Ο Διονύσης Α. Ζήβας γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, από όπου έλαβε το δίπλωμά του το 1953. Το 1958 διορίσθηκε άμισθος και το 1960 έμμισθος επιμελητής στην έδρα της Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας, με τον καθηγητή Π. Α. Μιχελή. Η "Αρχιτεκτονική της Ζακύνθου" αποτελεί τη διδακτορική διατριβή του, που εγκρίθηκε από τη Σχολή το 1970. Το 1972 εξελέγη έκτακτος καθηγητής των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων και το 1978 τακτικός καθηγητής στην ίδια Έδρα. Διετέλεσε διευθυντής του Σπουδαστηρίου Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων του Ε.Μ.Π. από το 1973 μέχρι το 1996. Εξελέγη Κοσμήτωρ της Σχολής Αρχιτεκτόνων για δύο διετίες, από το 1979 μέχρι το 1983 και πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων για τρεις διετίες, από το 1989 μέχρι το 1995. Απεχώρησε το 1996 λόγω ορίου ηλικίας και από το 1997 ήταν ομότιμος καθηγητής της Σχολής. Διετέλεσε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου κατά τα έτη 1984-89 και 1993-98.
Δημοσίευσει την "Αρχιτεκτονική της Ζακύνθου" (εκδ. ΤΕΕ 1970, 1984, 2002) και τις "Προβιομηχανικές αγροτικές εγκαταστάσεις στη Ζάκυνθο" (εκδ. ΠΤΙ-ΕΤΒΑ 2000) καθώς και πολλές μικρότερες εργασίες για τη Ζάκυνθο και τα Επτάνησα. Περισσότερες εξ΄ άλλου από εβδομήντα εργασίες του είναι δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά εθνικών και διεθνών συνεδρίων και σε συλλογικές εκδόσεις. Στα πλαίσια του Σπουδαστηρίου των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων είχε διευθύνει δώδεκα ερευνητικά προγράμματα για θέματα αρχιτεκτονικής και θέματα προστασίας και διατήρησης ιστορικών οικισμών και ιστορικών κέντρων πόλεων, θέμα με το οποίο είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα. Επικεφαλής ομάδων μελέτης για την προστασία και την αναβίωση της Πλάκας από το 1973, έργο το οποίο τιμήθηκε το 1982 με το μετάλλιο της Europa Nostra. Το 1993 εξ΄ άλλου του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης το Βραβείο Gottfried von Herder για το σύνολο του έργου του. Είχε μετάσχει σε περισσότερα από εξήντα εθνικά και διεθνή Συνέδρια, στην Ελλάδα και το εξωτερικό και είχε παρουσιάσει ισάριθμες ανακοινώσεις.
Μέλος του ΤΕΕ, του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Εταιρείας, του Κέντρου Μελετών Ιονίου, του ICOMOS και άλλων επιστημονικών ενώσεων. Είχε επανειλημμένα εκλεγεί στο Δ.Σ. του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος το 1965, στην Αντιπροσωπεία του ΤΕΕ και την Επιστημονική Επιτροπή των Αρχιτεκτόνων του ΤΕΕ. Είχε εκλεγεί Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ενώσεως Αισθητικής ("International Association of Aesthetics") για την τριετία 2001-2004 και υπήρξε Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής και του Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή.
Έφυγε από τη ζωή στις 13 Φεβρουαρίου 2018, σε ηλικία 90 ετών.