Είδα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τη Γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στη μέσα κάμαρα… Βαριανάσαινε, λαχάνιαζε, πνιγόταν, η ανάσα της σφύριζε και κοβόταν… Μόλις είχε φύγει ο γιατρός. Αφού πρώτα έσφιξε σοβαρός τα χέρια όλων… Τότε με μπάσανε στο δωμάτιο… Την είδα στο κρεβάτι, πώς πάλευε ν’ ανασάνει. Το πρόσωπό της κίτρινο και κόκκινο, λουσμένο στον ιδρώτα, σαν μάσκα που από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε… Με κάρφωσε με το βλέμμα της η Γιαγιά, αλλά ακόμα κι εκείνο το βλέμμα είχε αγάπη… Μ’ έσπρωξαν να τη φιλήσω… Κι εγώ έσκυψα από πάνω της. Αλλά με το χέρι της έκανε νόημα πως όχι… Μου χαμογέλασε αδύναμα… Κάτι προσπάθησε να μου πει… Αλλά η φωνή τριβόταν μέσα στο λαιμό της, δεν έβγαινε… Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος τα κατάφερε… κι όσο πιο γλυκά μπορούσε, ψιθύρισε: «Να δουλέψεις σκληρά, μικρέ μου Φερντινάν!». Δεν τη φοβόμουνα τη Γιαγιά. Κατά βάθος καταλαβαινόμασταν… Τελικά, το σίγουρο είναι πως δούλεψα σκληρά… Μα αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο…
Πριν το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, πριν το ταξίδι στο τέρμα του κόσμου που ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μεγάλη Σφαγή, ο στρατιώτης Φερντινάν Μπαρνταμού είναι μόνον ο Φερντινάν: ένα παιδί που μεγαλώνει στην άκρη της ζωής, στο χείλος της αβύσσου. Ένα παιδί που το ταΐζουν ο απόλυτος φόβος, η αχαλίνωτη απόγνωση και υποκρισία. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους ρυθμούς της μαύρης κωμωδίας, της χρεοκοπημένης κοινωνίας, της επικείμενης καταστροφής. Μαθαίνει να λέει την ιστορία της ζωής του με τρόπο συγκλονιστικό: με φωνές, με παραμιλητά, με βρισιές και σιωπές, με πικρά, τραγικά, φλύαρα αποσιωπητικά… Αλλά προπάντων με γέλια. Γιατί ο Φερντινάν πλέκει τα νήματα του χάους και της υστερίας γύρω του με τις δεξιοτεχνικές σταυροβελονιές του Ραμπελαί: γελάει πικρά και πηγαία, γελάει και περιγελάει τον εαυτό του και τους άλλους. Θεούς και δαίμονες. Και βέβαια τους ανθρώπους.
Ο Φερντινάν γυρίζει τις σελίδες αυτού του επικού Bildungsroman, που είναι η εφηβεία του, με ορμή και πάθος που κόβουν την ανάσα. Προχωράει χωρίς να λυπάται ούτε την ψυχή ούτε το σώμα του˙ ξοδεύει αλύπητα για ν’ αντέξει, να σταθεί στα πόδια του, να περπατήσει – εντέλει να ζήσει. Ο λόγος του ανατρέπει τα πάντα, λογική, γραμματική, σύνταξη˙ έτσι κινείται. Πατάει γκάζι καίγοντας ομορφιές και πίστεις και λέξεις. Τρέχει δίχως φρένα. Στο τέλος του βιβλίου τον βλέπουμε να φτάνει ζωντανός, όρθιος, έτοιμος για τη νέα αρχή.
Μ. Α.
Μαρία Αγγελίδου (Μεταφραστής)
Η Μαρία Αγγελίδου γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Εργάστηκε για αρκετά χρόνια στο βιβλιοπωλείο "Χνάρι", επί της οδού Κιάφας, για να αφοσιωθεί, στη συνέχεια, στη συγγραφή και τη μετάφραση βιβλίων. Διετέλεσε πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Επαγγελματιών Μεταφραστών και μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, μεταξύ 2000-2004.
Άγγελος Αγγελίδης (Μεταφραστής)
Louis - Ferdinand Celine (Συγγραφέας)
Κορυφαίος πεζογράφος του 20ού αιώνα, ο Σελίν (κατά κόσμον, Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς) γεννιέται το 1894 στο Παρίσι. Το 1912 κατατάσσεται εθελοντικά στο πεζικό, όπου τον προλαβαίνει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τον Σεπτέμβριο του 1914 τραυματίζεται, παρασημοφορείται και αποστρατεύεται. Εργάζεται στο Καμερούν και, επιστρέφοντας, σπουδάζει ιατρική στη Ρεν. Συμμετέχει για λογαριασμό της Κοινωνίας των Εθνών σε υγιεινολογικές αποστολές στην Αμερική, την Αφρική και την Ευρώπη, προτού εγκατασταθεί ως γιατρός στο Παρίσι.
Το 1932 εκδίδει το αριστουργηματικό "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας", που προκαλεί σκάνδαλο και στέφεται με απαραμείωτη επιτυχία. Εννέα ακόμα μυθιστορήματα ("Θάνατος επί πιστώσει", "Μακελειό", "Από τον ένα πύργο ο άλλος", "Βορράς", κ.ά.) επισφραγίζουν την ιδιοφυή καινοτομία του. Η αντισημιτική και φιλοναζιστικη στάση του τον αναγκάζει να καταφύγει το 1944 στη Γερμανία και εν συνεχεία στην Κοπεγχάγη, όπου φυλακίζεται για ένα διάστημα και όπου παραμένει μια εξαετία, εν αναμονή της δίκης του στη Γαλλία επ΄ εσχάτη προδοσία. Το 1951 αμνηστεύεται και αποσύρεται στο παρισινό προάστιο Μεντόν, συνεχίζοντας να συγγράφει έως το θάνατο του, το 1961.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα