Victor Serge

Βιογραφία

Φωτογραφία Victor Serge

Ο Βικτόρ Σερζ (1890-1947) γεννήθηκε στις Βρυξέλλες από εξόριστους Ρώσους γονείς. Στρατεύθηκε στις τάξεις των αναρχικών στη Γαλλία και την Ισπανία, επέστρεψε στη Ρωσία μετά την Επανάσταση και συστρατεύθηκε με τους μπολσεβίκους, γνώρισε τον Τρότσκι, συνελήφθη και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στα Ουράλια. Το 1936 επέστρεψε στην Ευρώπη και συνέχισε τη συνεργασία του με τον Τρότσκι, ακολουθώντας τα βήματά του στο Μεξικό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε κριτικό κείμενο του Αναστάση Βιστωνίτη στην εφημερίδα "Το Βήμα" της 22.7.2007 περιλαμβάνονται αναλυτικά στοιχεία για την πολυκύμαντη ζωή του Βίκτορ Σερζ: "Το πραγματικό του όνομα ήταν Βίκτορ Λβόβιτς Κίμπαλτσιτς (Victor Lvovich Kibalchich). Ο πατέρας του έφυγε από τη Ρωσία για να αποφύγει τον απαγχονισμό επειδή συμμετείχε στο σχέδιο δολοφονίας του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄. Οι ρώσοι αναρχικοί της εποχής (οι ναρόντνικοι - από τη λέξη ναρόντ που στα ρωσικά σημαίνει λαός) δολοφόνησαν τον Αλέξανδρο Β΄ ρίχνοντας μια βόμβα μέσα στην άμαξά του. Τη βόμβα εκείνη την είχε κατασκευάσει ο Νικολάι Κίμπαλτσιτς, συγγενής του Σερζ από τη μεριά του πατέρα του. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Β΄ σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής που άρχισε με τους Δεκεμβριστές το 1825, συνεχίστηκε με τον Τσερνισέφσκι, τον Χέρτζεν και τον Μπακούνιν και δημιούργησε το κίνημα των σπουδαστών (ναρόντνικων) τη δεκαετία του 1870, για να καταλήξει στην τρομοκρατία. Μέσα από την παράδοση αυτή προέκυψαν οι μπολσεβίκοι, γι΄ αυτό και οι απόψεις τους περί επαναστατικής βίας από εκεί προέρχονται. Ο Σερζ δεν φοίτησε στο σχολείο αλλά σπούδασε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του, ο οποίος θεωρούσε τη θύραθεν παιδεία "ηλίθιες αστικές οδηγίες για τους φτωχούς". Τη ζωή την έμαθε στις φτωχογειτονιές των Βρυξελλών, όπου στην εφηβεία του για να συμβάλει στον πενιχρό οικογενειακό προϋπολογισμό εργάστηκε ως βοηθός φωτογράφου. Ηταν αναρχικός από τότε. Το 1908 ο Βίκτορ Λβοφ Κίμπαλτσιτς πάει στο Παρίσι, γίνεται μέλος της αναρχοαυτόνομης τρομοκρατικής οργάνωσης που οι αστοί της εποχής αποκαλούσαν Συμμορία Μπονό, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση (1912-17), ενώ όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι σύντροφοί του εκτελούνται στη γκιλοτίνα. Όταν αποφυλακίζεται, οι γαλλικές αρχές τον απελαύνουν. Ο νεαρός Κίμπαλτσιτς πηγαίνει στη Βαρκελώνη, όπου χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Σερζ σε γραπτό του. Παρά τη σύνδεσή του όμως με τους ισπανούς αναρχικούς, όταν ξεσπά η Οκτωβριανή Επανάσταση, αισθάνεται ότι αρχίζει να ξαναγράφεται η Ιστορία. Φεύγει από τη Βαρκελώνη, επιστρέφει στη Γαλλία και προσπαθεί να έλθει σε επαφή με τις δυνάμεις του ρωσικού στρατού. Οι Γάλλοι όμως τον συλλαμβάνουν για δεύτερη φορά, τον ρίχνουν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και αργότερα τον ανταλλάσσουν με γάλλους αιχμαλώτους των Σοβιετικών. Το 1919 ο Σερζ φθάνει στην κόκκινη Πετρούπολη και από αναρχικός γίνεται πλέον κανονικός μπολσεβίκος προπαγανδιστής. Παίρνει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των Λευκών ως πολυβολητής και αργότερα δρα ως πράκτορας των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών στη Ρουμανία. Όταν ξεσπά η ενδοκομματική διαμάχη ανάμεσα στον Στάλιν και στον Τρότσκι, συντάσσεται με τον δεύτερο. Μετά την επικράτησή τους οι σταλινικοί τον διαγράφουν από το κόμμα και στη συνέχεια τον συλλαμβάνουν και με τον μικρό του γιο Βλάντι (που θα διέπρεπε αργότερα ως ζωγράφος στο Μεξικό) τον στέλνουν εξορία στο Όρενμπουργκ της Σιβηρίας. Το 1935 στο Παρίσι η Οργάνωση για την Προστασία της Κουλτούρας, στην οποία συμμετέχουν ο Ρολάν, ο Μαλρό και ο Ζιντ, ζητεί την απελευθέρωσή του. Τα πνεύματα είναι οξυμένα και η εκδήλωση που διοργανώνεται γι΄ αυτόν τον σκοπό γρήγορα εξελίσσεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τη γαλλική αστυνομία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι συμμετέχει και ο έλληνας ποιητής Νικόλαος Κάλας, ο οποίος ανήκε στην ομάδα των υπερρεαλιστών (τον αναφέρει άλλωστε ο Μπρετόν στο Δεύτερο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού). Ο Κάλας συλλαμβάνεται και απελευθερώνεται έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Μαλρό. Με την είσοδο των Γερμανών στο Παρίσι ο Σερζ είναι από τους τελευταίους αντιφασίστες διανοουμένους και καλλιτέχνες που εγκαταλείπουν την πόλη. Περνάει τα Πυρηναία και πηγαίνει στη Λισαβόνα. Εκεί