Ο Στέφαν Χάιμ (ψευδώνυμο του Χέλμουτ Φλιγκ) γεννήθηκε το 1913 στο Κέμνιτς της Γερμανίας από εβραίους γονείς που ανήκαν στη εύπορη αστική τάξη της πόλης. Υφίσταται πολλές ταπεινώσεις από νεαρούς ναζιστές και το 1931 αποβάλλεται από το λύκειο εξαιτίας της συγγραφής ενός αντιμιλιταριστικού ποιήματος. Η άνοδος των ναζί στην εξουσία το 1933 τον αναγκάζει να καταφύγει στην Πράγα και το 1935 στο Σικάγο. Σπουδάζει γερμανική φιλολογία.
Το 1942 εκδίδει στα αγγλικά το πρώτο του μυθιστόρημα "Hostages", που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα: τη σύλληψη του πατέρα του από την Γκεστάπο λίγο μετά τη δική του διαφυγή στην Πράγα. Το 1944 κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό και συμμετέχει ως αξιωματικός του ψυχολογικού πολέμου στην απόβαση στη Νορμανδία, στην απελευθέρωση του Παρισιού και στην κατάληψη της Γερμανίας. Παραμένει στο Μόναχο εργαζόμενος παράλληλα ως ανταποκριτής αμερικανικών εφημερίδων. Στις πολεμικές του εμπειρίες βασίστηκε το μυθιστόρημά του "The crusaders" (1948). Το 1951 ακολουθεί με μεγάλη επιτυχία το τρίτο μυθιστόρημά του "The eyes of reason". Για τον Χάιμ η Αμερική συμβολίζει την ελευθερία, τη δημοκρατία, τον αντιφασισμό, μέχρι την εποχή του Μακαρθισμού. Ύποπτος για συμπάθεια προς τις κομμουνιστικές ιδέες, αναγκάζεται να επιστρέψει στις ΗΠΑ, αλλά όχι για πολύ. Εκφράζει την αντίθεσή του στον πόλεμο της Κορέας αρνούμενος τα παράσημά του και την αμερικανική ιθαγένεια. Το 1952 εγκαθίσταται στην Ανατολική Γερμανία και δημοσιεύει σειρά άρθρων όπου εγκωμιάζει τον Στάλιν, υπερασπίζεται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία, και εκφράζει την πίστη του ότι στην Ανατολική Γερμανία οικοδομείται μια νέα δημοκρατία. Το ειδύλλιό του όμως με το κομμουνιστικό καθεστώς δεν θα διαρκέσει πολύ. Η λογοκρισία απαγορεύει την έκδοση του μυθιστορήματός του "Funf tage im Juni" με θέμα την εξέγερση των εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο στις 17 Ιουνίου 1953. Οι ήρωές του θεωρούνται πολύπλοκοι και αρνητικοί, δεν ικανοποιούν τα κριτήρια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το βιβλίο του δεν θα κυκλοφορήσει ποτέ στην Ανατολική Γερμανία αλλά θα του επιτραπεί να το εκδώσει στη Δυτική Γερμανία μόλις το 1974. Η ίδια τύχη επιφυλάσσεται και στα επόμενα βιβλία του, τα οποία έχουν ως αντικείμενο τη θέση και το ρόλο των διανοουμένων στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ορισμένα εκδόθηκαν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων μετά το 1971 και δεν ανατυπώθηκαν ποτέ. Το 1965 καταδικάζεται δημόσια από τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Έρικ Χόνεκερ. Το 1972 κυκλοφορεί στο Μόναχο "Η αληθινή ιστορία του βασιλιά Δαβίδ". Το 1978 διαγράφεται από την Εταρεία Συγγραφέων, γεγονός που του δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινή του ζωή. Το καθεστώς δεν τολμά να συλλάβει τον αντιφασίστα συγγραφέα, του προτείνει όμως να αυτοεξοριστεί στη Δύση. Ο Χάιμ αρνείται. Το 1979 εκδίδεται στο Μόναχο το μυθιστόρημά του "Collin", με θέμα την ένοχη σιωπή των διανοουμένων. Ο Χάιμ αντιτίθεται δημόσια στο κομμουνιστικό καθεστώς, παραμένοντας ωστόσο κομμουνιστής. Στο μυθιστόρημά του "Ahasver", που εκδίδεται στο Μόναχο το 1981, περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο την αμφιθυμία του αυτή, που αποτελεί και το κλειδί για την κατανόηση της ζωής και του έργου του. Το 1994 εξελέγη βουλευτής της ενοποιημένης πια Γερμανίας με τη σημαία του PDS, που διαδέχθηκε το κομμουνιστικό κόμμα, για να ανεξαρτητοποιηθεί στη συνέχεια. Προήδρευσε στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής ως ο αρχαιότερος σε ηλικία βουλευτής. Στην εναρκτήρια ομιλία του άσκησε κριτική στον τρόπο με τον οποίο έγινε η ενοποίηση της Γερμανίας, και εκφράζοντας τη χαρά του για την αποκατάσταση της δημοκρατίας ζήτησε την εμβάθυνσή της με την αξιοποίηση της αντιφασιστικής παράδοσης στην οποία στηρίχθηκε η ίδρυση της Ανατολικής Γερμανίας.
Ο Χάιμ πέθανε το 2001 στο Ισραήλ, όπου συμμετείχε σ΄ ένα συνέδριο αφιερωμένο στον Γερμανοεβραίο ποιητή Χάινριχ Χάινε. Άλλα βιβλία του: "Auf Sand gebaut" (1990), "Filz" (1992), "Radek" (1995), "Die Architekten" (2000).