ΤΟ ΓΑΛΑζΙΟ ΜΟΥ ΑΛΟΓΟ
Ήρθε πάλι το γαλάζιο μου άλογο
με το στοχαστικό κεφάλι
και τις φιλντισένιες οπλές.
Ήταν πέρα από την κατανόησή μου
πώς διέτρεξε όλες τις αποστάσεις
της νύχτας πάνω στο προσκεφάλι μου.
Ήταν πέρα από τα χέρια μου
η ζωηρή φωτιά του χρόνου,
πέρα από τα πόδια μου η θάλασσα
του ανθρώπινου στεναγμού. Έβαλα τ’ αυτί
στα πλευρά του γαλάζιου μου αλόγου.
Ψηλάφισα τις σκιές
των χαμένων του αναβατών.
Τα μαλλιά μου τα χάιδεψε
το παιδί με το κάρβουνο
στο χέρι, που ζωγράφιζε βέλη
με κατεύθυνση τα έγκατα της γης.
Άνοιξα τα μάτια
κι ο θώρακας του γαλάζιου
αλόγου μου ήταν μια εκκλησία αχειροποίητος,
με μια κόγχη φρεσκοβαμμένη
με το κάτωχρο αίμα των άστρων.