδρομέδα δείχνει διαρκώς ανορεξία και έλλειψη χαράς. Ναι αλλά ο Περσέας με τον οποίο ερωτεύτηκαν στο μεταξύ και σχεδίαζαν να το σκάσουν κρυφά και να καταφύγουν στη Σύρο ή και ακόμη πιο μακριά για να γλυτώσουν από το νησί και για να ζήσουν τον έρωτά τους;

Ο ήρωάς μας λοιπόν, που δε γνωρίζει τον πραγματικό λόγο που υπέκυψε στον γάμο η Ανδρομέδα, έχει καταρρακωθεί αλλά επιμένει πως το κορίτσι δεν έφταιγε για το πισωγύρισμα. Ταυτόχρονα, η σκληρή δουλειά, οι συζητήσεις με τους άλλους εργάτες, οι συμπεριφορές των επιστατών και οι τραυματισμοί από τα ελλιπή μέσα προστασίας και ασφαλείας αρχίζουν να τον αφυπνίζουν. Ρίχνεται με πάθος στη δουλειά του, παρατηρεί, σημειώνει, αντιλαμβάνεται, αλλάζει η ματιά του για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Για τον λόγο αυτό αρχίζει να σχεδιάζει τον αγώνα για καλύτερες συνθήκες εργασίας, ως νεότερος και πιο έμπειρος ωθείται από τους συναδέλφους του σε άτυπη αρχηγία, αλληλογραφεί με τον Σπέρα που έχει ήδη ζυμωθεί για τα καλά στον συνδικαλιστικό αγώνα, με τη συμμετοχή του στην καπνεργατική απεργία του 1914, μετά την οποία συνελήφθη και φυλακίστηκε, όπως θα γίνει πολλές φορές αργότερα στη ζωή του. Και οι συνθήκες στο νησί μοιάζουν πρόσφορο έδαφος για τον αγώνα του: «Σκληρή η δουλειά, οι αμοιβές όλο και μειούμενες, οι ώρες όλο και αυξανόμενες, οι συνθήκες όλο και χειρότερες» (σελ. 106). Ο Σπέρας συγκρούστηκε πολλές φορές με όσους επιθυμούσαν κηδεμόνες στο συνδικαλιστικό κίνημα γιατί δε σταματάει να προσβλέπει σε αντικειμενικότητα στον αγώνα, τρέχει όπου τον χρειάζονται οι εργάτες, με τα ιδανικά της ισότητας και της δικαιοσύνης πάντα για φάρο του.

Αυτά είναι τα πρώτα βήματα στο νέο μυθοπλαστικό σύμπαν που στήνει η Μαίρη Κόντζογλου και ακολουθούν απανωτές ανατροπές, αναπάντεχα γεγονότα, στενά αλληλοσυνδεδεμένα περιστατικά, έρωτες και προδοσίες, αγάπες και προξενιά, θάνατοι και απελπισία. Με συγγραφική μαεστρία, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, άφθαστη καταγραφή ανθρώπων και κουλτούρας, βιώνουμε τις συνθήκες εκμετάλλευσης του τόπου από τον Εμίλ αρχικά και τον Γκέοργκ στη συνέχεια Γκρόμαν και ταυτόχρονα την ανύπαρκτη θέση της γυναίκας σε μια κλειστή κοινωνία που πνίγει κάθε της πρωτοβουλία και όνειρο. Είναι θέσφατο πως «οι γυναίκες εκπροσωπούνταν από τον σύζυγό τους» και πως, αν βρίσκονταν σε γάμο που δεν ήθελαν, κάτι όχι σπάνιο, η κακοκεφιά τους και η ατονία οδηγούσε ακόμη και επιστήμονες σε βιαστικά και ανεδαφικά συμπεράσματα: «…ίσως να είχε μελαγχολία, άρα πειραγμένο νευρικό σύστημα, άρα δεν ήταν και τόσο απίθανη μια επιληπτική κρίση» (σελ. 129)! Καραδοκεί πάντα ο φόβος του ραφιού: «…κάθε μήνας που περνάει αξίζεις λιγότερο…» (σελ. 253) σε «…μια κοινωνία που τις έβλεπε σαν βοηθητικά χέρια στη δουλειά, σαν κοιλιές που γεννούσαν παιδιά, σαν υπηρέτριες πεθερικών και γονέων, σαν στολίδια που τόνιζαν την ανωτερότητα των αντρών ή υπογράμμιζαν την ταπεινή τους καταγωγή» (σελ. 363-364).

Ταυτόχρονα, με χειρουργική ακρίβεια καταγράφονται τα ελλιπή μέτρα προστασίας και ασφάλειας των μεταλλωρύχων, οι άτυπες δηλώσεις υποταγής των αιρετών στο Αφεντικό του νησιού, τον Γκρόμαν, οπότε κι έκαναν τα στραβά μάτια στις ατασθαλίες και στα προβλήματα που δημιουργούνταν. Με τον ίδιο τρόπο καταγράφονται οι αλλαγές που εφαρμόζονται με δυσκολία για τις εργασιακές συνθήκες, οι παγίδες στους κανονισμούς, ο διχασμός σε συντηρητικούς που περιμένουν να φτιάξουν τα πράγματα και σε τολμηρούς που μιλούν για σωματείο, για απεργία, για εξέγερση! Και πάνω στην κορύφωση της πλοκής επιστρέφει ο Κωνσταντίνος Σπέρας που επεξεργάζεται το καταστατικό του Σωματείου Εργαζομένων στα μεταλλεία με τέτοιο τρόπο που ακόμη και σήμερα αποτελεί πρότυπο! Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, από ψυχογραφήματα σε ψυχογραφήματα κι από εξελίξεις σε εξελίξεις, φτάνουμε στις 7 Αυγούστου 1916, στην αρχή των διεκδικήσεων, της απεργίας, των αιτημάτων, των απαιτήσεων. Και πλέον τα γεγονότα ξετυλίγονται μέσα από τα μάτια του υπομοίραρχου Χαρίλαου Χρυσάνθου που εκλήθη στο νησί με τους άντρες του για να επιβάλει την τάξη, του ειρηνοδίκη Δημητρίου Κόντου, των απεργών, των χωροφυλάκων, των ηρώων του βιβλίου, οπότε ο καθένας μιλάει με το δικό του λεξιλόγιο και βάσει της δικής του λογικής και ψυχοσύνθεσης, για τα γεγονότα που βίωσε, για τους φόβους, του, για την αποφασιστικότητά του κι έτσι το μυθιστόρημα γίνεται πολυπρισματικό, ακριβοδίκαιο, αντικειμενικό όσο σταλάζει το αδικοχυμένο αίμα.

Η αφήγηση ρέει σα νεράκι, γεμάτη καλολογικά στοιχεία, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, απρόσμενα γεγονότα και συχνή χρήση ενεστώτα διαρκείας που δίνει ένταση και ρυθμό στο κείμενο ενώ οι διακριτικές παρεμβάσεις της συγγραφέως στη ροή («λέμε εμείς που ξέρουμε την ιστορία», «Κι αν αναρωτιόμαστε γιατί…», «θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα» κλπ.) κάνουν την εξιστόρηση πιο προσωπική και δένουν ανεπαίσθητα τον αναγνώστη με τα προσωπικά βιώματά της κατά τη συγγραφή. Μέσα από το πάνθεον των ηρώων που μας συστήνονται, ξεδιπλώνεται το χρονικό της εξόρυξης των μεταλλευμάτων της Σερίφου, τα ατυχήματα, οι αλλαγές στον κοινωνικό ιστό του νησιού, η οικιστική ανάπτυξη, οι μεταμορφώσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού της χέρσας αυτής γης, με λίγα λόγια καταγράφεται το ηρωικό, αποξενωμένο, ακόμη αιμάσσον αυτό νησί που οι κάτοικοί του βίωσαν τόσα πολλά, με τα ορυχεία μονόδρομο για επιβίωση και για θάνατο: «Το νησί που βουλιάζει στη φτώχεια και τη δυστυχία σε κανέναν δεν χαρίζεται, κανείς δεν εξαιρείται» (σελ. 371). Πρόκειται για ένα χρονικό εξαπάτησης, εκμετάλλευσης, διχόνοιας, ευτελισμού των ανθρώπων που ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί από έναν τυχοδιώκτη που ήρθε για να γίνει πλούσιος αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα και ο γιος του βημάτισε σε ακόμη χειρότερα μονοπάτια. Μικρές ιστορίες συνοδεύουν τον κύριο άξονα της πλοκής, αίτια και αιτιατά βγαίνουν στο φως, χαρακτήρες που έρχονται και φεύγουν ή στήνουν τα γερά θεμέλια που θα μας οδηγήσουν στο τέλος της διλογίας, όλα αυτά συγκροτούν ένα πλούσιο σε καλλιέπεια έργο, γραμμένο με άφθονα καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές:  «Το απόγευμα έκλεβε το φως της μέρας, το ‘χωνε βιαστικά στις τσέπες του…» (σελ. 144) και «Μεγάλη σκλαβιά η αγάπη. Αλλά και καλή κρυψώνα» (σελ. 216).

«Από ήλιο σε ήλιο» δουλεύουν οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες κάτοικοι της Σερίφου και το μυθιστόρημα μας ξεναγεί σε αυτό το ανεμοδαρμένο, άγονο, φτωχό, κακοτράχαλο νησί. Πάνω Πιάτσα, Κάστρο, η κορυφή του Τούρλου, Χώρα, Μεγάλο Λιβάδι, Κουταλάς, Μία Χωριό, Μονή Ταξιαρχών είναι οι τόποι δράσης και πότε μπαίνουμε σε σπίτια κι εκκλησίες και πότε βυθιζόμαστε στις σκοτεινές στοές, σε κεκλιμένα, φρεάτια, ράμπες, σκάλες φόρτωσης, μηχανοστάσια. Ταυτόχρονα, σε δεύτερη ανάγνωση βλέπουμε τη δύσκολη και ανύπαρκτη ουσιαστικά θέση της γυναίκας που δεν έχει αντίλογο ούτε γνώμη και άποψη αλλά δουλεύει στο σπίτι και στα χωράφια, χωρίς δικαίωμα σκέψης και μάθησης. Συναρπαστικές λεπτομέρειες, ρεαλισμός και παραστατικότητα, καλομελετημένοι χαρακτήρες, ενδιαφέρουσες εξελίξεις, πιστότητα και αυθεντικότητα εποχής και τόπου είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα του τελευταίου βιβλίου της διλογίας με τίτλο «Από ήλιο σε ήλιο» που είναι πλούσιο σε εξελίξεις, συναισθήματα και προβληματισμούς και ολοκληρώνει μια δυνατή ιστορία με άφθαστο ρεαλισμό και καλοδουλεμένη πλοκή.

Πάνος Τουρλής