Μια σειρά φόνων κοπιάρουν τα μυθιστορήματα μιας συγγραφέως «ελαφράς λογοτεχνίας», η οποία σε καθένα από αυτά βασίστηκε σε πραγματικά πρόσωπα. Ποιος είναι αυτός που θέλει να βγάλει από τη μέση συγγενείς και συνεργάτες της; Μήπως τα εγκλήματα τα διαπράττει η ίδια; Αν όχι, ποιος είναι ο δολοφόνος και ποιος είναι ο στόχος του; Ποιο θα είναι το επόμενο θύμα και πώς μπορεί να το προστατεύσει ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Άλκης Μπαμπαλής;
Ο Άλκης Μπαμπαλής, ξεπεσμένος ντετέκτιβ στα όρια του αλκοολισμού, που τον εκδίωξαν από το Σώμα αλλά δεν έχει κόψει επαφές με την Αστυνομία για πολλούς λόγους, έχοντας τελειώσει με την υπόθεση του Κυρίου Χι, προσπαθεί να επιβιώσει ρέποντας όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό. Σε τραγική πλέον οικονομική κατάσταση, βουτηγμένος στο ποτό και στη ζεστή αγκαλιά της πόρνης Νόρας, προσπαθεί να ξεχάσει την Παόλα που τα κάνει όλα και που τον εγκατέλειψε τόσο άκαρδα. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένα «ανόθευτο μείγμα σκληρότητας και ευθραυστότητας» που «προσπαθούσε να βρει την ισορροπία του μέσα σ έναν κόσμο που είχε πια πάψει να τον καταλαβαίνει» (σελ. 7). Οι συναντήσεις του με τη Νόρα είναι αυτές δύο ψυχών που βρίσκουν καταφύγιο η μία στην άλλη μακριά από την καθημερινότητά τους. Εκείνη του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη και εκείνος είναι στο πλάι της σε κάθε κρίσιμη στιγμή. Η Νόρα είναι μια μπαργούμαν και κατ’ επιλογήν πόρνη, που θέλει να ξεφεύγει από τη σκληρή και μίζερη ζωή της διαβάζοντας τις σελίδες ιλουστρασιόν περιοδικών γεμάτων με πλούσιες ζωές και ψεύτικες ευτυχίες. Εκεί θα βρει ο ντετέκτιβ τις πρώτες αναφορές στα εγκλήματα που μιμούνται τα βιβλία της Αμάντας Καγιά λίγο πριν τον προσλάβει ο κουνιάδος της, Βλάσσης Μώρας, «ένας ξεπεσμένος ηθοποιός, με ροπή προς το αλκοόλ, έτοιμος να παραδοθεί χωρίς ίχνος μετάνοιας και χωρίς φόβο σε όλων των ειδών τις ακολασίες»! (σελ. 46).
Το μυθιστόρημα βρίθει χαρακτήρων, εκ των οποίων άλλοι είναι στη φωτεινή και άλλοι στη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Η κυρίως ύποπτη, η Αμάντα, εμπνεύστηκε τον ήρωα των μυθιστορημάτων της, ιδιωτικό ερευνητή Αλκίνοο Ναλμπάντη, από τον σύζυγό της, ντετέκτιβ Ιάκωβο Αυλακιώτη, έναν μύθο στον χώρο της ασφάλειας και των ερευνών. Είναι μια γυναίκα με στητή κορμοστασιά που θυμίζει δεσμοφύλακα σε ναζιστική φυλακή, μια φιγούρα που σίγουρα οι κρατούμενοι θα την αποκαλούσαν «μαντάμ Αμάντα»! Τι σχέση είχαν μεταξύ τους τα θύματα; Τι ρόλο παίζουν η Αμάντα Καγιά και τα βιβλία της στους φόνους; Γιατί η συγγραφέας δεν είναι συνεργάσιμη στις έρευνες του Μπαμπαλή; Είναι απλώς αντιπάθεια προς τον ντετέκτιβ ή κρύβει κάτι βαθύτερο; Μέσα από την ιστορία ο συγγραφέας αφήνει αιχμές για και λοιδωρεί τη σημερινή κατάσταση στον χώρο της λογοτεχνίας, όπου έχουμε από τη μια τα εύπεπτα μυθιστορήματα με τη ρέουσα πλοκή, τη χρήση εύκολων λέξεων και νοημάτων, τις αυξημένες πωλήσεις και από την άλλη βιβλία με δύσκολο λεξιλόγιο, εκφράσεις για αποκρυπτογράφηση και φυσικά (ή δυστυχώς) ελάχιστες πωλήσεις. Κουλτούρα και υποκουλτούρα, λοιπόν και το δίλημμα ταλανίζει τον αναγνώστη όσο προσπαθεί να μαντέψει τον ένοχο: μαζικά αγαθά και κατανάλωση ή περίσκεψη και λογοτεχνικότητα;
Εκτός από τα πρόσωπα που δολοφονούνται και κινούνται στον κύκλο της Αμάντας Καγιά, άτομα ποικίλων νοοτροπιών, αντιλήψεων και στάσεων ζωής, έχουμε και σημαντικούς ανθρώπους που βοηθάνε τον Μπαμπαλή στο έργο του, με προεξάρχοντα κατ΄ εμέ τον Αντώνη, ο οποίος στα τριάντα του, φερμένος από την Αίγυπτο, κάνει
γύρα με το χιλιοτρακαρισμένο φορτηγάκι του για να βρίσκει βιβλία και να τα δίνει για πολτοποίηση, μόνο που τα λογοτεχνικά τα κρατάει για τη βιβλιοθήκη του και τα διαβάζει. Αυτό αρχικά εκνευρίζει τον Μπαμπαλή, που δεν του αρέσουν τα βιβλία και τα θεωρεί χάσιμο χρόνου, γεμάτου με ονειρώξεις και φαντασιώσεις του κάθε ελαφρόμυαλου, στην πορεία όμως κι όσο οι φόνοι αυξάνονται, θα του φανεί χρήσιμο γιατί το κλειδί του μυστηρίου ίσως και να κρύβεται στα βιβλία της Καγιά. Ιδιαίτερη προσωπικότητα που με έκανε να γελάσω είναι ο Αβέρκιος Ουσταμπασίδης, που εργάζεται στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, όπως και ο ιατροδικαστής με την ανεκδιήγητη εμφάνισή του.
Ο Άγγελος Χαριάτης έγραψε άλλο ένα ικανοποιητικό αστυνομικό μυθιστόρημα γεμάτο ανατροπές, ατμόσφαιρα, ένταση και εντελώς προσωπικό στυλ αφήγησης. Κύριος χώρος δράσης είναι ο Πειραιάς και η Τρούμπα, ο «βαθύς Πειραιάς, μια άλλη χώρα φυτεμένη στο κράτος. Κάτι σαν τον Άγιο Μαρίνο, σε μια σαφώς πιο βίαιη εκδοχή του» (σελ. 64). Οι ήρωες του βιβλίου κινούνται κι αλλού, στο Ρουφ, στο Γκάζι, στο Θησείο, στη Βαρβάκειο Αγορά, στο Κολωνάκι, στου Ψυρρή, στα Εξάρχεια. Όπως έγραψα και πιο πάνω, το στυλ είναι καθαρά προσωπικό, με κινηματογραφικό ρυθμό αφήγησης, απανωτές ανατροπές, ενδιαφέρουσα κλιμάκωση της πλοκής και σε κάποια σημεία με μια λεξιθηρία που εύκολα μετατρέπεται σε βερμπαλισμό («υποτονθόρισε»). Πρόκειται για ένα αξιοπρεπές ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα, στο οποίο εμφιλοχωρούν με φειδώ απρόσμενες παρομοιώσεις και καλολογικά στοιχεία («Έξω στον δρόμο, το απόγευμα αργοπέθαινε, έτσι που έσβηνε στις όψεις των πολυκατοικιών», σελ. 219) που βοηθάνε να πάρουμε μιαν ανάσα πριν το επόμενο θύμα. Η πλοκή είναι καλοσχεδιασμένη, η αποκάλυψη της αλήθειας λογική και πειστική, ο Μπαμπαλής δυσκολεύεται να φτάσει στον ένοχο και η λύση είναι σωστή και μη αναμενόμενη.
Πάνος Τουρλής