«Ήταν ένα αλλιώτικο ταξίδι για τον Λογοθέτη Λυκούργο και τους συντρόφους του. Ξεκίνησαν με ένα ψαριανό καράβι από την πατρίδα τους τη Σάμο και, διασχίζοντας το αρχιπέλαγος, έφτασαν στο Ναύπλιο. Ο Λυκούργος, διορισμένος έκτακτος επίτροπος Λακωνίας και κάτω Μεσσηνίας, συνάντησε τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και πήρε τις κατάλληλες οδηγίες για το ταξίδι του στον νότο του Μοριά. Πεζοπορώντας με τους άντρες του, έφτασε στην ταραγμένη Μάνη, περνώντας από σπουδαίες αρχαιοελληνικές πόλεις και λαμπρά βυζαντινά μνημεία. Συνάντησε ξωμάχους με τα τουφέκια στον ώμο, γυναίκες ζαλωμένες με τα μωρά τους να δουλεύουν τη γη και καπεταναίους κλεισμένους στους πύργους τους να διαφεντεύουν τον άγριο τόπο. Κουβέντιασε με τους δημογέροντες των χωριών, έδωσε τις κατάλληλες εντολές για να επικρατήσει ηρεμία μεταξύ των κατοίκων και έφτασε κατάκοπος στην έδρα του, την Καλαμάτα. Από την κουστωδία του δεν έλειψε ο κοντοχωριανός και συνομήλικός του Αναγνώστης, ο μεγάλος ριμαδόρος της Σάμου, που έψαχνε να βρει τις ρίζες του, καθώς πίστευε στη μανιάτικη καταγωγή του. Δεν ακολούθησε τον Λυκούργο στην επιστροφή για τη Σάμο, αλλά έμεινε για πάντα στις πλαγιές του Πενταδάχτυλου, τριγυρνώντας στα χωριά και αναζητώντας την πατριά του».