Τό θεατρικό κείμενο τοῦ παρόντος τόμου εἶναι ἔργο φάντασμα.
Κρυμμένο γιά πολλές δεκαετίες στά συρτάρια τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα,
βρέθηκε προσδόκητα πό γαθή τύχη στό ρχεῖο τῆς
ἐγγονῆς του Ἑλένης. Γράφτηκε τό 1939 καί ποτελεῖ τόν χαμένο
κρίκο νάμεσα στά μυθιστορήματα Μαριάμπας καί Τό Σόλο τοῦ Φί-
γκαρω, καθώς σώζει μεταπλασμένη σέ θέατρο τήν ὑπόθεση τοῦ
ἄφαντου ἕως σήμερα μυθιστορήματος Χαλκίδα ἤ Τό Βατερλώ δυό
γελοίων ( ρχικός τίτλος .Πιττακός.), πού θά ἦταν ἡ συνέχεια τοῦ
Μαριάμπα (1935). Τό πολυδιαφημισμένο ἐκεῖνο μυθιστόρημα δέν
ἐκδόθηκε ποτέ. ὁ δημιουργός του τό θυσίασε στό βωμό τοῦ Σόλο
τοῦ Φίγκαρω, λλά σώθηκε ἡ μετάπλασή του σέ τρίπρακτο δράμα.
Οἱ σκηνές τοῦ ἔργου διαδραματίζονται στή Χαλκίδα. Κεντρικός
πρωταγωνιστής εἶναι ὁ γεωπόνος Πιττακός, τόν ὁποῖο ὁ Μαριάμπας
εἶχε προσφερθεῖ νά βοηθήσει στίς δυσκολίες πού ντιμετώπιζε,
κυρίως στό πῶς νά κερδίσει τήν γάπη τῆς Νανᾶς Κελαδῆ.
Ἐνῶ ὁ Μαριάμπας, ἁγνός, συμπονετικός καί πρόθυμος, κολούθησε
τήν ὁδό τῆς τρέλας καί τῆς λοξῆς συμπεριφορᾶς, ὁ Πιττακός
στηρίχτηκε στή δύναμη τῆς λογικῆς. Καί οἱ δύο ὅμως πέτυχαν,
βίωσαν τό βατερλώ τους καί ὁδηγήθηκαν στόν ἐθελούσιο
θάνατο. Ἐκτός πό τόν Πιττακό στό ἔργο παρελαύνουν καί ἄλλα
πρόσωπα, γνωστά πό τόν Μαριάμπα καί Τό Σόλο τοῦ Φίγκαρω. Ἡ
ξία συνεπῶς τοῦ θεατρικοῦ Βατερλώ δυό γελοίων εἶναι νυπολόγιστη,
ὄχι μόνο ἐπειδή διασώζει χαμένα κομμάτια τῆς σκαριμπικῆς
ἔμπνευσης, λλά καί γιατί ποτελεῖ μιά πό τίς πρῶτες προσπάθειες
τοῦ Σκαρίμπα νά δοκιμαστεῖ στό εἶδος τοῦ θεάτρου.
Τό Ἐπίμετρο τοῦ ἐπιμελητῆ ἰχνηλατεῖ τήν πορεία τοῦ Σκαρίμπα
πό τήν πεζογραφία καί τήν ποίηση πρός τό θεατρικό εἶδος, διερευνᾶ
τήν τύχη τοῦ ρχικοῦ μυθιστορηματικοῦ Βατερλώ, ἐντοπίζει
θεματικά μοτίβα καί πιθανές ὀφειλές τοῦ συγγραφέα καί ἐντάσσει
τό δράμα στό πλαίσιο τῆς σκαριμπικῆς παραγωγῆς τῆς δεκαετίας
τοῦ 1930, πού εἶναι τά γονιμότερα καί ὡριμότερα χρόνια του.
Ἔργο πολύτως διαφορετικό –μόνο ὁ τίτλος εἶναι ἴδιος– πό
τό μεταπολεμικό μυθιστόρημα Τό Βατερλώ δυό γελοίων, πού κυκλοφορεῖ
ἐπίσης πό τίς ἐκδόσεις Νεφέλη, νοίγει τό δρόμο γιά νά
γνωρίσουμε μιά σχετικά ἄγνωστη ὄψη τοῦ χαλκιδαίου συγγραφέα,
πού κρύβει κόμη πολλές ἐκπλήξεις: τόν θεατρικό Σκαρίμπα.
Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984). Τα αυτοβιογραφικά σημειώματα του Σκαρίμπα αλληλοαναιρούνται ως προς τις πληροφορίες γύρω από τον τόπο και το χρόνο γέννησής του. Βάσει ερευνών μετά το θάνατο του λογοτέχνη ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893 στο Αίγιο της Αχαΐας, γιος του Ευθύμιου Σκαρίμπα και της Ανδρομάχης το γένος Λιάκου Σκαρτσίλα. Ο πατέρας του ήταν πληβείος, η μητέρα του όμως καταγόταν από αρχοντική γενιά και ήταν μορφωμένη. Είχε μια μικρότερη αδερφή την Καλλιόπη (γεν. το 1915) που ασχολήθηκε με την ποίηση. Το 1906 αποφοίτησε από το αλληλοδιδακτικό Δημοτικό σχολείο της Ιτέας. Μετά από παρακίνηση του δασκάλου του λόγω των υψηλών επιδόσεών του ο μικρός Γιάννης γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του (τέλειωσε το 1908) και παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης. Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας Singer στην Πάτρα. Στο τέλος του επόμενου χρόνου στρατεύτηκε για να πολεμήσει στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, όπου πήρε το βαθμό του δεκανέα. Μετά την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το τάγμα του Σκαρίμπα μεταφέρθηκε στο μακεδονικό μέτωπο. Εκεί διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε για ένα τραύμα στο σβέρκο. Τον Οκτώβρη του 1916 πήρε άδεια και επέστρεψε στην Αγία Ευθυμία. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απαλλάχτηκε των στρατιωτικών του καθηκόντων καθώς είχε πετύχει σε ένα διαγωνισμό τελωνοφυλάκων. Το 1919 τοποθετήθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη (με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά) και μετά το γάμο του αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922. Μετά τη Μικρασιάτική καταστροφή επανήλθε στη Χαλκίδα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια ο Σκαρίμπας είχε ολοκληρώσει τα εννιά πρώτα διηγήματά του, ωστόσο η συνειδητή του ενασχόληση με τη λογοτεχνία χρονολογείται από την επιστροφή του στη Χαλκίδα. Τότε μελέτησε νεοελληνική ποίηση και δημοτικό τραγούδι, καθώς επίσης έργα των Έντγκαρ Άλαν Πόε, Κνουτ Χάμσουν, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Χένρικ Ίψεν και Όσκαρ Ουάιλντ, που επηρέασαν το έργο του. Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματός του Στις πετροκολόνες στο λιμάνι και τη βράβευσή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού του Κώστα Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα για το έργο του Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης, που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή (Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας). Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Καϋμοί στο Γρυπονήσι. Στροφή στην μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο Το θείο Τραγί και εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Ακολούθησε ο Μαριάμπας που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα και το 1938 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ουλαλούμ. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Χαλκίδας Εύριπος και στράφηκε με ενδιαφέρον προς το ελληνικό θέατρο σκιών. Στη γερμανική κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από την πείνα και το 1942 σημειώθηκε η πολύκροτη δίκη που κίνησε εναντίον του Αργύρη Βαλσαμά για συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς ο τελευταίος είχε ισχυρισθεί πως το θεατρικό έργο του Σκαρίμπα Η γυναίκα του Καίσαρος ήταν αποτέλεσμα αντιγραφής από το έργο του Σόμμερσετ Μωμ Το βαμμένο πέπλο. Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ, ωστόσο δε διώχτηκε ούτε εξορίστηκε και το 1945 κυκλοφόρησε τη βραχύβια εφημερίδα Λευτεριά. Υποτονική ήταν η πολιτική του δραστηριότητα και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου αλλά και αργότερα στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μελέτες. Τιμήθηκε από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (1964) και το Δήμο Χαλκιδέων (1978), καθώς και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το βιβλίο του Φυγή προς τα Εμπρός. Πέθανε στην τελευταία κατοικία του στην οδό Κομίνη 8 της Χαλκίδας και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη. Ο Γιάννης Σκαρίμπας τοποθετείται χρονικά στη γενιά του τριάντα, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση και αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τη φιλολογική επιστήμη στην Ελλάδα. Η πεζογραφική παραγωγή του χαρακτηρίζεται από την αναγωγή της γλώσσας σε κυρίαρχο στοιχείο της, μέσω της συστηματικής εξάρθρωσής της (τεχνική που παραπέμπει στο σουρεαλισμό) και την τοποθέτηση της πλοκής στο επίπεδο του προσχήματος, ενώ παράλληλα και συμπληρωματικά στην πρωτοποριακή γραφή του κινείται και το ποιητικό του έργο. Ο Σκαρίμπας υπήρξε ένας από τους εισηγητές του παράδοξου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και του θεάτρου (πολλοί μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο έλληνα θεατρικό συγγραφέα του παραλόγου). Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Κωστίου Κατερίνα, "Σκαρίμπας Γιάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κωστίου Κατερίνα, "Από το εργαστήρι του Γιάννη Σκαρίμπα · Εκπλήξεις και παγίδες", Περίπλους44, 3-6/1997, σ.35-51, Παπαδημητρακόπουλος Ηλίας Χ., "Γιάννης Σκαρίμπας", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.8-31. Αθήνα, Σοκόλης, 1993, Παπαστάμος Γιώργος, "Έργο-Βιογραφίας χρονολόγιο του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984)", Διαβάζω 269, 4/9/1991, σ.20-27 και Επτά Ημέρες Καθημερινής, "Η Χαλκίδα του Γιάννη Σκαρίμπα", 6/4/1997.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα