Άνθρωποι που δαγκώνουν τη λαμαρίνα καθισμένοι σε μοκέτες οκλαδόν, στην Αυγουστιάτικη Αθήνα. Έφηβες που τους αποκαλύπτεται το νόημα της ζωής σε κομμωτηριακές καρέκλες, κόβοντας αφέλειες. Ακέφαλοι κορμοί, με πράσινες στρογγυλές ενδείξεις να λαμπυρίζουν αδιάκοπα, σε εικονικές γειτονιές. Άντρες που χάνουν τον ύπνο τους φοβούμενοι τον θάνατο και ξοδεύουν τον ξύπνιο τους παρακολουθώντας τηλεμάρκετινγκ. Τραμπουκισμένα αγόρια που πλαγιάζουν από νωρίς κάτω από μάρμαρα με τα κεφάλια ανοιχτά και τα λουλούδια τους, πια, λούζουν μπουζουξούδες. Νεαροί που μεταναστεύουν σε πεζοδρόμια αλλοδαπά, για να φοράνε λαμέ πουκάμισα δίχως να φοβούνται πως θα καταλήξουν στα επείγοντα. Δημοφιλείς εργένηδες που βάφουν τα χείλη τους με αιματηρά κραγιόν και διασχίζουν λεωφόρους και πλατείες μες στο καταμεσήμερο. Άνθρωποι που ανήκουν στους πάντες, κι άλλοι που δεν ανήκουν πουθενά. Παντού παρεκκλίνοντες και πάσας φύσεως αλλιώτικοι.
Εφτά ιστορίες ανθρώπων που κουράστηκαν να ’ναι άλλοι. Πούστηδες στο χωριό, χωριάτες στην πόλη, πολίτες βήτα κατηγορίας στα εξωτερικά, αναχρονιστικοί στον έρωτα, ρεζίληδες στα κοσμικά, ευλογημένοι πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες…
Εφτά ιστορίες ανθρώπων που τραγουδιούνται και απαγγέλλονται,
με μουσική τους υπόκρουση ένα αέναο, διαπεραστικό,
ενοχλητικά λυτρωτικό:
τουρουρούτ