Ο Ηλίας Κόλλιας (1936-2007), σπούδασε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και αναγορεύτηκε διδάκτορας της Αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για την προσφορά του, βραβεύθηκε το 1999 από την Ακαδημία Αθηνών. Από την Κοκκινιά όπου γεννήθηκε, βρέθηκε στη Ρόδο το 1965 για να εργασθεί ως αρχαιολόγος, και έκτοτε, γοητευμένος από τα μνημεία της, αρνήθηκε να την εγκαταλείψει. Ως απλός επιμελητής αρχικά και ως Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αργότερα, ασχολήθηκε με όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου και την ύπαιθρο της Ρόδου, κυρίως όμως με τη μεσαιωνική πόλη της, τη "μεγάλη αγαπημένη" του. Σε αυτήν επικεντρώθηκε και ως "μάχιμος αρχαιολόγος" αλλά και ως ερευνητής που τα κρυμμένα στο έδαφος και στα παλιά αρχεία μυστικά της τον απασχολούσαν νυχθημερόν. Για αυτήν οραματίστηκε μια νέα κατάσταση και έθεσε στόχους, τους οποίους και πραγματοποίησε με τους συνεργάτες του, όπως την αναβάθμιση της ζωής των κατοίκων της, την ανάδειξη της αρχαιολογικής και
ιστορικής της αξίας, καθώς και την απόδοση του πολιτιστικού της αποθέματος
σε ένα ευρύ ελληνικό και διεθνές κοινό, μεταξύ άλλων και με την ανακήρυξή της
μεσαιωνικής πόλης ως Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Με τη
μεσαιωνική πόλη δεν έπαψε στιγμή να ασχολείται, και μετά τη συνταξιοδότησή
του, και ως μελετητής αλλά και από θέση ευθύνης ως πρόεδρος του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων, κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία του πνοή. Καρπός της ενασχόλησης αυτής, εκτός από τη διάσωση και παράδοση πλήθους μνημείων σε ένα ευρύ κοινό, είναι τα βιβλία του "Οι Ιππότες της Ρόδου - Το παλάτι και η πόλη" (Αθήνα 1992), "Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου και το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου" (Αθήνα 1994, 2004), καθώς και "Τα χειρόγραφα των Μαϊστόρων" (Αθήνα-Ρόδος 2018).