Ο Μίλτος Γαρίδης, γιος του δικηγόρου Κωνσταντίνου Γαρίδη, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Μετά την αποφοίτησή του από το Πειραματικό Σχολείο Αθηνών, ασχολήθηκε με τη γλυπτική στο εργαστήρι του γλύπτη Απάρτη, του οποίου υπήρξε μαθητής.
Το 1948, επί εμφυλίου πολέμου, συνελήφθη και έμεινε εξόριστος και φυλακισμένος οκτώ χρόνια σε διάφορους τόπους εξορίας και φυλακές (Μακρόνησος, Γιούρα, Καμμένα Βούρλα, Κέρκυρα, Κεφαλλονιά, Κρήτη, Αίγινα κ.α.). Οι κακουχίες και τα δεινά της φυλακής δεν τον πτόησαν και συνέχισε όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες, να ασκεί την τέχνη του -κυρίως να δημιουργεί προτομές των συγκρατουμένων του. Συγχρόνως, μελετούσε ξένες γλώσσες. Εκτός από τα γαλλικά και τα αγγλικά που κατείχε, έμαθε ρώσικα, ιταλικά, ισπανικά και λίγα κινέζικα. Έτσι, είχε αργότερα τη δυνατότητα να κάνει μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα από τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ρώσικα. Επιπλέον, μεταξύ του 1957 και του 1962 έγραψε περίπου 180 άρθρα ως κριτικός τέχνης στην εφημερίδα "Αυγή".
Το 1958 έφυγε για το Παρίσι, όπου αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη. Στο Παρίσι εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και συνέχισε να ασχολείται με τη γλυπτική ως μαθητής του Georges Saupique και του Rene Collamarini. Επίσης, σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης στη Σορβόννη όπου, μεταξύ άλλων, είχε καθηγητή τον Andre Grabar. Το 1966 έγινε κάτοχος του Doctorat de 3e Cycle με τη διατριβή του, "Η δευτέρα παρουσία ή η μέλλουσα κρίση στη μεταβυζαντινή τέχνη". Σε αυτό το διάστημα έγινε μέλος του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Γαλλίας (CNRS), όπου εργάστηκε ως ερευνητής μέχρι το 1979. Τα χρόνια εκείνα ταξίδεψε πολλές φορές στα Βαλκάνια, στην Πολωνία και στη Ρωσία, για να εξετάσει επί τόπου τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία που τον ενδιέφεραν, ενώ ταυτόχρονα μελέτησε κι άλλες ξένες γλώσσες, απαραίτητες για την έρευνά του (τουρκικά, βουλγάρικα, ρουμάνικα και λίγα σερβοκροατικά). Το 1981 με το βιβλίο του, "La peinture murale dans le monde orthodoxe apres la chute de Byzance (1450-1600) et dans les pays sous domination etrangere" έγινε κάτοχος του Doctorat d΄Etat. Από το 1979 μέχρι το 1994 (έτος της συνταξιοδότησής του) διετέλεσε καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιo των Ιωαννίνων και από το 1981 ανέλαβε την εποπτεία διδακτορικών διατριβών στα Πανεπιστήμια της Σορβόννης και των Ιωαννίνων.
Έγραψε πολλά άρθρα και μονογραφίες και έλαβε μέρος σε διεθνή συνέδρια και συμπόσια στην Ήπειρο.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1996 στο Παρίσι, μετά από εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.