ΠΡΟΛΟΓΟΣ- Σκηνή α’:
Ιωσήφ: Κουράστηκες, Μαριάμ μου; Κάνε υπομονή, ψυχή μου! Φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα πια και να! δες, μπροστά μας, στέκεται πανύψηλος του σοφότατου Σολομώντα ο λαμπρός Ναός!
Μαριάμ: Ναι, κύρη μου, φτάσαμε, δόξα τω Θεώ! Όχι, δεν είμαι κουρασμένη! Αλλά η καρδιά μου φτερούγιζε σε όλο το δρόμο από τη Ναζαρέτ έως εδώ…
Ιωσήφ: Τον Ιησού να προσέχεις είχες μεγάλη έγνοια και χρέος! Ξαπόστασε λίγο, πάρε μιαν ανάσα! Στα μάτια μου μισοτελειωμένη από την κούραση φαίνεσαι! Πώς όχι, αφού, εσύ φρόντιζες κάθε στιγμή το νεογέννητο μωρό σου, που, πρέπει να το ομολογήσω, καθόλου με κλαψουρίσματα και φωνές δε μας αναστάτωσε!
Μαριάμ: Ο Θεός τούδινε γαλήνη, θαρρείς, στην ψυχούλα του! Και τώρα, η γλυκιά μου άνοιξη κοιμάται ατάραχος και ακυμάτιστα θάναι τα όνειρά του! Μα πήρες μαζύ σου, Ιωσήφ, τα περιστέρια ή τα ξέχασες μες στη βιασύνη να φύγουμε;
Ιωσήφ: Φυσικά, και τα πήρα, ιδού! Δε γινόταν να παραβώ τις πατροπαράδοτες γραφές που το λαό μας στους δύσκολους καιρούς που ζούμε κρατούν όρθιο! Δυο νεογέννητα περιστέρια ή ένα ζευγάρι τρυγόνια, λένε του Μωυσή οι εντολές, θυσία στον Κύριο να προσφέρουμε χωρίς τσιγκουνιές, για να ευλογήσει το πρώτο αρσενικό που διάνοιξε, Μαριάμ, τη μήτρα σου…
Μαριάμ: Τόσος κόσμος, τόση φασαρία, θα μου ξυπνήσουν τον Ιησού! Πήγαινε να βρεις τους ιερείς και το τάμα μας να τους δώσεις… Εγώ θα περιμένω εδώ! Μα, Ιωσήφ, ποιος είναι αυτός που μας πλησιάζει ο ασπρομάλλης γέροντας; Τον ξέρεις; Εγώ όχι και δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι πρέπει να νιώθω, σεβασμό στα χρόνια του ή οίκτο που ζυγώνει κοντά μας επαιτώντας ελεημοσύνη!