Στο «Περί Φύσεως» του Λουκρήτιου τα ζώα ως πλήρη υποκείμενα κατέχουν μια ξεχωριστή θέση, γιατί ο ποιητής νιώθει για αυτά αληθινό ενδιαφέρον, σχεδόν τρυφερότητα, και ο στοχασμός του αναφορικά με τα ζώα υπερβαίνει κατά πολύ την περιέργεια του απλού ερασιτέχνη.
Τα τελευταία χρόνια οι μελέτες σχετικά με αυτή την πτυχή του μνημειώδους φιλοσοφικού έπους της λατινικής γραμματείας πληθαίνουν, καθώς είναι ξεκάθαρο πλέον ότι εκεί τα ζώα διαδραματίζουν έναν ποιοτικό ρόλο, ο οποίος δεν έχει να κάνει τόσο –και μόνο– με τον αριθμό των στίχων που μιλούν για τα μη ανθρώπινα πλάσματα όσο γιατί η ζωηρή έφεση του ποιητή για την παρατήρησή τους, η επιμελής περιγραφή και η ποιητική επεξεργασία του ζωικού κόσμου συνδέονται λειτουργικά με το υπόλοιπο ποίημα, εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες της διδασκαλίας, μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε καλύτερα το «όλον» και όχι μόνο δεν μπορούν να αναχθούν σε θραύσματα που στερούνται συνοχής, αλλά φωτίζουν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα ενός έργου που παραμένει ένα ανοιχτό πεδίο προβληματισμών και ζητημάτων. Οι περιγραφές ζωικών σκηνών δεν θέλουν μόνο να δείξουν, αλλά να αποδείξουν και να πείσουν, προσλαμβάνοντας στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας μια αποδεικτική βαρύτητα.
Όντας οπαδός μιας σχολής, της επικούρειας, η οποία στην τελολογία των στωικών αντιπαρέθετε το ιδανικό ενός κόσμου τον οποίο κυβερνούν εσωτερικοί και μηχανοκρατικοί νόμοι, ο Λουκρήτιος δείχνει μια ιδιαίτερη σφοδρότητα στην απόρριψη του ανθρωποκεντρικού βλέμματος, προτείνοντας από την πλευρά του ένα απολύτως οριζόντιο και εξισωτικό παράδειγμα σχέσης ανθρώπου-ζώου.