Τον Ιανουάριο του 1866 ένα σημαντικό γεγονός τάραξε τις ζωές των κατοίκων της Σαντορίνης, καθώς και ολόκληρου του Νοτίου Αιγαίου και της Κρήτης ενώ τράβηξε το παγκόσμιο επιστημονικό, αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον. Στον μεγάλο κλειστό κόλπο μεταξύ Θήρας και Θηρασίας εκδηλώθηκε σειρά εκρήξεων και καταβυθίσεων προάγγελος των εκρηξιακών φαινομένων που θα διαρκούσαν από τον Ιανουάριο του 1866 έως τον Οκτώβριο του 1870. Σε αυτό το πλαίσιο ανακαλύφθηκε ένα προϊστορικό κτίσμα στη Θηρασία κατά τις εργασίες εξόρυξης θηραϊκής γής με προορισμό τα λιμενικά έργα στο Σουέζ. Το κτίσμα αυτό ήταν το πρώτο στο είδος του στην Ελλάδα, πολύ πριν την Τροία, την Κνωσό, ή τις Μυκήνες. Η έκρηξη αυτή αποτέλεσε τομή στη μελέτη των ηφαιστείων διότι τη στιγμή της έκρηξης οι νέες επιστήμες (γεωλογία, βιολογία, παλαιοντολογία) παρουσίαζαν μία εξέλιξη σημαντική. Το ίδιο και οι σχετικές θεωρητικές επεξεργασίες και οι ιστορικές συνθέσεις μέσω νέων επιστημών επίσης, όπως η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία. Αυτό ωστόσο δεν συνέβη για το προϊστορικό κτίσμα που αποκαλύφθηκε ταυτόχρονα, αλλά γρήγορα έπεσε σε λήθη. Ως προς την αρχαιολογία, το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα αποτελεί επίσης μία περίοδο εξέλιξης και συγκρότησης ενός αρχαιολογικού πεδίου με εμμονή στην κλασική Ελλάδα και τη Ρώμη, ενώ οι πρώτοι προϊστορικοί αρχαιολόγοι μεθοδολογικά ακολουθούν τις γεωεπιστήμες, κυρίως σχετικά με τις παλαιολιθικές έρευνες στη Γαλλία και την Ισπανία. Ο ανά χείρας τόμος αναδεικνύει τις πολλαπλές και απρόσμενες πλευρές της αλληλεπίδρασης των πολιτικών γεγονότων και επιστημονικών εξελίξεων που επέφεραν τα νέα δεδομένα στον κόλπο της Θήρας και την αργή αναγνώριση μίας «Ελλάδας» που υπήρξε «πριν από το Μύθο και πριν από την Ιστορία»...
Δήμητρα Ντούσκου (Επιμέλεια)
Alexandre Farnoux (Επιμέλεια)