Ανάμισης ντενεκές

Μετά την Αθηνά Κακούρη, τον Ισίδωρο Ζουργό, τη Μάγδα Πίκη και τον Γιώργο Πολυράκη, ανακάλυψα κι άλλον συγγραφέα με πολύ ωραίο στιλ γραφής και πλούσιο λεξιλόγιο. Τον Μακριδάκη. Ο άνθρωπος κεντά κυριολεκτικά στο γραπτό αυτό κείμενο. Περιγράφει τα τοπία, τα ηλιοβασίλεματα, τη φύση, τα βουνά αλλά και την καθημερινότητα των ανθρώπων αριστουργηματικά. Διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις τις περιγραφές, τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Και μαγεύεσαι. Ταξιδεύεις με έναν πολύ ωραίο τρόπο στη Χίο του 1914-1917 (κυρίως) και καταφεύγεις μαζί με τον πρωταγωνιστή στα βουνά φυγόδικος, ζεις τις αγωνίες του, τη λύπη του, το άδικο για την κακιά την ώρα, την ευκολία με την οποία βοηθούν οι συντοπίτες τον φυγόδικο. Τις ανατροπές, τα ρεζιλίκια των χωροφυλάκων, τη στιγμή που πια το όνομα του Πέτικα γίνεται μύθος και μπαίνει στο καθημερινό λεξιλόγιο των Χιωτών (φάε το φαΐ σου, γιατί θα κατέβει ο Πέτικας να σε πάρει). Κι ο Ανάμισης Ντενεκές, το καταφύγιο του Πέτικα, που ονομάστηκε έτσι λόγω του συνθήματος που χρησιμοποιούνταν για να αναγνωρίζονται οι φίλοι που ανέβαιναν σε αυτήν τη σπηλιά, να περιγράφεται με πολύ όμορφο τρόπο και να καταπίνει τα δάκρυα για την εξορία της οικογένειάς του στη Σύρο, για τον θάνατο του πατέρα του...Παράλληλα εξελίσσεται η αυτοβιογραφική ιστορία του συγγραφέα, που ψάχνει τα ίχνη αυτού του μύθου-θρύλου σε βουνά και ρεματιές, στα χωριά, στη Βιβλιοθήκη Κοραή και στα κιτρινισμένα φύλλα. Μεγάλη η προσπάθεια να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι, να απομονώσει τα ίχνη του μύθου από την πραγματικότητα, να καταλάβει αν αυτά που του περιγράφουν και του αφηγούνται οι ντόπιοι είναι μυθεύματα που γιγαντώθηκαν από στόμα σε στόμα ή η πραγματικότητα. Και τελικά, ένας μάρυτρας-κλειδί, ο ίδιος ο γιος του Πέτικα, εντοπίζεται και ολοκληρώνεται το παζλ του συγγραφέα. Περιγραφικό, ονειρικό, περίτεχνα κεντημένο, με ανατροπές και εκπλήξεις, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ληστρικό μυθιστόρημα ή λαΐκό μυθιστόρημα αλλά απομακρύνεται σχεδόν αμέσως από κάτι τέτοιο. Μοναδική μου αντίρρηση, η χρήση ιδιωματισμών στην προφορική υποτίθεται αφήγηση και ντοπιολαλιά. Οι κάτοικοι των χωριών και τα πρόσωπα του μυθιστορήματος μιλάνε χιώτικα κι ο συγγραφέας το αποδίδει πιστά, κατά τη γνώμη μου όμως αυτό ξενίζει και κουράζει τον μέσο αναγνώστη, έστω κι αν κάτι τέτοιο χαρίζει αυθεντικότητα και ζωντάνια στην αφήγηση.

Πάνος Τουρλής




περισσότερα άρθρα