"Τι θέλεις;΄ τη ρώτησε. "Τίποτα΄ ξεστόμισε. "Δεν θέλω τίποτα". Άλλα έλεγαν όμως τα χέρια της. Τίποτα; Πως τίποτα; Θυμήθηκε πως ήταν πεθαμένος.
Δεν μπορεί λοιπόν ένας πεθαμένος να την ευχαριστήσει σεξουαλικά, όχι δεν μπορεί! Μʼ αυτή τη σκέψη πλησίασε κι άλλο. Στεκόταν δίπλα του. Σε απόσταση αναπνοής. Γιατί ρώτησε; Με μια κίνηση θα μπορούσε να τη ρίξει στην αγκαλιά του. Αυτό ήθελε; Όχι. Αλλά έβλεπε πως δεν θα το γλίτωνε. Προς μεγάλη της χαρά και απόγνωση φαινόταν να είναι σίγουρο. Γιʼ αυτό τοʼ σκασε
τροχάδην. "Στάχτη στα μάτια του! Πρέπει να του ρίξω στάχτη στα μάτια, αφού είναι πεθαμένος" σκεφτόταν, κι έτρεχε, έτρεχε. Την κυνηγούσε. Φαίνεται διάβασε τις σκέψεις της, είδε τι επιθυμούσε από κείνον, κατάλαβε ότι του έφευγε κι έτρεξε πίσω της, να τη φτάσει.
Εκείνη έτρεχε απελπισμένη, φοβισμένη που την κυνηγούσε, θα προλάβαινε να ξεφύγει; Έφτασε σε μια θάλασσα, στην αμμουδιά δεν ήταν κανείς, παρά μόνο αυτή να τρέχει κι αυτός στο κατόπι της. Τι ήθελε λοιπόν να τρέχει; Σταμάτησε γιατί λαχάνιασε. Ο χώρος απέραντος μα ήταν μόνοι τους, κανείς άλλος. Κανείς άλλος δεν θα έβλεπε τι θα επακολουθούσε. Την έριξε χάμω. Προσπαθούσε να φωνάξει μα ήχος απʼ το στόμα της δεν έβγαινε. Την μαινόταν σαν ένα άβουλο πλάσμα και την έσφιγγε. Τα κόκαλά της κάτω απʼ το βάρος του στράβωναν και πονούσε και ίδρωνε.
Σηκώθηκε στο μεταξύ δυνατός άνεμος, που της έφερνε την άμμο στα μάτια κι άρχισε να γλιστράει κάτω απʼ το σώμα του. Ίσως δεν ήταν αργά ακόμα για να ξεφύγει. Ο αέρας έφερε ομίχλη και τους σκέπασε.
Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Ούτε τα χέρια της έβλεπε, τα ʼνοιωθε όμως που τον έδιωχναν και δεν σταμάτησε να τον σπρώχνει προς τα πίσω. Σήκωνε ένα μεγάλο βάρος και τον πέταξε από πάνω της, όπως πετάμε το πάπλωμα όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι. Εξαφα-νίστηκε. Αλάφρωσε πολύ, ανακουφίστηκε που έφυγε, όμως ήταν ολομόναχη μες στην ομίχλη. Δεν έβλεπε μπροστά της να προχωρήσει, δεν ήξερε που ήταν το σπίτι της, ούτε πιο δρόμο να πάρει, πράγματα που δεν ήξερε, δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της. Ξύπνησε μʼ ένα τίναγμα. Είχε δει όνειρο. Ήταν ήδη μέρα. Ξημέρωσε. Σηκώθηκε να φτιάξει το πρωινό της...
Γιάννης Νικ. Πετσαλάκης (Συγγραφέας)
Ο Γιάννης Πετσαλάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1962. Γράφει λογοτεχνία από τότε που φοιτούσε στο Γυμνάσιο. Έχει συμμετάσχει σε τρεις ποιητικές ανθολογίες στα Χανιά και έξι στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει στις εφημερίδες του Ηρακλείου "Πατρίς", "Αλλαγή", "Εθνική Φωνή", "Τόλμη", "Μεσόγειος". Και στα λογοτεχνικά περιοδικά (Εμείς) (Παλίμψηστον) (Κρητικοί Ορίζοντες) (Νέα Αριάδνη) (Δευκαλίων ο Θεσσαλός). Τελευταίο βιβλίο του "Στην ανεργία", Ιε, (2013), Διηγήματα. Έχει ολοκληρώσει 45 έργα.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα