Προσωρινά μη διαθέσιμο
Καλέστε μας για πληροφορίες
ISBN:
9789605034528
Κατηγορίες:
Σχολικά Βοηθήματα | Ξένες Γλώσσες , Εκπαίδευση | Παιδαγωγική , Προσχολική Ηλικία , Δοκίμια
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868;-1920), ήταν ποιητής, πεζογράφος, διηγηματογράφος, κριτικός και μεταφραστής. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο, μεγάλωσε όμως στο Μεσολόγγι με έξοδα των αδελφών του, Σωτήρη και Ελένης, που αργότερα του κληροδότησαν σημαντική κτηματική περιουσία. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και δικηγόρησε στο Αγρίνιο. Το 1897 υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στα σύνορα της Ηπείρου. Τύπωσε τις ποιητικές συλλογές "Τραγούδια της ερημιάς" και "Τα ελεγεία και τα ειδύλλια" το 1892 με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός. Η ποίησή του απηχεί τους Γάλλους και Γερμανούς συμβολιστές, δίνοντας έμφαση στη μελωδία και το ρυθμό του στίχου. Εξέδωσε το συμβολιστικό μυθιστόρημα "Φθινόπωρο"· δημοσίευσε επίσης τα: "Υπεράνθρωπος", "Τασώ" (συλλογή διηγημάτων), "Η Αννιώ" και άλλα διηγήματα. Υπήρξε ιδρυτής του βραχύβιου περιοδικού "Τέχνη", που συνέβαλε στην έκφραση των γλωσσικών και φιλολογικών τάσεων της εποχής. Διακρίθηκε στη μετάφραση Γερμανών και Σκανδιναβών κυρίως συγγραφέων (Γκαίτε, Σίλλερ, Ίψεν, Στρίντμπεργκ κ.ά.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ΄ Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ιωάννης Πολέμης (1860-1938). Ο Ιωάννης Πολέμης γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόμενος από ιστορική οικογένεια του Βυζαντίου. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, γρήγορα ωστόσο εγκατέλειψε τις σπουδές του, καθώς τον είχε από νωρίς έλξει η λογοτεχνία. Διετέλεσε γραφέας του Υπουργείου Παιδείας, υπογραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γραμματέας της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε επίσης ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1880, όταν δημοσίευσε το πεζογράφημά του Ρέα Κυβέλη στο περιοδικό Αι Μούσαι, ενώ μέσω του ομώνυμου συλλόγου ήρθε σε επαφή με τον Παλαμά και τους ποιητές του κύκλου του. Καρπός της επαφής αυτής στάθηκε η στροφή του Πολέμη από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα, στην οποία έγραψε και δημοσίευσε τα επόμενα ποιήματα και πεζά του στον Ραμπαγά και την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ποιήματα (1883). Από το 1884 ξεκίνησε να αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Guerrier στον Ασμοδαίο του Εμμανουήλ Ροΐδη και στο Άστυ και με το πραγματικό του όνομα στην Εβδομάδα, την Ποικίλη Στοά, το Εθνικό Ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Σκόκκου και αλλού. Το 1888 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Χειμωνανθοί και την ίδια χρονιά έφυγε για σπουδές ιστορίας της τέχνης και αισθητικής στο Παρίσι με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων. Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τους Λεγκράν, Σαιντ Ιλλαίρ, Ψυχάρη, Ρενάν και Κοππέ. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1890 και πήρε το Α΄ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Ερείπια, εξʼ ημισείας με τον Κωστή Παλαμά για τη συλλογή του Τα μάτια της ψυχής μου. Ως το 1922 συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα, πάντα με επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό, ενώ η συλλογή Σπασμένα μάρμαρα βραβεύτηκε το 1917 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσίευσε επίσης ανθολογίες και πεζογραφήματα, ενώ ασχολήθηκε με το θέατρο, συγγράφοντας αρχικά έμμετρα δράματα με βυζαντινή θεματολογία στη δημοτική (από τα οποία η Πρόκρις παραστάθηκε στο Βασιλικό Θέατρο) και αργότερα μονόπρακτα (τα οποία βραβεύτηκαν στον Αβερώφειο διαγωνισμό μαζί με το τρίπρακτο Βασιλιάς Ανήλιαγος), καθώς και πολύπρακτα έργα. Μετέφρασε έργα των Σαπφούς, Ανακρέοντα, Θεοκρίτου, Ευριπίδη, Ουγκώ, Μιστράλ, Μολιέρου, Αριστοφάνη και άλλων. Πέθανε το 1925 από βρογχοπνευμονία. Το έργο του Ιωάννη Πολέμη τοποθετείται χρονικά στο πέρασμα από το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η γραφή του χαρακτηρίζονται από μελαγχολική διάθεση που παραπέμπει στην ποίηση του Αχιλλέα Παράσχου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Πολέμη βλ. Άγρας Τέλλος, "Πολέμης Ιωάννης", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 20. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Γιαλουράκης Μανώλης, "Πολέμης Ιωάννης", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., "Ιωάννης Πολέμης", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.314-317. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., "Πολέμης Ιωάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Αλέξανδρος Πάλλης (1851 - 1935). Ο Αλέξανδρος Πάλλης γεννήθηκε στον Πειραιά, καταγόταν όμως από τα Ιωάννινα της Ηπείρου. Ο πατέρας του Αλέξανδρος ήταν ειρηνοδίκης στον Πειραιά και η μητέρα του Παναγιωτίτσα το γένος Κοσκούρη προερχόταν από γενιά αγωνιστών του Μυστρά. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον πατέρα του, καθώς πέθανε πριν τη γέννηση του γιου του. Μετά το θάνατο του συζύγου της η Παναγιωτίτσα μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (τον Αναστάση, τον Αγαμέμνονα, τον Αλέξανδρο και την Ασπασία) μετακόμισε στην Πλάκα. Ο Πάλλης τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και το 1869 παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους και έφυγε για το Μάντσεστερ της Αγγλίας. Αρχικά εργάστηκε στο κατάστημα της θείας του, χήρας του Χρίστου Παρμενίδη, μετά το γάμο του όμως με την κόρη του Παντιά Ράλλη μπήκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και κατόπιν έφυγε για τη Βομβάη των Ινδιών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τους Αργύρη Εφταλιώτη και Δ.Π.Πετροκόκκινο. Με τη σύζυγό του απέκτησαν πέντε παιδιά. Από το 1894 εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ ως το τέλος της ζωής του το 1935. Ο Πάλλης είναι γνωστός κυρίως ως πρωτοπόρος μαζί με τον Ψυχάρη και τον Εφταλιώτη του δημοτικιστικού αγώνα. Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό είναι στρατευμένο στην υπεράσπιση της δημοτικής, ενώ παράλληλα στάθηκε και ο βασικός χρηματοδότης του κινήματος του δημοτικισμού, ενισχύοντας αρθρογράφους και συγγραφείς όπως ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος, ο Φιλήντας, ο Π.Νιρβάνας, έντυπα όπως ο Νουμάς, ο Λαός, η Ακρόπολη και εκδόσεις βιβλίων και φυλλαδίων σχετικών με το γλωσσικό ζήτημα. Το πρωτότυπο λογοτεχνικό του έργο αποτελείται από δύο ποιητικές συλλογές και ένα αφήγημα. Αξιοσημείωτη είναι η συγγραφή παιδικών ποιημάτων στη δημοτική στη συλλογή του Τραγουδάκια για παιδιά, και η αξιοποίηση της τεχνοτροπίας του δημοτικού τραγουδιού στη δεύτερη συλλογή του με τίτλο Ταμπουράς και Κόπανος. Το αφήγημά του Μπρουσός εντάσσεται στην παράδοση του έργου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου και στο ευρύτερο λογοτεχνικό ρεύμα της διδακτικής πεζογραφίας. Ως επί το πλείστον όμως ο Πάλλης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, στοχεύοντας στην ανάδειξη της εκφραστικής επάρκειας της δημοτικής σ΄ όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Γνωστότερες είναι οι μεταφράσεις του της Ιλιάδας του Ομήρου, καθώς επίσης της Καινής Διαθήκης (με τον τίτλο Νέα Διαθήκη), η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 9 Σεπτεμβρίου ως τις 20 Οκτωβρίου του 1901 και στάθηκε αφορμή για την έκρηξη των αντιδράσεων των εκκλησιαστικών και αντιπάλων του δημοτικισμού κύκλων. Οι παραπάνω αντιδράσεις οδήγησαν τον ίδιο χρόνο στις αιματηρές φοιτητικές συγκρούσεις στην Αθήνα, γνωστές ως τα «Ευαγγελικά», οι οποίες προκάλεσαν την παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και του Αρχιεπισκόπου. Μετέφρασε επίσης έργα των αρχαίων τραγικών, του Σαίξπηρ, καθώς επίσης φιλολογικές, φιλοσοφικές, ιστορικές και άλλες επιστημονικές μελέτες. Μεγάλο μέρος του έργου συγκέντρωσε στα Κούφια καρύδια (Λίβερπουλ 1915) με το ψευδώνυμο Λέκας Αρβανίτης Μαλλιαρός. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Πάλλη βλ. Ανεμούδη - Αρζόγλου Κρίστα, «Πάλλης Αλέξανδρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Παγανός Γ.Δ., «Αλέξανδρος Πάλλης», Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση: Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η΄ (1880-1900). Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μερακλής Μ.Γ., «Αλέξανδρος Πάλλης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.270-274. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, χ.σ., «Πάλλης Αλέξανδρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και «Χρονολόγιο Αλέξανδρου Πάλλη», Διαβάζω 118, 8/5/1985, σ.16-18,
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Γεώργιος Δροσίνης (1859-1911). Ο Γεώργιος Δροσίνης καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου και γεννήθηκε στην Αθήνα. Τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στη Βαρβάκειο Σχολή και το Λύκειο Σουρμελή. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Βερολίνο 1885-1888). Επέστρεψε στην Αθήνα και από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού της Εστίας, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο διηύθυνε επίσης τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη (που ίδρυσε επίσης). Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, όπου εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε επίσης στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών και της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής, του Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του 1907 και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας (1908). Από το 1914 και ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το έτος ίδρυσής της (1926). Από το 1922 διηύθυνε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, ενώ. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό Ραμπαγάς. Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές Ιστοί αράχνης (1880) και Σταλακτίται (1881), με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Με τις συλλογές Ειδύλλια (1884) και Γαλήνη (1902) προσχώρησε στη γενιά του 1880, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα ως το 1930 με τη συλλογή Βραδιάζει, καθώς επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Κηφισιά το 1951. Ο Γεώργιος Δροσίνης εντάσσεται στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής, κυρίως λόγω της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του, καθώς και των επιρροών που δέχτηκε από τους παρνασσιστές γάλλους ποιητές και την παρνασσική ποίηση του Παλαμά. Στην πεζογραφία του επηρεασμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νικόλαο Πολίτη και τον ΄Άγγελο Βλάχο, αλλά και από τις σπουδές του στη Γερμανία (υπήρξε δια βίου θαυμαστής των Schiller, Wagner και Goethe), επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Δροσίνη βλ. Αγγελάτος Δημήτρης, «Δροσίνης Γεώργιος», Παγκόσμιιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κατσή - Χρυσογέλου ΄Αννα, «Γεώργιος Δροσίνης» , Η παλαιότερη πεζογραφία μας·Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1880-1900). Αθήνα Σοκόλης, 1997, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Δροσίνης Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Δροσίνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.304-307. Αθήνα, Σοκόλης, 1977.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΗΛΑΡΑΣ (1771- 1823). Ο Ιωάννης Βηλαράς, γιος του γιατρού Στέφάνου Βηλαρά, γεννήθηκε στα Κύθηρα και μεγάλωσε στα Γιάννενα, όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα, καθώς επίσης λατινικά, ιταλικά, γαλλικά και μαθηματικά από τον πατέρα του. Το 1789 έφυγε για την Ιταλία για σπουδές Ιατρικής στην Πάντοβα και τη Μπολόνια. Εκεί ήρθε σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού. Το 1801 επέστρεψε στα Γιάννενα και διορίστηκε γιατρός του γιου του Αλή Πασά, μυημένος παράλληλα σε μυστική απελευθερωτική οργάνωση. Ακολουθώντας τον Αλή Πασά στις εκστρατείες του γύρισε όλη την Ελλάδα και έφτασε ως τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (1812-1815) και τη Λάρισσα (1815-1817), όπου μπήκε στον κύκλο των υπέρμαχων της απλής γλώσσας. Διατήρησε παράλληλα αλληλογραφία με εξέχοντα μέλη της Φαναριώτικης κοινωνίας, η οποία εν μέρει σώζεται και είναι ενδεικτική της πνευματικής κίνησης της εποχής. Το 1819 επέστρεψε στα Γιάννενα και συνεργάστηκε με τον Αθανάσιο Ψαλίδα για την έκδοση των γλωσσικών τους θεωριών, καθώς και μιας γλωσσικής προκήρυξης. Ο θάνατος του Αλή Πασά όμως ματαίωσε την ολοκλήρωση των σχεδίων τους και ο Βήλαρας κατέφυγε στο Τσεπέλοβο του Ζαγορίου, από όπου πήρε μέρος στην οργάνωση του Αγώνα στην Ήπειρο. Στο Τσεπέλοβο πέθανε, κληροδοτώντας οικονομικά προβλήματα στη γυναίκα και τους δυο γιους του. Το μόνο έργο του Βηλαρά που τυπώθηκε όσο ζούσε είναι η μελέτη Η Ρομέηκη γλώσσα (1814), όπου τονίζει την αξία της φυσικής λαϊκής γλώσσας και προτείνει την εφαρμογή ενός φωνητικού ορθογραφικού συστήματος αντί της ιστορικής ορθογραφίας. Το έργο είναι αφιερωμένο στον Αθανάσιο Ψαλίδα, και περιλαμβάνει επίσης ποιήματα, δύο μεταφράσεις από τον Ανακρέοντα, μία από τον Πλάτωνα (Κρίτων) και μία από τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη. Το 1827 βγήκε η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων και πεζών του στην Κέρκυρα από τον Αθανάσιο Πολίτη. Τα ποιήματα του Βηλαρά διακρίνονται σε ερωτικά και σατιρικά. Στα πρώτα υμνείται η παντοδυναμία του έρωτα, με έντονη παρουσία στοιχείων όπως το ειδυλλιακό ποιμενικό περιβάλλον και τα αρχαιοελληνικά ονόματα των ηρώων. Στα σατιρικά ποιήματα εξάλλου η σάτιρα έχει διδακτικό στόχο, σύμφωνα με τις επιταγές του Διαφωτισμού, και καταδεικνύει άλλοτε πρόσώπα και άλλοτε ήθη και συνήθειες. Ο Βηλαράς έγραψε επίσης έμμετρους μύθους, δύο πεζά (Ο λογιότατος ταξιδιώτης και Ο Λογιότατος ή ο Κολοκυθούλης) με εκπαιδευτικό προσανατολισμό, καθώς και μια μετάφραση της Βατραχομυιομαχίας. Ο Βηλαράς έγραφε πάντα σε στίχο ομοιοκατάληκτο. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί η ύπαρξη μιας δεύτερης γραφής ενός από τους Μύθους του σε στίχο ανάπαιστο ανομοιοκατάληκτο, καθώς επίσης και η ύπαρξη του ημιτελούς ποιήματός του Σε νέας λύρας κόρδες, που σύμφωνα με τους ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετεί το Βηλαρά στους προδρόμους του Σολωμού. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Βηλαρά βλ. Κεχαγιόγλου Δημήτρης, «Ιωάννης Βηλαράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΒ΄, 2, σ.104-113. Αθήνα, Σοκόλης, 1999, Τσαντσάνογλου Ελένη, «Βηλαράς Ιωάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και χ.σ., «Βιλλαράς και Βηλαράς Ιωάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Η Ελένη Κεχαγιόγλου γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1969. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Υποψήφια διδάκτωρ του Παν/μίου Αιγαίου, με θέμα "Το θέατρο στην εκπαίδευση", το 2004 ήταν στη συγγραφική ομάδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου γράφοντας για τη Θεατρική Παιδεία στην "Ανάπτυξη των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών". Από το 1997 εργάζεται ως επιμελήτρια κειμένων, ενώ από το 1997 έως το 2001 δίδαξε λογοτεχνία στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Το 2003-2004 ήταν υπεύθυνη εκδόσεων του προγράμματος "Εξειδίκευση και Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών" στο Πανεπιστήμιο Αθήνας. Από το 2007 έως το 2010 διηύθυνε τη λογοτεχνική σειρά στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Μετά την αναστολή λειτουργίας των τελευταίων, διατήρησε από το 2011 έως το 2017 την ευθύνη των ειδικών εκδόσεων στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη (ΔΟΛ). Σήμερα εργάζεται ως επιμελήτρια-υπεύθυνη εκδόσεων στις Εκδόσεις Πατάκη. Μεταξύ 2006-2013 δίδαξε επιμέλεια και διόρθωση κειμένων στο Εργαστήρι Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ, έχοντας διδάξει αντίστοιχα σεμινάρια στο ΕΚΕΜΕΛ. Σήμερα διδάσκει στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη. Έχει εργαστεί ως παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών (στο Βήμα 99,5 FM και σε σταθμούς των Ιωαννίνων). Κείμενά της έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά ("Διαβάζω", "Index", "The Books΄ Journal", "Ποιητική", κ.ά.) και στο blog πολιτισμού dim/art.
O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ΄ Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστ
Ο Βασίλειος Γερμενής γεννήθηκε το 1896 στο Φισκάρδο Κεφαλλονιάς. Μαθήτευσε στην Κέρκυρα στους Σπυρίδωνα Πλατσαίο και Στέφανο Τριβόλη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1915-1918) και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και γλυπτικής στο Σχολείο Καλών Τεχνών (1915-1921). Ασχολήθηκε με τη θαλασσογραφία, την τοπιογραφία και την προσωπογραφία. Ως γλύπτης φιλοτέχνησε προτομές ηρώων του ΄21 και νεοελλήνων ποιητών, καθώς και μνημεία.