Μια σκοτεινή σκιά υψωνόταν κοντά στη βάρκα. Ήταν ο διακινητής που θα βοηθούσε στη διαφυγή. Δεν γνωρίζαμε το όνομά του. Τον φωνάζαμε «Αφεντικό» με έναν σεβασμό γεμάτο φόβο, όπως θα αποκαλούσαμε έναν δάσκαλο που κραδαίνει τη βέργα, έναν ύποπτο χωροφύλακα με σκληρό βλέμμα, έναν μάγο που μπορεί να σου ρίχνει ευχές ή κατάρες, κάθε άνθρωπο που βαστάει το μέλλον σου στα χέρια του.
ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ που προέρχονται από διάφορα μέρη της Αφρικής έχουν συγκεντρωθεί στην Ταγγέρη και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να μπαρκάρουν μ’ έναν διακινητή και να διασχίσουν τη θάλασσα για το Γιβραλτάρ : ο Αζούζ, ο αφηγητής, και ο ξάδερφός του ο Ρεντά απ’ το Μαρακές, η Νουαρά, μια νέα γυναίκα με το μωρό της, ένας Αλγερινός που έχει σωθεί από μια σφαγή, ο Γιουσέφ και δύο άντρες απ’ το Μάλι. Όλοι ενωμένοι από την επίμονη δύναμη της ίδιας αναζήτησης : Να αποσπάσουν από τη μοίρα τους μια καινούργια ζωή, μια δεύτερη ευκαιρία.
Η αναμονή τους είναι σημαδεμένη με μνήμες απ’ το παρελθόν, με διηγήσεις από βιώματα, πορτραίτα και παθητικές φιγούρες : Ο Μοράντ έχει ζήσει πολύ καιρό στη Γαλλία και είναι περήφανος για τον τίτλο του «ο Απελαθείς της Ευρώπης». Η νέα γυναίκα θέλει να συναντήσει τον άντρα της που δουλεύει στη Γαλλία και δεν δίνει πια σημεία ζωής. Ο Αζούζ έχει λάβει κλασική παιδεία χάρη στις καλόγριες, αλλά ο θάνατος εκείνης που τον προστάτευε τσάκισε την ορμή του· όσο για τον ξάδερφό του τον Ρεντά, αυτός κατόρθωσε να ξεφύγει από μια συντεχνία των ζητιάνων που τον είχε στρατολογήσει.
Τρέμοντας από το κρύο και το φόβο, όλοι περιμένουν το σημάδι της αναχώρησης και προσπαθούν να εξηγήσουν τα φώτα που λάμπουν στον ορίζοντα : Δείχνουν τη γη της επαγγελίας ή μήπως είναι κάποια παγίδα ;
Χαρράγκα : Αραβική λέξη (حراقة). Χρησιμοποιείται στην Αλγερία για να χαρακτηρίσει τους πρόσφυγες και μετανάστες που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη με βάρκα και καίνε τα χαρτιά τους μόλις φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος ή τα πετάνε στη θάλασσα ή τα αφήνουν σε όσους μένουν πίσω για να τα καταστρέψουν όταν καταφέρουν να μεταναστεύσουν και να πάρουν άσυλο. Χαρράγκα είναι τα καμένα χαρτιά αλλά και οι άνθρωποι που τα καίνε, και κατ’ επέκταση χαρράγκα σημαίνει τους ανθρώπους που διασχίζουν παράνομα τα σύνορα, αλλά και οποιονδήποτε κάνει κάποια πράξη που δεν σέβεται τους νόμους.
Από τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, οι Αλγερινοί, Μαροκινοί και Τυνήσιοι χαρράγκα προσπαθούν να φτάσουν σε ισπανικό έδαφος (Ανδαλουσία, Θέουτα, Μελίγια, διασχίζοντας το Γιβραλτάρ), στη Μάλτα ή στο ιταλικό νησί της Λαμπεντούζα, και από εκεί να συνεχίσουν το δρόμο τους για άλλες περιοχές της Ευρώπης.
Οι Σενεγαλέζοι και οι Μαυριτανοί κατευθύνονται προς τα Κανάρια Νησιά, χρησιμοποιώντας τις «πατέρα», μικρές επίπεδες βάρκες, ή φουσκωτά σκάφη.
Τα ποσοστά θανάτου των χαρράγκα είναι πολύ υψηλά και το εγχείρημα του διάπλου σε αυτές τις μικρές βάρκες πολύ επικίνδυνο. Ωστόσο, η βαθιά φτώχεια και οι ακραίες πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στις βορειοαφρικανικές χώρες ωθούν τους χαρράγκα να το αποτολμούν