Σονέτα της συμφοράς
Το σονέτο, ένα ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία τον 13ο αιώνα, ήταν μια κατασκευή που αναπαριστούσε έναν εδραιωμένο ρυθμό, την στέρεη αρχιτεκτονική δομή μιας αιώνιας ψυχής, όπως θα έλεγε ο Dante Gabriel Rossetti.
«Σήμερα όμως γιατί να επιβάλλουμε ρυθμό σε κάτι που δεν έχει - / σε κάτι ασυντόνιστο όπως η ζωή, ας πούμε». Τα «Σονέτα της συμφοράς», του Χάρη Βλαβιανού, δεν τα εγείρει έτσι ο δίστιχος ρυθμός του σονέτου, αυτό το «ομοιοκατάληκτο δίστιχο» που ο Βλαβιανός το ξορκίζει, μαζί με τον Βιτγκενστάιν, ήδη απ' την αρχή της συλλογής, αλλά ο ρυθμός της ποιητικής του γραφής, οι «ρυθμικές κινήσεις» του μέσα στα κύματα της απώλειας. Κρατά μόνο αυτή τη δεκατετράστιχη πειθαρχία του σονέτου που θα γίνει τώρα και η δομή της δικής του φωνής, το καταγωγικό ίχνος των σονέτων του. «Αυτή είναι η λύση: να αυτοπεριοριστείς: / να μικρύνεις το πεδίο, αφαιρώντας, αδιάκοπα αφαιρώντας, / συμπυκνώνοντας, ελαχιστοποιώντας - προτάσεις, καταστάσεις, χαρακτήρες, / σταθερά ερωτοτροπώντας με τα όρια του τίποτε». Έξω από την παραδοσιακή λοιπόν φόρμα, και όχι μόνο των στίχων αλλά και του ύφους, και του πνεύματος των σονέτων, ο Βλαβιανός έρχεται με αυτή την μεταμοντέρνα του πίστη στη μεταγραφή, να εμψυχώσει εκ νέου την ποιητική υπόσχεση, σ' ένα ιδίωμα όμως που θα εκτρέπει διαρκώς τη φωνή της. Θα είναι μάλιστα στο 13ο σονέτο που θα εγκαταλείπεται σταδιακά όλο αυτό το ιδεώδες: «Αν είχανε φροντίσει να σε βαφτίσουν Ιουλιέττα / τ' όνομα σου θα ρίμαρε ωραία με τη βιολέτα, / αλλά δυστυχώς σε βγάλανε Θεώνη / και μολονότι μένεις μόνη, δεν θυμίζεις ανεμώνη. / το κρυστάλλινο ανθοδοχείο (δώρο δικό της άραγε;) / θα παραμείνει δυστυχώς και σήμερα στο ράφι. / 'Μισώ τα λουλούδια. Τα ζωγραφίζω όμως, / γιατί είναι φθηνότερα από τα μοντέλα / και επιπλέον, δεν κουνιούνται'. / Σωστά, και όταν μαραθούν, τα πετάς κατευθείαν στα σκουπίδια. / Επομένως δεν έχει νόημα να επιμείνουμε / σε ομοιοκατάληκτα πάθη και πλαστά μπουκέτα. / καλύτερα να σε τρυπάει το αγκάθι του πραγματικού / παρά να πλατσουρίζεις στο ροδόνερο του ιδεώδους.»
Το «αγκάθι του πραγματικού», ο Lacan θα το έγραφε με κεφαλαίο Π, αυτή η μεγάλη υπόσχεση της ποίησης. Την αιχμηρότητα του θα επιδεινώσει αυτό το ισχυρό αυτοβιογραφικό ίχνος που φέρουν αυτά τα σονέτα. Ένα ζωικό ίχνος, τα αποτυπώματα των άλλων πάνω στις λέξεις, που όμως δεν αναπαρίσταται αλλά διαγράφεται και εκτρέπεται μόνο. Ένα αδύνατο ίχνος που γίνεται εδώ ένα ποιητικό ίχνος. Αναμνήσεις που γίνονται αναπαραστάσεις του εαυτού τους, εργασίες πάνω σ' αυτή την απώλεια του άλλου. Και θα ναι μάλιστα αυτή ακριβώς η έκλειψή του που θα γίνει και ο τρόπος της ποιητικής του αναπαράστασης, η εργασία δηλαδή ενός απόλυτου πένθους. «Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ ζωντανή. Δεν υπήρξε». «Τώρα εκείνος βρίσκεται διασωληνωμένος σε ιδιωτική κλινική στο Morumbi / και έχει πάψει εδώ και μήνες να μιλάει. Σε κοιτάει έντονα στα μάτια / μ' εκείνο το βλέμμα που θα ήθελες να λέει: 'Συγνώμη γιέ μου', / ενώ στην πραγματικότητα σου ψιθυρίζει: "Κοίτα για πότε τέλειωσε το πάρτι!" «...Τώρα εκείνος έφυγε για πάντα / (δεν καταδέχθηκε ούτε καν να σε αποχαιρετήσει - / το κώμα άλλος ένας άσσος στο καλοραμμένο του μανίκι». «Όταν έγραψες ένα χρόνο πριν το σονέτο 47, ζούσε ακόμη. / Χτες πέθανε...» Τα πρόσωπα που μνημονεύονται σ' αυτά τα «σονέτα της συμφοράς» γίνονται και τα ίδια πρόσωπα της συμφοράς, σκιές που αποκρύπτουν τα ίχνη τους, τραυματικές ομοιώσεις μιας αδύνατης φανέρωσης. Έχει μια σαφήνεια μερικές φορές η εγγραφή τους σ' αυτά τα σονέτα, που σε ξαφνιάζει, σε προκαλεί, σαν να αναστέλλουν προς στιγμή το ποιητικό τους ίχνος, αυτό το ίχνος όμως που εν τέλει τα εγγράφει και τα δεσμεύει στη συνθήκη του. «Στη δική μας περίπτωση η ηρωίδα / βούλιαξε είκοσι πέντε χρόνια στην ηρωίνη. / τι εννοείς πια; Η αδελφή μου, imbecile!» «"Τότε για πρώτη φορά / η βελόνα έχυσε το γλυκό δηλητήριο στις τρυφερές φλέβες της Μαρίνας».
Η ποιητική γλώσσα αποσπά το ζωικό ίχνος από τη λήθη του υποστασιοποιώντας το όμως στη σκηνή της απώλειας, στο αδύνατο της ποιητικής του επίκλησης. Γίνεται έτσι αυτή η επίκληση των ονομάτων μια διπλή απώλεια καθώς απολύουν και το τελευταίο τους ίχνος, σ' αυτή τη σιωπηλή λειτουργία των λέξεων, σ' αυτή την εξάρνηση της φωνής. Το αυτοβιογραφικό έτσι ίχνος αυτών των σονέτων γίνεται ένα σημείο μυστικό, μια σκοτεινή διαφάνεια, μια αναπαράσταση παραδομένη στην αδυνατότητα της γλώσσας. Αν η ποιητική γλώσσα είναι το ίχνος του ανεκπλήρωτου τότε και οι όποιες αναπαραστάσεις της δεν μπορούν παρά να μεγεθύνουν την απουσία, τον τρόμο του κενού. Σ' αυτό το κενό που βοά και το ποίημα.
Στα σονέτα του Βλαβιανού υπάρχει ένας πλήθος συγγραφέων που παρελαύνει στις σελίδες τους. Μια πληθώρα αναφορών σε ονόματα και έργα της τέχνης που συγκροτούν και τον ορίζοντα του έργου. Συνυπογραφές, κριτικές επιφυλάξεις, μεταγραφές, σαγηνευτικές εκτροπές, που σημαίνουν αυτή την αναμονή του λόγου, όλες τις μεταμορφώσεις των συνομολογιών του. Είναι αυτές οι εκλεκτικές συγγένειες του ποιητή, οι ισχυροί του δεσμοί, το ημερολόγιο ενός κοινού βίου. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί με τον Αριστοτέλη, ο δυσκοίλιος Καντ, ο signor Πετράρχης, το διεστραμμένο μυαλό του μεγάλου Ιρλανδού, αλλά και ο Σικελιανός και ο Σεφέρης μαζί, συγκροτούν ένα διακειμενικό πλαίσιο, αυτό το εγγράμματο ίχνος της ποίησης του Βλαβιανού που τον διαχωρίζει απ' όλους εκείνους που «γράφουν αυθεντικά, ανόθευτα στιχάκια / και ομνύουν στην αγράμματη Μούσα τους». Σαν αυτά τα σονέτα να θέλουν να κλείσουν και αυτή την υπόθεση, όλες μαζί τις εκκρεμότητες μ' αυτό τον κύκλο των άλλων. «Αυτό περίμεναν. Να γλιστρήσεις. / και συ γλίστρησες με τον πιο παιδαριώδη τρόπο. / Τώρα φτύνουν στο πηγάδι σου / που είκοσι χρόνια το έσκαβες για να βγάλεις λίγο καθαρό νερό. / Οικειοποιήθηκες; Διασκεύασες; Δεν ανέφερες την πηγή / (από βαθιά περιφρόνηση για τους άξεστους); Έχει σημασία;»
Υπάρχουν όμως οι λέξεις -ο ποιητής το ξέρει- αυτή η συνθήκη της απώλειας. «Όλες οι λέξεις που ισχυρίζονται / ότι εξημερώνουν τον θάνατο λένε ψέματα. / Τα χέρια σου όμως που τώρα κρατάνε / την τεφροδόχο με τις στάχτες είναι αληθινά. / Όλες οι λέξεις που ισχυρίζονται / ότι παγιδεύουν την ομορφιά λένε ψέματα. / Τα χείλη σου όμως που τώρα γεύονται / μες το σκοτάδι τα δικά της είναι αληθινά. / Όλες οι λέξεις που ισχυρίζονται / ότι αλώνουν τη σιωπή λένε ψέματα. / Το ποίημα όμως που τώρα έρχεται στο φως / καταλύοντας τη λευκότητα είναι αληθινό. / Κρατιέσαι από τις λέξεις, λες και η θάλασσα έχει κλαδιά. / Όμως βουλιάζεις διαρκώς. Το στόμα σου είναι ήδη κάτω απ' το νερό». Μετά απ' αυτή την καταστροφή όλη η γραμματεία «μικρή σημασία έχει» και «ούτε σε νοιάζει». «Έξυπνα τα σχόλια, ωραίες οι εικονογραφήσεις, άξιος ο καρδινάλιος Σφόρτσα / αλλά σήμερα είναι Τρίτη, 10 Αυγούστου του 2010, κι εσύ βρίσκεσαι στην Τήνο, / όχι στο Μιλάνο του Quattrocento, και η καρδιά σου είναι βαριά σαν πέτρα / και θα θελες κάποιος να την πιάσει στα χέρια του και να την πετάξει / στη θάλασσα, να πάει κατευθείαν στον πάτο. Τώρα».
Το ποίημα μπροστά σ' αυτή την πάλλουσα σάρκα αυτής της καρδιάς γίνεται ένα ανεκπλήρωτο σημείο, το ίδιο το ασύμπτωτο του κόσμου, η αδύνατη μορφή του. Ένα ίχνος βουβό που ανθίσταται, όχι μόνο στις αναπαραστάσεις του αλλά και σ' αυτή ακόμη την εγγραφή του. Είναι αυτό το «βουβό στοιχείο του κόσμου», (Adorno), που καθίσταται τώρα και η μυστική του συνείδηση, το σιωπηλό του ρίγος, η λευκότητα μιας φωνής που δεσμεύει τον ποιητή στα βουβά σημεία της γλώσσας, στον μοναδικό τρόπο της κοσμικής του απόσυρσης. «Και η Άνοιξη τράβηξε επιτέλους τις κουρτίνες / και φάνηκαν πίσω απ' το τζάμι οι ανθισμένες λεμονιές - / "πίσω απ' το τζάμι" είπα...» Απ' αυτή τη πλευρά όπου ο κόσμος πάντα θα επιστρέφει. Όμως το ποίημα «είναι τώρα εδώ, / κάθεται δίπλα σου' Που σημαίνει ότι». Τι σημαίνει το ποίημα; Τι άλλο μπορεί ακόμη να σημαίνει; Ένας στίχος μόνο, ένας ακόμη, μια λέξη, ακόμη μια λέξη, ακόμα λίγο'κι αυτή μαζί η αδύνατη υπογραφή: «Ο Βλαβιανός. Ποιος;»
Αποστόλης Αρτινός, Λεξήματα.