Το παιδί από την Τραπεζούντα

της Συπρίς Κωφίδου

Το κείμενο αυτό είναι μια συγκλονιστική και ταυτόχρονα μαγική αφήγηση της ζωής ενός ανθρώπου που ξεριζώθηκε στα πέντε του χρόνια από την πατρική γη του Πόντου μαζί με την οικογένειά του, κατέληξε στην Κέρκυρα κι από κει στη Γαλλία. Δεν πρόκειται όμως για άλλη μια χρονική εξιστόρηση βιαιοπραγιών και δεινών αλλά για την προσωπική εξομολόγηση μιας κόρης στον πατέρα και το αντίστροφο, όταν χρόνια μετά αυτός ο άνθρωπος αργοπεθαίνει σ’ ένα νοσοκομείο και το παιδί του είναι στο πλάι του. Η συγγραφέας καταγράφει την ιστορία σε δεύτερο πρόσωπο, σα να του μιλάει δηλαδή η κόρη σε πραγματικό χρόνο όσο εκείνος αγωνίζεται για τη ζωή του. Είναι μια πραγματικά δύσκολη μέθοδος αφήγησης αλλά είναι πιο ζωηρή, πιο παραστατική, είναι γρήγορη και απόλυτα προσωπική.

Μέσα από τις αναμνήσεις που χάρισε στην αφηγήτρια ο πατέρας της ζωντανεύει η ιστορία του αλλά και η σχέση κόρης και πατρός, μέσα από τρυφερά και ποιητικά λόγια αλλά και σκληρές αλήθειες για τις σχέσεις αυτές τις πολυκύμαντες που τις χειρίζεται ο χρόνος όπως θέλει. Η πλοκή δεν ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία αλλά ξεστρατίζει πότε στα παιδικά και πότε στα φοιτητικά του χρόνια, ξεδιπλώνοντας έτσι μια νοσταλγική ιστορία για τη ζωή ενός ανθρώπου που τώρα καλείται να παλέψει για τη ζωή του σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Αυτό που λάτρεψα όμως είναι το εύρημα ο πατέρας της κοπέλας να συναντά τ’ αδέρφια του και τους φίλους που γνώρισε κυρίως στον Πόντο και μέσα από την τελευταία τους αυτή συνάντηση να ξεδιπλωθεί μια ποικιλία από ιστορικές καταγραφές διαφορετικών περιόδων της Ελλάδας, όλες γεμάτες πόνο, αδικία, αγωνία για το μεροκάματο και την επιβίωση, με πιο δυνατή απ’ όλες αυτήν που αφορά τη μεταπολίτευση, τα όνειρα ενός λαού που ποδοπατήθηκαν από ξένα δάνεια και έλεγχο.

Κι όλα αυτά δεν καταγράφονται για μεμψιμοιρία αλλά για να ενωθούν σφιχτά με τα δεινά των σημερινών προσφύγων από εμπόλεμες χώρες, κάτι που τους συνδέει άρρηκτα με τους πρόσφυγες του 1922, κυρίως από την άποψη πως η ανθρώπινη ιστορία πάντα θα έχει ανθρώπους-φονικές μηχανές και ανθρώπους που κατατρέχονται. Είναι σαφέστατο το πανανθρώπινο και διαχρονικό μήνυμα πως μόνο μέσα από τα λάθη της Ιστορίας, τα οποία οφείλουμε να κατανοήσουμε και να θυμόμαστε, θα μπορέσουμε να βελτιωθούμε ως άνθρωποι και ως λαοί. Επομένως, εφόσον αυτό αποφεύγεται ή ολισθαίνει, ο πόλεμος, το αίμα και η αδικία θα συνεχίσουν να βασιλεύουν. Κορυφαία στιγμή του βιβλίου είναι η ζωή της μάνας του πατέρα, της σκληρής γυναίκας που γεννήθηκε στον Πόντο κι ακολούθησε τη σιωπηλή και αδιαμαρτύρητη πορεία της γυναίκας και της μάνας της εποχής ως το σκληρό της τέλος. «Η μαμά έλεγε ότι δεν είχαμε τίποτα εκτός από τα απαραίτητα. Τον Θεό, ένα χαμόγελο, μια κουβέντα. Έτσι ζήσαμε» (σελ. 33).

Το στυλ της γραφής διανθίζεται με υπέροχες παρομοιώσεις και μεταφορές, ωμές αλήθειες που παρατίθενται αυτούσιες και καθόλου ωραιοποιημένες και γλυκόπικρα συναισθήματα πάνω στις οικογενειακές σχέσεις: «Ναι, θα μου άρεσε να σου απέμεναν χίλιες και μία νύχτες για να συνεχίσω να μοιράζομαι ακόμα, μέσα από την ανάσα σου, την τρυφερότητά σου» (σελ. 19). Και αργότερα: «Τι θαύμα, να έχουμε ζήσει αρκετά χρόνια για να μαλακώσουμε, για να μην λαχταράμε τίποτα παρά μόνο τον άλλον όπως είναι, μόνο να τον γνωρίσουμε, να μοιραστούμε ιδέες, συναισθήματα, μακριά από την πίεση ανεκπλήρωτων συγκινήσεων. Να είμαστε απλώς ένας άντρας, μια γυναίκα. Ένας πατέρας, μια κόρη. Ευγνωμονώντας τον χρόνο και τις εκπλήξεις του» (σελ. 24-25). Να μια γλαφυρή περιγραφή της ανθρώπινης ζωής: «Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, ποτάμια που χυμάνε το ένα πάνω στο άλλο και να ‘σαι τώρα εσύ, ριγμένος στη δίνη της συμβολής τους» (σελ. 67). Και κάτι απρόσμενο, που με έκανε να το κοιτώ για αρκετή ώρα πριν συνεχίσω την ανάγνωση: «… ο σκονισμένος ταξιδιώτης, ο κουρασμένος ζητιάνος, είναι μία από τις αγαπημένες κρυψώνες του Θεού» (σελ. 67). Και το αγαπημένο μου: «…μια γη όπου η τέχνη του λόγου, η τέχνη της μουσικής και η τέχνη του κρασιού συμμαχούν για να γιορτάσουν τη φιλία» (σελ. 84).

«Το παιδί από την Τραπεζούντα» είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία όχι μόνο για τους διωγμούς των Ποντίων αλλά για κάθε ανθρώπινο ξεριζωμό από πατρογονικά εδάφη και ταυτόχρονα μια κραυγή αγωνίας για τις απάνθρωπες δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού που φτιάχτηκε για να μεγαλουργεί και να δημιουργεί αλλά φευ… ακολουθεί μονοπάτια δύσβατα, γεμάτα πόνο, αίμα και θυσίες. Κι όλες αυτές οι εικόνες και οι φόβοι εξωραΐζονται (αν μπορεί κανείς να πει έτσι) από τον αγώνα μιας κόρης να κερδίσει λίγο χρόνο παραπάνω με τον πατέρα της και να μοιραστούν τις ζωές του σ’ έναν γλυκόπικρο απολογισμό.

Πάνος Τουρλής